Μία εξαιρετική, σύντομης διάρκειας, αλλά πλήρως περιεκτική, παρουσίαση του ηρωικού Σουλίου και των κατοίκων του είχαν την ευκαιρία να απολαύσουν οι ακροατές της ομιλίας του Προέδρου της Ελληνικής Δημοκρατίας κ. Προκόπη Παυλόπουλου, στη διάρκεια της τελετής ανακηρύξεώς του σε επίτιμο δημότη Σουλίου, σήμερα το πρωί.

Ο και διαπρεπής Καθηγητής της Νομικής Σχολής Αθηνών κ. Παυλόπουλος εκτός του πολιτικού μηνύματος που απηύθηνε προς τους Ευρωπαίους εταίρους και τους δανειστές της Ελλάδος (Οι εταίροι μας να πράξουν όσα τους αναλογούν), σημείωσε τα εξής, αναφορικώς με την ιστορία του Σουλίου και των Σουλιωτών, που παραθέτουμε ως έχει προκειμένου να πληροφορηθούμε και εμείς την ιστορία αυτής της ηρωικής περιοχής της πατρίδος μας:

«Ι. Για να πάρω, όμως, το νήμα της Ιστορίας από την αρχή, επιτρέψατέ μου ν’αναφερθώ, έστω και δι’ ολίγων, σε ορισμένα κρίσιμα χαρακτηριστικά της εμβληματικής Ιστορίας του τόπου σας και του είδους των ανθρώπων που αυτός γεννά:

Α. Είναι γνωστό ότι υπάρχουν διάφορες εκδοχές που εξηγούν την προέλευση της λέξης «Σούλι». Αναφέρομαι ειδικώς στην άποψη του ιστορικού Κωνσταντίνου Πανταζή, σύμφωνα με την οποία στην περιοχή της Ηπείρου κατοικούσε μία από τις πρώτες αρχαίες ελληνικές φυλές, οι Σελλοί (Ιλιάδα Η 234), περίπου το 800 π.Χ. Ο Ανδρέας Κάλβος, στην ωδή του «Εις Σούλι», συνδέει το Σούλι με την χώρα των Σελλών.

Β. Μεταξύ του 1500 και του 1600 μ.Χ., οι Σουλιώτες φέρονται να μετανάστευσαν από τις πεδιάδες της Θεσπρωτίας στα βουνά της Μούργκας, όπου μια συνομοσπονδία γενών συγκρότησε ενιαίο μέτωπο έναντι των Οθωμανών. Μάλιστα, ο Ε.Γ. Πρωτοψάλτης (1984, από την μελέτη του ημερολογίου του Φώτου Τζαβέλλα, του 1792, που είναι γραμμένο στο νότιο ιδίωμα της Ελληνικής), συνάγει το συμπέρασμα ότι οι πρώτοι Σουλιώτες κατέβηκαν από το Αργυρόκαστρο ή την Χειμάρρα, όπου ομιλείται αυτό το ιδίωμα.

Γ. Οι πρώτοι κάτοικοι που εγκαταστάθηκαν στην απρόσιτη, ορεινή, αυτή περιοχή δημιούργησαν, στην σειρά, τέσσερα χωριά, το Σούλι, την Σαμονίβα, την Κιάφα και το Αβαρίνο, σε απόσταση μισής ώρας δρόμο το ένα από το άλλο. Τα εν λόγω χωριά, ως εκ του αριθμού τους, συγκρότησαν αυτό που αποκαλείτο «Τετραχώρι». Αργότερα, λόγω της αύξησης του πληθυσμού, δημιουργήθηκαν άλλα επτά νέα χωριά, τα ακόλουθα: Τσεκούρι, Αλποχώρι, Παλιοχώρι, Γκονάλα, Περιχάτι, Βίλια και Κοντάντες, αποτελώντας το «Εφταχώρι». Οι Σουλιώτες των έντεκα αυτών χωριών συσπειρώθηκαν και δημιούργησαν την «Ομοσπονδία», ή «Συμπολιτεία του Σουλίου», που διήρκεσε από το 1550 έως το 1803. Εκείνη την εποχή υπολογίζεται ότι τα Σουλιωτοχώρια συντηρούσαν περίπου 2.500 ένοπλους, οι οποίοι ήταν λιτοδίαιτοι, σκληραγωγημένοι και ολιγαρκείς και αποτελούσαν εγγύηση για την ασφάλεια της περιοχής έναντι των Τούρκων, ενώ ο συνολικός πληθυσμός έφτανε τους 10.000 έως 12.000 κατοίκους.

Δ. Οι Σουλιώτες πρόγονοί σας είχαν μια δική τους μορφή κοινωνικής οργάνωσης, που βασιζόταν στην λεγόμενη «φάρα» (=πατριά). Σπουδαιότερες εξ αυτών ήταν η φάρα του Δημοδράκου, του Ζάρμπα, του Ζέρβα, του Μπότσαρη, του Τζαβέλλα, του Δαγκλή, του Καραμπίνη, του Κουτσονίκα, κ.ά. Κάθε φάρα είχε τον δικό της αρχηγό. Οι εν λόγω αρχηγοί συγκροτούσαν μια μορφή κυβέρνησης, που λεγόταν «Κριτήριο της Πατρίδας». Είναι εξόχως ενδιαφέρον, καθότι δηλωτικό των αξιών που ενέπνεαν τους προγόνους σας, ότι την ανώτατη εξουσία ασκούσε το «Γενικό Συνέδριο», στο οποίο συμμετείχε, εκτός από τους αρχηγούς των οικογενειών, και κάθε Σουλιώτης που είχε διακριθεί για ανδραγαθία. Το «Γενικό Συνέδριο» αποφάσιζε για θέματα πολέμου, ειρήνης, συμμαχιών και ο,τιδήποτε αφορούσε τις εξωτερικές σχέσεις της «Συμπολιτείας», της οποίας πρωτεύουσα ήταν το Σούλι, όπου και γίνονταν οι συνελεύσεις των δύο προαναφερθέντων διοικητικών οργάνων.

Ε. Οι Οθωμανοί Τούρκοι προσπάθησαν επί μακρόν και επανειλημμένως να κατακτήσουν τα εδάφη της «Συμπολιτείας» των Σουλιωτών, για να εξουδετερώσουν τους ανυπότακτους Σουλιώτες. Οι πρώτες συγκρούσεις μεταξύ Σουλιωτών και Οθωμανών άρχισαν, κατά την τοπική παράδοση, περίπου στα 1635, αν όχι νωρίτερα. Οι πρώτες όμως ιστορικές αναφορές για αντιτουρκική δράση των Σουλιωτών ανάγονται στην περίοδο του Ενετοτουρκικού πολέμου (1684-1699), οπόταν οι επιτυχίες των Ενετών δημιούργησαν μιαν αναστάτωση και έναν αναβρασμό σε όλες τις Νοτιοανατολικές περιοχές της Δαλματίας αλλά και στην Ήπειρο.

ΣΤ. Μετά από αποτυχημένες απόπειρες των Τούρκων να καταλάβουν το Σούλι, με διαφορετικές αιτίες και αφορμές, κατά τα έτη 1721, 1731, 1754, 1759, 1762, 1772 και 1775, έρχεται η εποχή του Αλή Πασά, ο οποίος γίνεται Πασάς Ιωαννίνων το 1778.

Ζ. Επί των ημερών του, οι πολεμικές συγκρούσεις με τους Σουλιώτες έγιναν εντονότερες και σφοδρότερες. Αιτία αυτών στάθηκε ο Ρωσοτουρκικός πόλεμος (1787-1792), στην αρχή του οποίου, τον Σεπτέμβριο του 1788, φθάνει στο Σούλι ο Λουίζης Σωτήρης, απεσταλμένος της Αυτοκράτειρας της Ρωσίας Μεγάλης Αικατερίνης, προκειμένου να ξεσηκώσει τους Σουλιώτες. Έτσι, τον Μάρτιο του 1789 ονομαστοί οπλαρχηγοί, μεταξύ των οποίων οι Γιώργης Μπότσαρης, Λάμπρος Τζαβέλας, Βέικος Ζάρμπας, Νικολός Ζέρβας, Δήμος Δράκος, κ.ά., δηλώνουν εγγράφως προς τους απεσταλμένους της Αυτοκράτειρας ότι είναι έτοιμοι να πολεμήσουν εναντίον της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας.

Η. Πληροφορηθείς τα εν λόγω συμβάντα ο Αλή Πασάς, οργάνωσε αμέσως την πρώτη εκστρατεία του εναντίον των Σουλιωτών, το 1789, που όμως απέτυχε. Η δεύτερη εκστρατεία του εναντίον των Σουλιωτών έγινε το 1792, δηλαδή αμέσως μετά την Συνθήκη του Ιασίου, που συνομολογήθηκε μεταξύ της Ρωσίας και της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Μ’αυτήν ο Αλή Πασάς σκόπευε να εξουδετερώσει τους ανυπότακτους προγόνους σας και να παγιώσει μια πλήρως «ευνομούμενη» κατάσταση στο Πασαλήκι του. Δηλαδή, να εξουδετερώσει κάθε εστία αντίστασης και αμφισβήτησής του. Ο Αριστοτέλης Βαλαωρίτης, στο ποίημά του «Φυγή», περιγράφει αυτήν την εκστρατεία, μετά την οποία ο Αλή Πασάς αναγκάσθηκε να δεχθεί κάποιες προτάσεις των Σουλιωτών σχετικά με την διοίκηση της περιοχής. Ενώ, λοιπόν, οι δύο πρώτες εκστρατείες του Αλή Πασά εναντίον του Σουλίου απέτυχαν, δυστυχώς δεν συνέβη το ίδιο και με την Τρίτη, που πραγματοποιήθηκε το 1803. Τότε οι Σουλιώτες ηττήθηκαν μεν, έδωσαν όμως μοναδικά δείγματα ηρωϊσμού και φιλοπατρίας, τόσο στο Κούγκι με τον καλόγερο Σαμουήλ, όσο και με την θυσία των Σουλιωτισσών στο Ζάλογγο και στο Σέλτσο.

ΙΙ. Σήμερα εορτάζουμε μιαν ακόμη επέτειο του Ολοκαυτώματος του Σουλίου και της αυτοθυσίας του Καλόγερου Σαμουήλ, που αποτέλεσε πράξη ύστατης έκφρασης του αδούλωτου και ανυπότακτου πνεύματος των Σουλιωτών και του Έθνους των Ελλήνων.

Α. Ενώ είχε λήξει νικηφόρα για τον Αλή Πασά η τρίτη εκστρατεία του κατά του Σουλίου, το 1803, και οι Σουλιώτες ύστερα από ηρωϊκούς αγώνες αποφάσισαν να εγκαταλείψουν την πατρώα γη, ο καλόγερος Σαμουήλ κλείσθηκε σ’ ένα οχυρό Μοναστήρι, σε μια απόκρημνη βουνοκορφή, στο Κούγκι, και περίμενε τον στρατό του Αλή Πασά να πάρει τα πολεμοφόδια. Αφού τους έδειξε την μπαρουταποθήκη, αμέσως πέταξε ένα αναμμένο κερί στα βαρέλια και τίναξε το Μοναστήρι στο αέρα.

Β. Λέγεται πως, πριν την ανατίναξη, ένας από τους ανθρώπους του Αλή Πασά προκάλεσε λεκτικά τον Σαμουήλ, λέγοντάς του: «Πόσα κολαστήρια στοχάζεσαι καλόγερε, θα σε κάμη ο Βεζύρης οπόταν σε βάλει εις το χέρι, από το οποίο και δε γλιτώνεις;». Τότε εκείνος του απάντησε: «Δεν είναι άξιος ο Βεζύρης να πιάση άνθρωπον, όστις εκτός οπού δε φοβάται, γνωρίζει και άλλον δρόμον: του θανάτου…».

Γ. Η αξιολόγηση της ελευθερίας και της συνακόλουθης σημασίας της τιμωρίας του τυράννου και δυνάστη της Πατρίδος μας ως υπέρτερης κι αυτής ακόμη της ζωής, είναι εκείνη η οποία οδήγησε πρώτα την ψυχή και ύστερα το χέρι του Σαμουήλ στο ν’ ανατινάξει την μπαρουταποθήκη, που υπήρχε μέσα στην εκκλησία της Αγίας Παρασκευής».