Η οδός Χωματιανού βρίσκεται σε μια ήσυχη και πυκνοκατοικημένη γειτονιά της Αθήνας. Εκεί ζουν πολλοί μετανάστες οι οποίοι νοικιάζουν συνήθως ισόγεια ή υπόγεια διαμερίσματα με το μικρότερο δυνατό κόστος. 

Η «ανωνυμία» -όπως λένε οι κάτοικοι- είναι ο κανόνας, καθώς οι πρόσφυγες περνούν απαρατήρητοι μέσα στην καθημερινότητα της πόλης. Ένα από αυτά τα σπίτια επέλεξε ο πυρήνας τζιχαντιστών (που βρισκόταν μέχρι τον περασμένο Ιανουάριο) για να εγκατασταθεί και να οργανώσει τρομοκρατικά χτυπήματα. 

Στο νούμερο 17 της οδού Χωματιανού στα Σεπόλια φέρεται να έδινε το παρών και ο 27χρονος αρχιτρομοκράτης Αμπντελχαμίντ Αμπαούντ. Ήσυχος, μεθοδικός, σχεδόν απαρατήρητος.

Εμφανιζόταν συχνά στη γειτονιά και έμπαινε γρήγορα στο ισόγειο διαμέρισμα. Περισσότερο έκαναν αισθητή την παρουσία τους οι συγκάτοικοί του, οι οποίοι αρκετές φορές μιλούσαν δυνατά και τσακώνονταν μεταξύ τους κατά τη διάρκεια συζητήσεών τους. Οι γείτονες, ωστόσο, δεν καταλάβαιναν τη γλώσσα τους.

«Αναγνώρισα δύο άτομα από αυτά που έμπαιναν στο σπίτι. Το ένα είναι ο νεαρός με το πράσινο καπέλο (Αμπαούντ). Ερχόταν εδώ. Περπατούσε γρήγορα και έμπαινε στην πολυκατοικία. Το δεύτερο άτομο που αναγνώρισα είναι ένας μελαψός άνδρας ο οποίος έμενε στο ίδιο σπίτι. Περνούσε κάθε πρωί από το καφενείο και μου έλεγε καλημέρα.

Μετά το χτύπημα στο Παρίσι τον είδα στην τηλεόραση σε φωτογραφία μαζί με τον Αμπαούντ», λέει στον «Ελεύθερο Τύπο» ο συνταξιούχος Βασίλης Κατσάνος, κάτοικος της οδού Χωματιανού. 

Σε έρευνα της Αντιτρομοκρατικής Υπηρεσίας στο διαμέρισμα στα Σεπόλια είχαν βρεθεί 11 γαλλικές άδειες οδήγησης με τις διωκτικές αρχές να προσπαθούν να συνδέσουν τον εντοπισμό τους με την τρομοκρατική επίθεση στη Γαλλία. Όταν έγινε η έρευνα, δεν εντοπίστηκε στο διαμέρισμα κανένας από τους υπόπτους, οι οποίοι χρησιμοποιούσαν και δεύτερο σπίτι στην οδό Αστερόπης 9 στο Παγκράτι. Εκεί είχαν συλληφθεί στις 2 Ιανουαρίου 2015 τρία άτομα, ανάμεσά τους ο 33χρονος Αλγερινός Ομάρ Νταμάς, ο οποίος φέρεται ως συνεργός του Αμπαούντ. 

Κατά την παραμονή τους στα Σεπόλια οι ύποπτοι φέρονται, σύμφωνα με μαρτυρίες, να μιλούσαν για ώρες. «Τους άκουγα να φωνάζουν. Έκλειναν το παράθυρο. Μου είχε κάνει εντύπωση τότε ότι συνήθιζαν να βάζουν δυνατά το ραδιόφωνο για να μην ακούγεται τι έλεγαν. Εμείς δεν ξέρουμε τη γλώσσα τους, αλλά ίσως φοβούνταν μήπως τους παρακολουθούν», τονίζει ο κ. Κατσάνος.

Προσθέτει δε ότι "την περίοδο εκείνη είχα δει ένα ανθρωποκυνηγητό στη γειτονιά. Αστυνομικοί κυνηγούσαν έναν μετανάστη που κρατούσε όπλο. Εκείνος έτρεχε σαν τρελός για να ξεφύγει. Οι αστυνομικοί του φώναζαν να σταματήσει και έτρεχαν από πίσω του. Τελικά κατάφερε να εξαφανιστεί. Δεν μπόρεσα να δω το άτομο που κυνηγούσαν για να ξέρω αν είναι ο Αμπαούντ ή όχι. Ρώτησα τους αστυνομικούς και μου είπαν να μην ασχολούμαι". 

Πηγή: Eλεύθερος Τύπος