Του Γιάννη Καββαδία

Ο Αλέκος Παναγούλης, (1939-1976), θεωρείται ως μια από τις ηγετικές μορφές του αντιστασιακού αγώνα κατά της Χούντας των Συνταγματαρχών. Με το ξέσπασμα του πραξικοπήματος, λιποτακτεί από τον στρατό και αυτοεξορίζεται στην Κύπρο. Εκεί θα βρεθεί με πολιτικές προσωπικότητες όπως ο Πολύκαρπος Γιωρκάτζης.

Μετά από την παραμονή του στο Κυπριακό έδαφος, επιστρέφει στην Ελλάδα και με τη βοήθεια των στενών του συνεργατών οργανώνει την απόπειρα δολοφονίας του Γεωργίου Παπαδόπουλου, στις 13 Αυγούστου κοντά στη Βάρκιζα.

Ωστόσο το σχέδιο του αποτυγχάνει και λίγο αργότερα συλλαμβάνεται από τη χωροφυλακή. Μάλιστα στη συνέντευξή της με τον Παναγούλη, η μετέπειτα σύντροφος της ζωής του Οριάνα Φαλάτσι  τόνιζε πως η πράξη του ήταν μια πολιτική πράξη εναντίον της δικτατορίας. Η Φαλάτσι αναφέρει τον Α. Παναγούλη ως εξής: Δεν επιδίωξα να σκοτώσω έναν άνθρωπο. Δεν είμαι ικανός να σκοτώσω έναν άνθρωπο. Επιδίωξα να σκοτώσω έναν τύραννο.

Ο Παναγούλης, μετά πολλές μέρες βασανισμού οδηγείται μεταξύ ζωής και θανάτου σε νοσοκομείο και αμέσως μετά την ανάρρωσή του θα δικαστεί από το Στρατοδικείο στις 3 Νοεμβρίου 1968. Για την πράξη του, καταδικάζεται σε ποινή δις εις θάνατον, μαζί με άλλα μέλη της Εθνικής Αντίστασης, στις 17 Νοεμβρίου 1968.

Αμέσως μετά μεταφέρεται στην Αίγινα για την εκτέλεση η οποία όμως ματαιώθηκε χάρη στον Γ . Παπαδόπουλου, ο οποίος με προσωπική παρέμβαση στο δικαστήριο, ζήτησε την απονομή χάριτος στον καταδικασθέντα Παναγούλη.

Ωστόσο στις 25 Νοεμβρίου 1968 ο Παναγούλης μεταφέρθηκε από την Αίγινα στις Στρατιωτικές Φυλακές του Μπογιατίου (Σ.Φ.Μ.), όπου και του επιβλήθηκε η "ποινή του εντοιχισμού" όπως λέει ο ίδιος. Από εκεί δραπετεύει στις 5 Ιουνίου 1969, συλλαμβάνεται όμως εκ νέου και οδηγείται προσωρινά στο στρατόπεδο στου Γουδή για να μεταφερθεί μετά από ένα μήνα και πάλι στις φυλακές Μπογιατίου. Εκεί τον περιμένει η απομόνωση σε κελί που το έφτιαξαν ειδικά για τον Παναγούλη και ήταν σαν αντίγραφο τάφου. Επιχειρεί να δραπετεύσει αρκετές φορές ανεπιτυχώς. Γράφει ποιήματα ως διέξοδο. Συνεχίζει να γράφει ακόμα και όταν του κατάσχουν κάθε γραφική ύλη χρησιμοποιώντας για μελάνι το αίμα του και για χαρτί τους τοίχους του κελιού-τάφου του.

Εν τω μεταξύ ορισμένοι αναφέρουν ότι ο Παναγούλης, αρνείται την πρόταση απονομής χάριτος που του προσέφερε η χούντα. Τον Αύγουστο του 1973 – μετά από τεσσεράμισι σχεδόν χρόνια φυλάκισης – απελευθερώθηκε βάση της γενικής αμνηστίας που απένειμε το καθεστώς των συνταγματαρχών στους πολιτικούς κρατούμενους, κατόπιν της αποτυχημένης προσπάθειας του Γ. Παπαδόπουλου να φιλελευθεροποιήσει το καθεστώς του.

Αυτοεξορίζεται εκ νέου, αυτή τη φορά στην Φλωρεντία της Ιταλίας, για να επαναδραστηριοποιηθεί στην αντίσταση, ουσιαστικά όμως συνεχίζει την αντίσταση στην Ελλάδα ερχόμενος κρυφά όπου και οργανώνει ομάδες αντίστασης.