Προσφυγή στο Συμβούλιο της Επικρατείας κατέθεσε η δικηγορική εταιρία "Σιούφας και Συνεργάτες", η οποία λειτουργεί και ως εισπρακτική, ζητώντας να ακυρωθεί η απόφαση της Αρχής Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα με την οποία της επιβλήθηκε πρόστιμο 50.000 ευρώ λόγω της λειτουργίας συστήματος καμερών εντός και εκτός των εγκαταστάσεων της. Η δικηγορική εταιρία υποστηρίζει ότι η απόφαση της Αρχής είναι αντισυνταγματική και παράνομη. Η Αρχή εξέτασε τη λειτουργία του συστήματος καμερών στην δικηγορική εταιρία καθώς ενώπιον της διαβιβάσθηκε καταγγελία από το Σώμα Επιθεώρησης Εργασίας του Υπουργείου Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης.

Μετά από αυτό, η Αρχή απέστειλε έγγραφο στη δικηγορική εταιρία με το οποίο την ενημέρωσε για την καταγγελία ενώ στη συνέχεια πραγματοποίησε επιτόπιο έλεγχο στις εγκαταστάσεις της, ο οποίος ήταν αιφνίδιος χωρίς προηγούμενη ενημέρωση. Μετά την ολοκλήρωση του επιτόπιου ελέγχου, η αρμόδια ομάδα επέβαλε πόρισμα στο οποίο ανέφερε τα ευρήματα της.

Συγκεκριμένα, διαπιστώθηκε πως το σύστημα βιντεοεπιτήρησης δεν περιορίζεται στην είσοδο και έξοδο ή στο ταμείο αλλά καλύπτει επιπλέον χώρους εργασίας όπου κινούνται σχεδόν αποκλειστικά οι εργαζόμενοι. Οι συγκεκριμένοι χώροι εργασίας περιλαμβάνουν θέσεις εργασίας, όπως για παράδειγμα εργαζομένων σε τηλεφωνικό κέντρο, όσο και εκείνων σε τυπικό χώρο γραφείου ενιαίου χώρου.Επίσης, η ομάδα ελέγχου της Αρχής διαπίστωσε ότι το σύστημα βιντεοεπιτήρησης λαμβάνει εικόνα από τη δημόσια οδό, τα πεζοδρόμια, τα απέναντι κτίρια και την απέναντι κάθετη οδό, εξωτερικά της κεντρικής εισόδου του κτιρίου όπου στεγάζεται η δικηγορική εταιρία, χωρίς η λήψη να περιορίζεται σε χώρο κοντά στην είσοδο.

Παράλληλα, διαπιστώθηκε πως έχουν αναρτηθεί ενημερωτικές πινακίδες αλλά μόνο στο εσωτερικό του χώρου ενώ υπήρξε καθυστέρηση στη γνωστοποίηση της λειτουργίας του συστήματος στην Αρχή.Στη συνέχεια, η δικηγορική εταιρία κατέθεσε υπόμνημα στην Αρχή στο οποίο υποστήριζε-μεταξύ άλλων- πως στην περίπτωση της, συντρέχουν οι προϋποθέσεις που καθιστούν ανεκτή τη χρήση του συστήματος στους χώρους εργασίας ενώ ενημέρωσε για δύο πρόσφατα συμβάντα την Αρχή (εντός του Μαρτίου 2018) ένα τηλεφώνημα για επικείμενη επίθεση του Ρουβίκωνα και την παραλαβή ύποπτου δέματος για το οποίο επιλήφθηκε η Υποδιεύθυνση ασφάλειας Πειραιά. Η δικηγορική εταιρεία στην προσφυγή της ενώπιον του ΣτΕ, ουσιαστικά επαναλαμβάνει αυτά που υποστήριξε ενώπιον της Αρχής, αντικρούοντας τα όσα η τελευταία της καταλογίζει.

Συγκεκριμένα, όσο αφορά την ύπαρξη καμερών στου χώρους εργασίας, η δικηγορική εταιρία, μεταξύ των άλλων, αναφέρει ότι υπάρχει η έγγραφη συγκατάθεση των εργαζομένων για τη βιντεοεπιτήρηση, αλλά πλέον αυτού, και εάν υποτεθεί ότι δεν υπήρχε η συγκατάθεση, αυτή συνάγεται κατά τρόπο αναμφίλεκτο σιωπηρώς, κάτι που αίρει κατά νόμο κάθε παράβαση. Επιπλέον, οι υπεύθυνοι της εταιρίας υποστηρίζουν ότι οι κάμερες, οι οποίες δεν είναι στραμμένες στα πρόσωπα των εργαζομένων, τοποθετήθηκαν για την ασφάλεια και την σωματική ακεραιότητα των ίδιων των εργαζομένων, αλλά και για την προστασία των υψηλής αξίας επαγγελματικής χρήσης περιουσιακών στοιχείων της εταιρείας.

Ακόμη, αναφέρουν ότι η απόφαση της Αρχής δεν αναφέρει ποιά είναι η συγκεκριμένη προσβολή των εργαζομένων που επέρχεται από τη βιντεοεπιτήρηση.Επίσης, στην προσφυγή επισημαινεται ότι τα πρόσωπα που έχουν πρόσβαση στο σύστημα βιντεοσκόπησης δεν έχουν αρμοδιότητα ελέγχου και αξιολόγησης της συμπεριφοράς και απόδοσης των εργαζομένων.Ως προς τις κάμερες που έχει τοποθετήσει η εταιρεία σε γειτονικά κτίρια, υποστηρίζει ότι αυτές αποσκοπούν στον έλεγχο και την ασφάλεια των γραφείων της, καθώς έχει δεχθεί δυο επιθέσεις κουκουλοφόρων, υπάρχου απειλές, αλλά και κινήσεις υπόπτων στους παρακείμενους δρόμους, όμως πλέον αυτών στα παρακείμενα κτίρια που έχουν τοποθετηθεί οι κάμερες δεν χρησιμοποιούνται από ανθρώπους ή εργαζόμενους.

Παράλληλα,η δικηγορική εταιρεία υποστηρίζει ότι η απόφαση της Αρχής προέβη σε εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου για την προστασία των προσωπικών δεδομένων και παράλληλα παραβίαση τη συνταγματική αρχή της αναλογικότητας, καθώς το πρόστιμο που επιβλήθηκε είναι δυσανάλογα μεγάλο με τις παραβάσεις που τις αποδίδονται. Επιπλέον, επισημαίνεται ότι η «προέκταση» της βιντεοσκοπήσεως κρίνεται μέτρο πρόσφορο, συναφές και αναγκαίο για την ανίχνευση, διερεύνηση και πρόσληψη ποινικών αδικημάτων.