Γιάννης Μαντζουράνης: Από το ΕΑΤ-ΕΣΑ, στη σχέση με τον Ανδρέα και τη μάχη για τις τηλεοπτικές άδειες
<p>Η πορεία της επιτυχημένης καριέρας του γνωστού δικηγόρου</p>
«Μηδενί συμφορά ονειδίσεις, κοινή γαρ η τύχη και το μέλλον αόρατον», έλεγε ο Αθηναίος ρήτορας Ισοκράτης, που σημαίνει «μην κοροϊδέψεις κανέναν για τη συμφορά του, γιατί η τύχη είναι κοινή και το μέλλον άγνωστο». Αυτό είναι ένα από τα αγαπημένα μότο του δικηγόρου Γιάννη Μαντζουράνη.
Δεν είναι περίεργο. Ο σημερινός μεγαλοδικηγόρος έχει δει την τύχη να του γυρνάει την πλάτη και το μέλλον του να μοιάζει δυσοίωνο. Υπήρξε «χρυσό παιδί» στα πρώτα πολιτικά και επαγγελματικά βήματά του. Διέπραξε, όμως, ένα λάθος, το οποίο πλήρωσε ακριβά. Μπορεί ο ίδιος να είναι οπαδός της γερμανικής μενταλιτέ, αλλά όταν βρέθηκε με την πλάτη στο καναβάτσο έκανε κάτι που λατρεύεται σαν θρησκεία στην άλλη άκρη του Ατλαντικού, στις Ηνωμένες Πολιτείες: επανεφηύρε τον εαυτό του, αναγεννήθηκε από τις στάχτες του, με αποτέλεσμα σήμερα να βρίσκεται στο επίκεντρο της σφοδρής αντιπαράθεσης για τις τηλεοπτικές άδειες.
Εδώ και χρόνια ο κ. Μαντζουράνης δεσπόζει σε πολύκροτες δικαστικές υποθέσεις με μεγάλο οικονομικοκοινωνικό ενδιαφέρον, έχοντας εδραιώσει τη φήμη του συστηματικού, σκληρού και αποτελεσματικού επαγγελματία. Και αυτός ήταν ένας από τους λόγους που τον επέλεξε η κυβέρνηση ως έναν από τους νομικούς παραστάτες του Δημοσίου στην πολιτικά κρίσιμη και νομικά αμφίρροπη μάχη του διαγωνισμού για τις τηλεοπτικές άδειες. Η ενασχόλησή του με αυτόν είχε ως αποτέλεσμα το όνομά του να βγει στα μανταλάκια των μίντια και μαζί και ο σκελετός του, που ήταν ήδη γνωστός εδώ και 25 χρόνια.
Το Πολυτεχνείο
«Η αποκάλυψη της αλήθειας προϋποθέτει την ανεύρεσή της, η οποία προαπαιτεί την αναζήτησή της», είχε γράψει κάποτε ο ίδιος. Πράγματι, αν δεν ψάξεις, δεν θα βρεις. Ανασκαλεύοντας το παρελθόν του κ. Μαντζουράνη δεν μπορεί κανείς εύκολα να σχηματίσει μονοσήμαντη εικόνα. Ισως κάποιες στιγμές να έκρυψε τον πραγματικό εαυτό του, καθώς οι μαρτυρίες για το άτομό του μοιάζουν αντιφατικές. Επαναστάτης και ασυμβίβαστος στα φοιτητικά χρόνια του, υπερασπιστής εγκληματιών του λευκού κολάρου, ή αλλιώς «καρχαρίας των καρχαριών», όπως αργότερα άρχισαν να τον αποκαλούν στη δικηγορική αγορά.
Τα παιδικά του χρόνια τα πέρασε στον Αγιο Ανδρέα Κυνουρίας. Ο πατέρας του ήταν δικηγόρος και η μητέρα του δημόσιος υπάλληλος. Οικογενειακοί φίλοι την περιγράφουν ως καλλιεργημένη, αλλά αυστηρή γυναίκα, από την οποία ο ίδιος κληρονόμησε πολλά χαρακτηριστικά. Ελάχιστοι γνωρίζουν ότι πριν μετακομίσει στην Αθήνα για τρία χρόνια μοιραζόταν το ίδιο θρανίο με τον κ. Δημήτρη Αβραμόπουλο, με τον οποίο διατηρεί μέχρι σήμερα μια ζεστή φιλική σχέση. Επιμελής μαθητής, απόφοιτος του Β' Γυμνασίου Αρρένων, μπήκε πέμπτος στη Νομική Αθηνών. Είναι από τους πρωτεργάτες του αντιδικτατορικού φοιτητικού κινήματος. Με βάση έγγραφο του τότε υπουργού Παιδείας Νικολάου Γκαντώνα, ο κ. Μαντζουράνης είναι ένας από εκείνους που πρωτοστάτησαν στην κατάληψη της Νομικής, η οποία προηγήθηκε της εξέγερσης του Πολυτεχνείου. Η αντιδικτατορική δράση του τού εξασφάλισε μία θέση στη μελέτη «Ιδέες για την Πολιτική Κατανόηση της Νεώτερης Πολιτικής Ιστορίας μας» στη συλλογική έκδοση «Κατάθεση ’73» δίπλα σε βαριά ονόματα της ελληνικής διανόησης, όπως του Γιώργου Σεφέρη, του Γιάννη Ρίτσου του Μανόλη Αναγνωστάκη και άλλων. Για την αντιστασιακή του δράση τελικά συνελήφθη και φυλακίστηκε στο περιβόητο ΕΑΤ/ΕΣΑ (Ειδικό Ανακριτικό Τμήμα της Ελληνικής Στρατιωτικής Αστυνομίας) από όπου βγήκε 42 κιλά. Μετά την αποκατάσταση της Δημοκρατίας τρεις από τους βασανιστές του καταδικάστηκαν σε βαρύτατες ποινές.
Ο κ. Στέφανος Τζουμάκας ήταν ο άνθρωπος που τον βοήθησε να διαφύγει στη Γερμανία με άλλο όνομα. Χρειάστηκαν τρεις μάρτυρες (ο Δημήτρης Τσάτσος, ο Βάσος Μαθιόπουλος και ο Γεώργιος-Αλέξανδρος Μαγκάκης) για να επιβεβαιωθεί εκεί η αληθινή ταυτότητά του και να γίνει δεκτή η αίτηση πολιτικού ασύλου που υπέβαλε.
Η σχέση με τον Ανδρέα
Οταν έπεσε η δικτατορία επέστρεψε στην Ελλάδα και δραστηριοποιήθηκε πολιτικά στο νεοϊδρυθέν τότε ΠΑΣΟΚ. Ηταν ιδρυτικό μέλος του και αναπληρωτής γραμματέας της Επιτροπής Διεθνών Σχέσεων. Μετά την εκλογική νίκη του 1981 διετέλεσε γενικός γραμματέας του Υπουργικού Συμβουλίου, γενικός γραμματέας του υπουργείου Προεδρίας και ειδικός σύμβουλος του πρωθυπουργού. Η σχέση του με τον Ανδρέα Παπανδρέου ήταν στενή και παρά τα σκαμπανεβάσματα παρέμεινε έτσι μέχρι τέλους.
Ο κ. Μαντζουράνης ήταν αναμφίβολα ένα από τα πολλά υποσχόμενα παιδιά του ΠΑΣΟΚ. Το μέλλον του φάνταζε λαμπρό. Ηταν, όμως, φιλόδοξος, ανυπόμονος και ταυτόχρονα υπάκουος. Σε αυτά τα χαρακτηριστικά αποδίδει ο ίδιος την εμπλοκή του στο σκάνδαλο Κοσκωτά. Συνομιλητές του σοκάρονται όταν ο ίδιος μιλάει ανοιχτά για εκείνη την περίοδο. Φίλοι του υποστηρίζουν ότι δεν έχει ποτέ συγχωρήσει τον εαυτό του. «Είναι αναμφίβολα σκληρός με τους άλλους, αλλά είναι ακόμα πιο σκληρός με τον ίδιο του τον εαυτό», λένε. Η εμπλοκή του με το σκάνδαλο Κοσκωτά είχε ως συνέπεια να προφυλακιστεί για 18 ολόκληρους μήνες. Τελικά, όμως, αθωώθηκε με ομόφωνη απόφαση του Εφετείου Αθηνών και σύμφωνη πρόταση του εισαγγελέα της έδρας.
Παρά την αθώωσή του για το σκάνδαλο Κοσκωτά, όμως, το άλλοτε «χρυσό παιδί» εξήλθε από αυτή την περιπέτεια επαγγελματικά, κοινωνικά και οικονομικά γονατισμένο. Δεν παραδόθηκε, όμως, στη μοίρα του. Αρχισε έναν δύσκολο αγώνα για να ξανασηκωθεί όρθιος. Ανθρωποι που τον γνωρίζουν υποστηρίζουν ότι δεν ξέχασε ποτέ ποιοι του στάθηκαν και ποιοι του γύρισαν την πλάτη εκείνη τη δύσκολη περίοδο.
«Μια μελανή στιγμή»
Για την εμπλοκή του στο σκάνδαλο Κοσκωτά ο ίδιος έχει πει σε φίλους του: «Είναι μια μελανή στιγμή που την πλήρωσα ακριβά, δεν μπορώ να είμαι υπερήφανος γι’ αυτήν και την έχω εξοφλήσει προ πολλού. Πρόκειται, όμως, μόνο για μια στιγμή. Υπάρχουν πολλές πριν από αυτήν και ακόμα περισσότερες μετά από αυτήν. Είναι άδικο να κρίνομαι μόνο για μία στιγμή και όχι για τη συνολική πορεία μου». «Νομίζω ότι ο Γιάννης δεν έχασε ούτε λεπτό. Χωρίς δισταγμό και χωρίς στάση βγήκε αμέσως στις αίθουσες των δικαστηρίων. Δεν περίμενε ούτε λεπτό», λέει χαριτολογώντας στενός φίλος του για το comeback του. Το σχέδιο της πολιτικής, εξάλλου, είχε εγκαταλειφθεί.
Ο κυνικός ρεαλισμός του δεν του επέτρεψε να έχει αυταπάτες. Ετσι, με πείσμα έχτισε τα επόμενα χρόνια τη δικηγορική καριέρα που του χάρισε το προσωνύμιο «καρχαρίας». Ολοένα και περισσότεροι ισχυροί καταφεύγουν σ’ αυτόν για να τους ξελασπώσει από κάθε λογής εκκρεμότητες με τη Δικαιοσύνη. Ανέλαβε την υπεράσπιση κατηγορουμένων σε υποθέσεις όπως της Siemens, του Βατοπεδίου, του Παραδικαστικού, της Proton Bank, της λίστας Λαγκάρντ, της απαγωγής Παναγόπουλου, των εξοπλιστικών και πολλές άλλες. «Οσο πιο επώνυμος είναι ένας κατηγορούμενος τόσο πιο πιθανό είναι να βρεις τον Μαντζουράνη συνήγορό του», σχολιάζει ένας συνάδελφός του.
Από την άλλη, όμως, πολλοί λησμονούν ότι ήταν υπερασπιστής κατηγορουμένων στη δίκη της «17 Νοέμβρη», στην υπόθεση Οτσαλάν, καθώς και του Ευάγγελου Γιαννόπουλου σε όλες τις αντιδικίες του σε σχέση με την αντιστασιακή διαδρομή του. Είτε πρόκειται για επιχειρηματίες, είτε για τρομοκράτες, είναι ξεκάθαρη η σταθερή προτίμησή του να υπερασπίζεται κατηγορούμενους και όχι πολιτικούς ενάγοντες. Θεωρεί ότι τα ανθρώπινα δικαιώματα δοκιμάζουν την αξία τους κυρίως σε οριακές καταστάσεις, δηλαδή όταν πρόκειται για κατηγορούμενους. «Στα δικηγορικά γραφεία των ποινικολόγων σπανίως εισέρχονται αρσακειάδες», έχει πει σε κάποια τηλεοπτική εμφάνισή του.
Φίλοι και αντίπαλοί του συμφωνούν ότι είναι ανελέητος στη σύγκρουση και τρέφεται από αυτήν. Κάποτε ένας συνεργάτης του, που βρέθηκε τυχαία σε πηγαδάκι δικηγόρων, του είπε ότι τον κατηγορούσαν ότι είναι «σκληρός σαν πέτρα». Ο ίδιος δεν φάνηκε να ενοχλείται και όταν ο συνεργάτης του θέλησε να μάθει αν αυτός ο χαρακτηρισμός τον πείραξε, απάντησε: «Συνήθως οι συναισθηματικοί είναι και οι πιο σκληροί, αρκεί να είναι σκληροί και με τον εαυτό τους».
Εκείνοι, όμως, που τον έχουν δει με τα τρία παιδιά και τη σύζυγό του μιλούν για έναν άλλον άνθρωπο. Τότε είναι που εγκαταλείπει την κλειστή και αυστηρή στάση του. Συνήθως μιλάει επιγραμματικά και με αποφθέγματα, ενώ την περισσότερη ώρα παραμένει σιωπηλός κρατώντας αποστάσεις. Εχει λίγους και καλούς φίλους, με τους οποίους η σχέση του μετράει δεκαετίες. «Αν έχεις έστω και πέντε φίλους, είσαι πλούσιος», συνηθίζει να λέει ο ίδιος, ενώ συχνά παρομοιάζει τις ανθρώπινες σχέσεις με τη γνωστή ατάκα για το τζάκι: «Πολύ κοντά καίγεσαι και πολύ μακριά κρυώνεις».
Ξυπνάει πάντα στις 7 το πρωί και κοιμάται πολύ αργά το βράδυ. Είναι εργασιομανής και λιτός στη ζωή του. Στον ελεύθερο χρόνο του διαβάζει βιβλία Ιστορίας και στρατηγικής. Οποτε μπορεί δραπετεύει στο πατρικό του στον Αγιο Ανδρέα Κυνουρίας, όπου και καταπιάνεται με τις ελιές του και το αγαπημένο χόμπι του, τη σκοποβολή. Στα νιάτα του μάλιστα είχε ασχοληθεί και με την ξιφασκία. Ακούει κλασική μουσική και προτιμά ιδιαιτέρως τον Βάγκνερ. Ισως η αδυναμία του αυτή είναι σημειολογική. Ενας από τους πιο αναγνωρισμένους μελετητές του διάσημου Γερμανού συνθέτη είχε πει ότι «δεν πρέπει κανείς να αναζητεί στα έργα του Βάγκνερ βιώματα και συναισθηματικές καταστάσεις, μόνο πόλεμο, πόνο και ένταση»…
Protothema.gr