Πώς η ΝΔ εκθέτει τον Καραμανλή με την επιλογή της Vodafone
<p>Ξανά στον δρόμο του πρώην πρωθυπουργού η εταιρεία εναντίον της οποίας έχει ασκήσει πολιτική αγωγή</p>
Του Δημήτρη Γιαννακόπουλου - Εφημερίδα ΠΑΡΑΠΟΛΙΤΙΚΑ+
Σε πλήρη αντίθεση με τα πεπραγμένα της κυβέρνησης Καραμανλή και την τακτική που ακολουθεί σήμερα ο πρώην πρωθυπουργός εναντίον της Vodafone είναι η προσφάτως υπογραφείσα σύμβαση της Νέας Δημοκρατίας με την εταιρεία για την ανάληψη της διεξαγωγής των εσωκομματικών εκλογών της 20ής Δεκεμβρίου. Μόλις αυτή την εβδομάδα η Ολομέλεια του Συμβουλίου της Επικρατείας επέβαλε πρόστιμο-μαμούθ ύψους 50,6 εκατ. ευρώ στην εταιρεία, αναφέροντας στο διατακτικό της απόφασης ότι «δεν έλαβε όλα εκείνα τα αναγκαία μέτρα που επιβάλλονται προκειμένου να προληφθούν και να αποτραπούν οι τηλεφωνικές υποκλοπές» την περίοδο 2004-2005.
Την ίδια ώρα, ο εισαγγελέας Εφετών Παναγιώτης Πούλιος, που χειρίζεται την καυτή δικογραφία των υποκλοπών και του σχεδίου δολοφονίας του Κώστα Καραμανλή, ετοιμάζεται να ασκήσει διώξεις σε βάρος πλήθους προσώπων, ενώ ο πρώην πρωθυπουργός από τον Ιούνιο έχει δηλώσει παράσταση πολιτικής αγωγής. Δηλαδή, θα καταθέσει εναντίον της εταιρείας, η οποία θα διεξαγάγει ανέλεγκτα τις εκλογές του κόμματός του, καθώς η εποπτεύουσα ανεξάρτητη Αρχή Διασφάλισης του Απορρήτου των Επικοινωνιών (ΑΔΑΕ) παραμένει ακέφαλη εδώ και δύο χρόνια.
Ο πρώην πρόεδρος της ΑΔΑΕ, Α. Λαμπρινόπουλος, παραιτήθηκε από τη θέση του στις 18 Δεκεμβρίου 2013, η δε θητεία του αναπληρωτή του, αντιπροέδρου Κωνσταντίνου Μαραβέλα, έληξε τον Απρίλιο του 2015, με αποτέλεσμα η Αρχή, πέραν της τρέχουσας διοικητικής εργασίας, να μην μπορεί να επιληφθεί της έρευνας σοβαρών ζητημάτων και επιβολής κυρώσεων σε εταιρείες που παραβιάζουν το νομοθετικό πλαίσιο. Η διασφάλιση, λοιπόν, του απορρήτου της εκλογικής διαδικασίας στη Ν.Δ. τίθεται εν αμφιβόλω, δεδομένων: α) της καταδικαστικής πράξης σε βάρος της Vodafone από το ανώτατο ακυρωτικό δικαστήριο, β) της απουσίας ανεξάρτητου οργάνου εποπτείας και γ) της προσφυγής εναντίον της εταιρείας του πρώην πρωθυπουργού Κ. Καραμανλή ως θύματος υποκλοπών.
Η ΑΝΑΚΡΙΣΗ
Τρεις ημέρες πριν από την ολοκλήρωση της πολυετούς προκαταρκτικής διαδικασίας από τον ανακριτή Δ. Φούκα, ο Κ. Καραμανλής δήλωσε παράσταση πολιτικής αγωγής για την υπόθεση των υποκλοπών και για τη συσχετιζόμενη υπόθεση του σχεδίου δολοφονίας του και πλέον ο εισαγγελέας Εφετών ετοιμάζεται να εκδώσει βουλεύματα παραπομπής των υπαιτίων σε δίκη. Η 10ετής ανάκριση (η οποία αρχικά αφορούσε δύο δικογραφίες, μία για τις υποκλοπές και μία για την απόπειρα δολοφονίας του πρώην πρωθυπουργού, οι οποίες τελικά συνενώθηκαν) έκλεισε με ένα πόρισμα-φωτιά. Ενα πόρισμα στο οποίο γίνονται αναφορές στις μυστικές υπηρεσίες της Ελλάδας και των ΗΠΑ, σε τηλεγραφήματα από το Wikileaks, στον ρόλο συγκεκριμένων πρακτόρων, αλλά και στις σχέσεις Ελλάδας-Ρωσίας.
Σύμφωνα με όσα αναφέρει στο πολυσέλιδο πόρισμά του ο επίκουρος ανακριτής κατά της Διαφθοράς για την υπόθεση των υποκλοπών, η έρευνα έδειξε ότι στην Αθήνα από τον Αύγουστο του 2004 μέχρι και τον Μάρτιο του 2005 βρισκόταν ένας Αμερικανός πράκτορας, ο William B (σ.σ. William Basil), ο οποίος με πρόθεση επιχείρησε να λάβει γνώση απόρρητων πληροφοριών που αφορούσαν στα συμφέροντα της ελληνικής Δημοκρατίας, μέσω τηλεφωνικών υποκλοπών.
Οπως προέκυψε, η σύζυγος του συγκεκριμένου προσώπου ήταν εκείνη που είχε αγοράσει τα καρτοκινητά-σκιές από κατάστημα στην Ακτή Μιαούλη στον Πειραιά, με το όνομα συνδρομητή «Πέτρος Μάρκου», τα οποία χρησιμοποιήθηκαν για την παρακολούθηση των συνομιλιών δεκάδων πολιτικών, μελών της τότε κυβέρνησης, αλλά και άλλων προσώπων.
Από την άρση απορρήτου μίας εκ των τεσσάρων τηλεφωνικών συνδέσεων προέκυψε ότι η συγκεκριμένη ενεργοποιήθηκε και σε άλλη συσκευή, με στοιχεία συνδρομητή «American Embassy». Μετά την αποκάλυψη των υποκλοπών, ο William B εξαφανίστηκε από την Ελλάδα.
ΕΣΧΑΤΗ ΠΡΟΔΟΣΙΑ
Για το σχέδιο εσχάτης προδοσίας στο ανακριτικό πόρισμα αναφέρεται ότι «σκοπός των δραστών φαίνεται ότι ήταν η διακοπή της πολιτικής και οικονομικής προσέγγισης της Ελλάδας με τη Ρωσία, που τότε είχε αρχίσει να διαμορφώνεται σε κρίσιμους τομείς, ειδικότερα της ενέργειας, των εξοπλισμών και των κρατικών προμηθειών».
Ιδιαίτερη μνεία στο πολυσέλιδο πόρισμα του κ. Φούκα γίνεται στη σύναψη συμφωνίας για την κατασκευή αφενός του αγωγού Μπουργκάς-Αλεξανδρούπολη και αφετέρου του αγωγού φυσικού αερίου South Stream. Οπως προκύπτει από τα τηλεγραφήματα που δημοσιεύτηκαν στο Wikileaks, αλλά και από τις καταθέσεις των μαρτύρων, «το πολιτικό περιβάλλον που άρχισε να διαμορφώνεται στις ελληνορωσικές σχέσεις προκάλεσε προβληματισμούς στην κυβέρνηση των ΗΠΑ, που δεν μπορούσαν να εκτιμήσουν αν οι ανωτέρω ενέργειες συνιστούσαν στρατηγική μεταστροφή της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής ή όχι... Οπως προκύπτει από την έρευνα, υπήρξαν ενέργειες εκ μέρους της κυβέρνησης των ΗΠΑ με σκοπό την ανατροπή των αρρωστημένων, όπως χαρακτηρίζονται, συμφωνιών».
Τα ανωτέρω επιβεβαιώνονται και από πληροφοριακά δελτία της ΕΥΠ, αλλά και από μαρτυρία του πράκτορα με την κωδική ονομασία «ΘΣ 13».
Η «Ασημένια Δραχμή» και οι πιέσεις
Στο πλαίσιο της έρευνας για το σχέδιο εξόντωσης του Κώστα Καραμανλή, που είχε τον κωδικό «Πυθία 1», κρίθηκε σκόπιμη η άρση του τηλεφωνικού απορρήτου του Γεωργίου-Αλέξανδρου Ρόντου (φωτ.). Από τις τηλεφωνικές παρακολουθήσεις προέκυψε ότι ο Αλ. Ρόντος συνομιλούσε το έτος 2012 με τον Μεξικανό επιχειρηματία Julio Salinas Price, σύμβουλο επί οικονομικών θεμάτων του προέδρου του Μεξικού και ιδιοκτήτη ορυχείων αργύρου. Σκοπός της έλευσής του στην Ελλάδα, σύμφωνα με το διαβιβαστικό έγγραφο του ανακριτή, ήταν «η προώθηση σχεδίου που προέβλεπε την έξοδο της Ελλάδας από την ευρωζώνη και την εισαγωγή εθνικού νομίσματος». Το σχέδιο αποκαλούνταν «Ασημένια Δραχμή» και προέβλεπε «την εισαγωγή νέου νομίσματος, εκτιμώμενης αξίας διπλάσιας του ετήσιου ΑΕΠ, καλυμμένου σε ποσοστό 20% από αξία αργύρου», που θα χορηγούσε ο προμηθευτής, δηλαδή ο Price. Σύμφωνα με τον ανακριτή, πληροφορίες για την επίσκεψη του Price και τις επαφές του στην Ελλάδα βρέθηκαν και κατασχέθηκαν από πρόσωπο που δεν κατονομάζεται μεν, αλλά στο σπίτι του έγινε έρευνα στο πλαίσιο της ανακριτικής εφόδου. Στο πόρισμα, επίσης, αναφέρεται ότι «θα προέκυπτε για τη χώρα επιβάρυνση ύψους 70 δισ. ευρώ για την έκδοση του νέου νομίσματος, στην οποία θα έπρεπε να προστεθούν οι αμοιβές συμβούλων και μεσιτών». Βάσει πληροφοριών, τον Μάρτιο του 2014 ένα στέλεχος των μυστικών υπηρεσιών της χώρας μας επικοινώνησε με το ανακριτικό γραφείο και ζήτησε συνάντηση με τον δικαστικό λειτουργό που χειριζόταν την έρευνα. Η συνάντηση έγινε αυθημερόν και το στέλεχος της ΕΥΠ φέρεται να αναφέρθηκε σε τηλεφωνική επικοινωνία του με στέλεχος των μυστικών υπηρεσιών των ΗΠΑ που είχε υπηρετήσει παλαιότερα στην Ελλάδα και ο οποίος του είχε ζητήσει να έρθει σε επαφή με τον ανακριτή και να μεταφέρει την άποψη ότι οι ελληνοαμερικανικές σχέσεις είναι πλέον φιλικές και ότι η έρευνα πρέπει να σταματήσει, διότι εμποδίζει την περαιτέρω ανάπτυξή τους.
Πρόστιμο «μαμούθ» από το ΣτΕ
Κι ενώ η υπόθεση έδειχνε να παραπέμπεται στις ελληνικές καλένδες, μόλις αυτή την εβδομάδα το Συμβούλιο της Επικρατείας, με ογκώδες σκεπτικό, έκτασης 80 σελίδων, απέρριψε την αίτηση της Vodafone να ακυρωθεί το πρόστιμο των 50,6 εκατ. ευρώ που της είχε επιβληθεί το 2013 (από την ΑΔΑΕ) και προχώρησε κανονικά στον καταλογισμό. Το πρόστιμο (για κάθε μία από τις συνολικά έξι παραβάσεις το ύψος του ήταν διαφορετικό) επιβλήθηκε καθώς η εταιρεία δεν ενημέρωσε αμέσως την ΑΔΑΕ για την ύπαρξη του παράνομου λογισμικού και για την παραβίαση του απορρήτου των τηλεφωνικών συνομιλιών, ενώ παρεμπόδισε το έργο της Αρχής.
Ερωτηματικό ο ρόλος της ΑΔΑΕ
Τα γεγονότα μέχρι την τελική απόφαση του ΣτΕ αποδεικνύουν ότι η ΑΔΑΕ, αν μη τι άλλο, στην περίπτωση της Vodafone ενήργησε υπό συνθήκες που δημιουργούν ερωτηματικά. Ενώ αρχικώς, το 2006, είχε επικυρωθεί το υπέρογκο πρόστιμο στην εταιρεία, το 2010 πάλι από την Ολομέλεια του ΣτΕ ακυρώθηκε (αρ. απόφασης 3319/2010), καθώς κρίθηκε ότι οι συνεδριάσεις της ΑΔΑΕ δεν ήταν δημόσιες, όπως επιτάσσει η διεθνής και η ελληνική νομοθεσία, αλλά κεκλεισμένων των θυρών, και αναπέμφθηκε η υπόθεση στην ΑΔΑΕ, προκειμένου να εκδώσει νέα νόμιμη απόφαση. Τον Μάιο του 2013 ο τότε πρόεδρος της ανεξάρτητης Αρχής, Α. Λαμπρινόπουλος, ενώ η θητεία του επεκτεινόταν με μικρές παρατάσεις, αποφάσισε να «επαναφέρει» το πρόστιμο, έστω και «κουτσουρεμένο» κατά 26
εκατομμύρια ευρώ, σε σχέση με τα αρχικώς 76 εκατ. ευρώ που είχαν επιβληθεί στην εταιρεία τον Δεκέμβριο του 2006. Η Vodafone προσέφυγε στο ανώτατο ακυρωτικό δικαστήριο κατά του νέου προστίμου (50,6 εκατ. ευρώ), το οποίο στο μεταξύ κατέβαλε, διατηρώντας σοβαρές ελπίδες ότι το ΣτΕ θα τη δικαίωνε, όπως συνέβη το 2010. Αξίζει να σημειωθεί ότι, λόγω αυτού του νομικού κενού, τα χρήματα μπαινόβγαιναν στα ταμεία της Vodafone, και μάλιστα αυξημένα, λόγω της υπερημερίας που επιδικαζόταν υπέρ της. Η θυγατρική του βρετανικού κολοσσού δεν αμφισβητούσε μονάχα το πρόστιμο της ΑΔΑΕ των 50 εκατ. ευρώ, που επικυρώθηκε τώρα από το ΣτΕ, αλλά και αυτό των 19,2 εκατ. ευρώ που της επέβαλε η Εθνική Επιτροπή Τηλεπικοινωνιών και Ταχυδρομείων για παραβάσεις της τηλεπικοινωνιακής νομοθεσίας, στο πλαίσιο και πάλι της υπόθεσης των υποκλοπών.