«Έφυγε» από τη ζωή σε ηλικία 49 ετών ο γνωστός σκηνοθέτης του κινηματογράφου και γιος του Χάρρυ Κλυνν, Νίκος Τριανταφυλλίδης, ο οποίος ήταν ιδιοκτήτης του συναυλιακού χώρου Gagarin. Ο Νίκος Τριανταφυλλίδης έδινε μάχη τα τελευταία χρόνια με την επάρατη νόσο.

Τελευταία του ταινία ήταν οι Αισθηματιές ενώ εργαζόταν πυρετωδώς για να ετοιμάσει ένα ντοκιμαντέρ για τα 90 χρόνια του ΠΑΟΚ. 

Γεννήθηκε στο Σικάγο των Ηνωμένων Πολιτειών στις 9 Σεπτεμβρίου 1966, γιος του σατιρικού καλλιτέχνη Βασίλη Τριανταφυλλίδη (Χάρρυ Κλυνν) και της Χαρίκλειας Μακρή που ήταν χορεύτρια. Σπούδασε κοινωνιολογία και επικοινωνία στο Πάντειο Πανεπιστήμιο Αθηνών και συνέχισε τις σπουδές του στην Διεθνή Σχολή Κινηματογράφου του Λονδίνου στο διάστημα 1990-1992).

Η ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΤΟΥ ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ

Οι γονείς μου ήταν περιπλανώμενοι καλλιτέχνες. Ο πατέρας μου κωμικός, η μητέρα μου χορεύτρια και γεννήθηκα on the road, σε μια στάση που έκαναν στο Σικάγο, το 1966. Μέχρι τα πέντε μου έμεινα σε διάφορα μέρη στην Αμερική και στον Καναδά. Στην Αθήνα ήρθαμε με τη μητέρα μου και τον αδελφό μου το '71 και μείναμε στο Χαλάνδρι. Ο πατέρας μου ακολούθησε μετά την πτώση της Χούντας.

Δεν νοσταλγώ καθόλου τη παιδική μου ηλικία και γενικά δεν νοσταλγώ τίποτα. Όπως έλεγε και ο δάσκαλός μου ο Νίκος Νικολαΐδης, νοσταλγώ το μέλλον.  

Υπήρξα μασκότ του ΠΑΟΚ ως πιτσιρικάς και είχα την τιμή να μου χαρίσει ο Κούδας τα παπούτσια του. Θεώρησα τότε ότι φορώντας τα θα έμπαινα μέσα στο γήπεδο και θα πετούσα, αλλά φυσικά έκανα τη χειρότερη εμφάνισή μου και από τότε τα κρέμασα. Το ποδόσφαιρο ακόμα μου αρέσει.

Τελείωσα το Τμήμα Κοινωνιολογίας στο Πάντειο και παραλίγο να κάνω διδακτορικό με τον Βέλτσο πάνω στην κοινωνιολογία του κινηματογράφου. Ευτυχώς, δεν το ολοκλήρωσα ποτέ. Παράλληλα με τις σπουδές μου, ξεκίνησα να αρθρογραφώ στο περιοδικό «Ήχος» και λίγο αργότερα, χωρίς να το καταλάβω, βρέθηκα μέσα στο πρόγραμμα του Τop FM, του πρώτου ιδιωτικού σταθμού. Σε κάποια φάση αναλάβαμε μαζί με τον Αλέκο Παπαδόπουλο μια εκπομπή 3 με 7 τα χαράματα. Την λέγαμε «Καβαλάρης Φάντασμα». Μας παίρνανε τότε τηλέφωνο φυλακισμένοι, ημίτρελοι αλκοολικοί. Στο στούντιο, μετά από μας έκανε εκπομπή η Λιάνα Κανέλλη, η οποία μάς άφηνε διάφορα σημειώματα: πίνετε λιγότερο, καπνίζετε λιγότερο, καθαρίζετε το στούντιο, μη φωνάζετε καλεσμένους και καλεσμένες (οι καλεσμένες ήταν υπογραμμισμένο).

Πήγα στο Λονδίνο για να σπουδάσω κινηματογράφο, στο London International Film School, γιατί ήθελα να μάθω τη τεχνική και τη γλώσσα του κινηματογράφου. Αν και εφόσον υπήρχε μια ελληνική βιομηχανία κινηματογράφου, δεν θα είχα κανένα πρόβλημα να τα κάνω με την κλασική ιεραρχία. Να φτιάχνω καφέδες, να σκουπίζω το πλατό και σιγά σιγά να γίνω βοηθός σκηνοθέτη, μέχρι να πάρω την κάμερα στα χέρια μου. Δεν υπήρχε όμως αυτή η δυνατότητα εδώ και δεν είναι το ίδιο πράγμα να είσαι στα τηλεοπτικά πλατό.  

Στο πλαίσιο των σπουδών μου έκανα ένα μικρού μήκους ντοκιμαντέρ για τον Momus. Λεγόταν Μώμος, μόνος μεταξύ γυναικών. Τότε έκαναν την εμφάνισή τους τα πρώτα κρούσματα του politically correct, πασπαλισμένα με μια σταλινική φεμινιστική υστερία, και ένα από τα θύματα ήταν ο Nicolas Currie (aka Momus). Είχα βρει λοιπόν πολύ ενδιαφέρουσα την ιδέα να μιλήσουν γι' αυτόν οι γυναίκες της ζωής του, οι οποίες βέβαια τον έστειλαν κατευθείαν στην γκιλοτίνα. Η ταινία δεν άρεσε καθόλου, στη σχολή την βρήκαν εξοργιστική και οι Pet Shop Boys, που είχαν έρθει να τη δουν (τους είχε καλέσει ο Momus), τη βρήκαν αηδιαστική. Του είπαν «Nicolas this is a piece of shit!».  

Έχοντας ακόμα μια ταινία στις αποσκευές μου, Τα σκυλιά γλύφουν τη καρδιά μου, επέστρεψα στην Ελλάδα και το '95 έκανα την ταινία Ράδιο Μόσχα. Οι αντιδράσεις που προκάλεσε ήταν τουλάχιστον ενδιαφέρουσες, αν και τελικά κόπηκε από το Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης. Με το Ράδιο Μόσχα είχα επίσης την ευκαιρία να συμφιλιωθώ με το κλασικό ελληνικό τριπάκι που είχε να κάνει με τους γιούς των επωνύμων. Είπα κι εγώ «Έτσι είστε μαλάκες;». Θα πάρω τον Χάρυ Κλυν και θα τον βάλω να πρωταγωνιστήσει στη ταινία μου και θα κάνει και κόντρα ρόλο. Οπότε με άφησαν ήσυχο μια και καλή.   Μετά έκανα κι άλλες ταινίες: μια τηλεταινία βασισμένη στο Παλτό του Γκόγκολ, το Παλτό, ένα ντοκιμαντέρ για τους Tuxedo Moon που λεγόταν Tuxedo Moon, no tears, ακόμα μια ταινία, το Μαύρο Γάλα, και το ντοκιμαντέρ για τον Screamin' Jay Hawkins, το Screamin' Jay Hawkins - I put a spell on me. Αυτή η τελευταία δουλειά ήταν που με οδήγησε στη χρεοκοπία. Τελικά, ο Screaming Jay μου έδωσε την κατάρα και την ευλογία του. Ο ίδιος πέθανε ξαφνικά από ανεύρυσμα πριν ολοκληρωθούν τα γυρίσματα. Μου το είχε πει βέβαια ο Rudi από τους Fuzztones τότε. «Αποκλείεται να μη γίνει κάτι κακό. Ό,τι ακουμπά ο Jay πάει κατά διαόλου». Όντως, παρ' ότι η ταινία παίχτηκε σε όλο τον κόσμο, κατάφερα να τα κάνω σκατά και να χρεοκοπήσω. Ακόμα τώρα συνέρχομαι.  

Έπειτα, έπεσα σε έναν κυκεώνα και ασχολήθηκα με ένα «art project» που λεγόταν «Πώς να καταστρέψεις τον Νικόλα Τριανταφυλλίδη» και πίστεψέ με το δούλεψα με τρομερή συνέπεια, επιμέλεια, μέχρι που από κεκτημένη ταχύτητα προσπέρασα το τέλος. Και έτσι, το τελευταίο διάστημα προσπαθώ να μαζέψω τα κομμάτια μου. Δεν μου αρέσει και πολύ να κοιτάζω πίσω.  

Αγαπώ πάρα πολύ τους πορνοστάρ, τους παλαιστές, τους κατσέρ, τους ποδοσφαιριστές, τους συγγραφείς βίπερ μυθιστορημάτων, τους ταχυδακτυλουργούς. Θεωρώ ότι είναι φορείς καλού.  

Το μόνο σωστό που έχω κάνει όσον αφορά την ενασχόληση μου με τη μουσική βιομηχανία είναι το Gagarin. Όλα τα άλλα γύρω γύρω είναι μια πολύ ωραία ιστορία καταστροφής. Ούτε που θυμάμαι πόσες συναυλίες έχουμε κάνει! Σε ό,τι αφορά τη ζωή μου ως promoter, αυτή έχει κλείσει και δεν λυπάμαι γι' αυτό. Χορτασμένος φεύγω, όχι από λεφτά αλλά από εμπειρίες. Όπως έλεγε και ο Γκενσμπούργκ στο τηλέφωνο στην Τζέιν Μπίρκιν λίγο πριν πεθάνει: «It's not far anymore».  

Θέλω να πηγαίνω για ύπνο νωρίς πια. Η αγωνία μου είναι να τακτοποιήσω τα πράγματα για να μπορέσω να ξεκινήσω τη ταινία μου, τους Αισθηματίες. Τη γυροφέρνω χρόνια. Είναι παρήγορο ότι στην Ελλάδα γίνονται πράγματα και θα πρέπει να είσαι τουλάχιστον δόλιος άνθρωπος για να μην το αναγνωρίσεις. Ο Κούτρας και ο Λάνθιμος είναι φωτεινά παραδείγματα.   Έκανα πολλά ταξίδια στο παρελθόν. Τώρα, τα μόνα τα ταξίδια που κάνω είναι από την πολυθρόνα μου. Ο Μπουνιουέλ έλεγε «Τι στο διάολο θα κάνω τρεις το μεσημέρι στο Νέο Δελχί!».   Έχω εντρυφήσει τόσο πολύ στην καταστροφή, που πλέον προσπαθώ να κάνω μόνο το καλό, συνειδητά. Δεν κυκλοφορώ πολύ το βράδυ. Έχω ξενυχτήσει τόσο πολύ άλλωστε, που αρκεί για να φτιάξω εκατό ταινίες βαμπίρ. Όπως και με το αλκοόλ: έχω πιει τον Σηκουάνα, τον Βόλγα και τον Μισισίπι μαζί και δεν χρειάζεται να αποδείξω τίποτα σε κανέναν.   Μου αρέσει η πόλη, η βουή της, η αναρχία της, η ενέργειά της. Παραδόξως, όλη αυτή η βουή με ξεκουράζει και με καθησυχάζει. Είναι σαν να αφουγκράζομαι τη θάλασσα. Μου αρέσουν οι παλιές στοές και το Au Revoir, που έχει μείνει όπως ήταν πάντα.  

Τις διακοπές τις θεωρώ μια μικροαστική συνήθεια. Αν δεν είχα να σκεφτώ την κόρη μου και τη σύντροφό μου, η μεγαλύτερη απόσταση που θα έκανα το καλοκαίρι θα ήταν μέχρι την πλατεία Μαβίλη, που λατρεύω τον Αύγουστο.  

Το άρθρο δημοσιεύτηκε στο τεύχος 165 της έντυπης LIFO. Συνέντευξη: Μερόπη Κοκκίνη