Σε αρκετές περιοχές, πολλά από τα παλιά έθιµα διατηρούνται, δίνοντας στις ηµέρες αυτές ένα διαφορετικό και έξω από καταναλωτικές συνήθειες χρώµα. Από την Κρήτη έως τη Βόρεια Ελλάδα αναβιώνει η παράδοση που είναι κοµµάτι του λαϊκού πολιτισµού, έστω και αν πίσω από αυτήν υπάρχουν έντονα «φολκλορικά στοιχεία». Την έναρξη των εορταστικών εκδηλώσεων σηµατοδοτεί το στόλισµα του δέντρου, των δρόµων, των πλατειών αλλά και των καταστηµάτων.

Το στόλισµα του χριστουγεννιάτικου δέντρου είναι πια κάτι σαν καθήκον κάθε οικογένειας απέναντι στα παιδιά. Κάποιοι υποστηρίζουν ότι πρόκειται για ένα έθιµο που έφεραν στην Ελλάδα οι Βαυαροί του Όθωνα το 1833. Σύµφωνα µε τους ειδικούς, όµως, το δέντρο το συναντάµε στο Βυζάντιο, αλλά και σε πολλές χώρες της Βόρειας Ευρώπης. Στην Ελλάδα, ακόµα και στα χρόνια της τουρκοκρατίας, το χριστόξυλο ή δωδεκαµερίτης ή σκαρκάνζαλος, που καιγόταν την παραµονή για καλή τύχη, ήταν πρόδροµος του δέντρου. Η στάχτη από το χριστόξυλο είχε ευεργετικές ιδιότητες και για τον λόγο αυτό η νοικοκυρά µετά το τέλος των γιορτών κρατούσε τη στάχτη και την ηµέρα των Φώτων τη σκόρπιζε γύρω απ' το σπίτι, τους στάβλους και στα χωράφια.

Τα µεσάνυχτα της παραµονής των Χριστουγέννων (σε κάποια χωριά αυτό γίνεται παραµονή Πρωτοχρονιάς) γινόταν το λεγόµενο «τάισµα της βρύσης». Οι κοπέλες, τα χαράµατα των Χριστουγέννων, πήγαιναν στην πιο κοντινή βρύση «για να κλέψουν το άκριντο νερό». Το έλεγαν άκριντο, δηλαδή αµίλητο, γιατί δεν µιλούσαν καθόλου σε όλη τη διαδροµή µέχρι τη βρύση. Άλειφαν τις βρύσες του χωριού µε βούτυρο και µέλι, µε την ευχή όπως τρέχει το νερό να τρέχει και η προκοπή στο σπίτι τον καινούργιο χρόνο και όπως γλυκό είναι το µέλι έτσι γλυκιά να είναι και η ζωή τους.

To πάντρεμα της φωτιάς

Το «πάντρεμα της φωτιάς» είναι µια παραλλαγή του χριστόξυλου και η διαφορά τους έγκειται στο πλήθος των ξύλων που χρησιµοποιούσαν για τη φωτιά. Την παραµονή των Χριστουγέννων σε πολλά µέρη της Ελλάδας «πάντρευαν» τη φωτιά. Έπαιρναν, δηλαδή, ένα ξύλο που συµβόλιζε τον νοικοκύρη (έπρεπε να είναι από δέντρο που είχε αρσενικό όνοµα, π.χ. πλάτανος ή κέδρος) και ένα δεύτερο που συµβόλιζε τη νοικοκυρά (έπρεπε να είναι από δέντρο που είχε θηλυκό όνοµα, π.χ. αγριοκερασιά) και τα «σταύρωναν» στο τζάκι.

Στη Θεσσαλία, µετά την εκκλησία, στο σπίτι, τα κορίτσια έβαζαν δίπλα στο αναµµένο τζάκι κλωνάρια κέδρου, ενώ τα αγόρια τοποθετούσαν κλαδιά από αγριοκερασιά. Φρόντιζαν, µάλιστα, τα κλαδιά αυτά να είναι λυγερά και παρακολουθούσαν µε ενδιαφέρον ποιο κλωνάρι θα καιγόταν πρώτο, καθώς αυτό ήταν καλό σηµάδι για το κορίτσι ή το αγόρι, αντίστοιχα, γιατί θα έδειχνε ποιο θα παντρευόταν πρώτο. Σε πολλές πόλεις και χωριά ανάβονταν και οµαδικές φωτιές, για να διώξουν τα κακά πνεύµατα. Στην Καστοριά άναβαν κέδρους στις άκρες των χωριών και στη Σιάτιστα άναβαν φωτιές στις πλατείες χτυπώντας γύρω απ' αυτές κουδούνια.

Παινέματα μεταμφιεσμένων

Στον Έβρο, στα κάλαντα των µεταµφιεσµένων περιέχονταν παινέµατα για κάθε νοικοκύρη και τα µέλη της οικογένειάς του, ενώ βασικό µέρος αποτελούσαν οι στίχοι που έλεγαν κατά τη µετάβαση από το ένα σπίτι στο άλλο. Στα κάλαντα περιλαµβανόταν και το σούρβισµα. Στα χωριά του Έβρου τα παιδιά που λένε τα κάλαντα κρατούν κι ένα κλαδί από σουρβιά (κρανιά), ένα αειθαλές δέντρο µε το οποίο χτυπούν στην πλάτη τον νοικοκύρη λέγοντας: «Σούρβα σούρβα γιρό κορµί, γιρό κορµί, γιρό σταυρί κι του χρόνου ουλ' γιροί, ουλ' γιροί, καλόκαρδοι».

Στη Θάσο πολλές οικογένειες κρατούν ένα πολύ παλιό έθιµο, το σπόρδισµα των φύλλων. Κάθονται όλοι γύρω από το αναµµένο τζάκι, τραβούν τις στάχτες προς τα έξω και ρίχνουν στα αναµµένα κάρβουνα φύλλα ελιάς, βάζοντας από µια ευχή, την οποία δεν λένε στους άλλους. Όποιου το φύλλο γυρίσει περισσότερο θα πραγµατοποιηθεί και η ευχή του.

Τα εννέα φαγιά

Στα χωριά του Έβρου την παραµονή ή την προπαραµονή των Χριστουγέννων γίνονταν τα «χοιροσφάγια» (η σφαγή των γουρουνιών). Το παχύ έντερο των γουρουνιών καθαριζόταν και γεµιζόταν µε ψιλοκοµµένο κρέας, πράσο, ρύζι και µυρωδικά, για να αποτελέσει το παραδοσιακό έδεσµα, την «µπαµπού». Το βράδυ της παραµονής όλοι έτρωγαν «εννέα φαγιά». Τα έλεγαν έτσι, επειδή στο τραπέζι έπρεπε να υπάρχουν εννιά λαδερά και νηστίσιµα φαγητά (χαλβάς, ελιές, άζυµη πίτα, λάχανο, πιπεριές, µελιτζάνες, ντοµάτες, τουρσί και αλατοπίπερο). Σε άλλες περιοχές της Μακεδονίας και της Θράκης το τραπέζι που έστρωναν την παραµονή δεν το σήκωναν, µόνο το σκέπαζαν και το άφηναν για να φάει ο Χριστός. Τα παλιά χρόνια σε πολλά χωριά της Μάνης, την παραµονή των Χριστουγέννων τα παιδιά γύριζαν το πρωί και τραγουδούσαν τα κάλαντα κρατώντας ένα µακρύ ξύλο σαν σπαθί και µια ξύλινη «καµήλα». Η καµήλα ήταν σαν ένα µεγάλο, ξύλινο, στραβό ψαλίδι και είχε στο κάτω µέρος της ένα κουδουνάκι. Τα παιδιά πήγαιναν στα σπίτια, κουνούσαν την «καµήλα» και τραγουδούσαν: «Ντίου, ντίου, ήρθε η καµήλα, δώσε την κουλίκα».

Το ψωμί του Χριστού

Από τις προετοιμασίες της παραµονής των Χριστουγέννων πιο χαρακτηριστική ήταν εκείνη που αφορούσε το ζύµωµα του χριστόψωµου. Το ζύµωµα αυτό θεωρείτο θείο έργο και οι νοικοκυρές έφτιαχναν τη ζύµη µε ιδιαίτερη ευλάβεια, υποµονή και ειδική µαγιά, που σε κάποιες συνταγές περιείχε και αποξηραµένο βασιλικό.

Οι γυναίκες στην Κρήτη, αλλά και στα περισσότερα µέρη της Ελλάδας, χρησιµοποιούσαν ακριβά και εκλεκτά υλικά: ψιλοκοσκινισµένο αλεύρι, ροδόνερο, µέλι, σουσάµι, κανέλα και γαρύφαλλα. Όσο διαρκούσε το ζύµωµα, οι νοικοκυρές έλεγαν: «Ο Χριστός γεννιέται, το φως ανεβαίνει, το προζύµι για να γένει». Κατά τόπους το έφτιαχναν σε διάφορες µορφές και είχε πολλές ονοµασίες, όπως «το ψωµί του Χριστού», «σταυροί», «βλάχες» κ.ά. Απαραίτητος επάνω στο χριστόψωµο ήταν ο χαραγµένος σταυρός. Γύρω-γύρω έφτιαχναν διάφορα διακοσµητικά, σκαλιστά στο ζυµάρι ή πρόσθετα στολίδια.