Δύο γυναίκες που έπεσαν θύματα της φονικής πυρκαγιάς στο Μάτι, η Χρύσα και η Ρόζμαρι, καταθέτουν τις εμπειρίες που έζησαν αλλά και μιλούν για τις τραγικές αμέλειες της κυβέρνησης στην αντιμετώπιση της καταστροφής.

Ρόζμαρι: «Ξεκληριστήκαμε! Καταστραφήκαμε»

Είκοσι μέτρα από τη λεωφόρο Μαραθώνος. Τόσο απείχε το σπίτι της κυρίας Ροζμαρί από την Μαραθώνος, ένα σπίτι που σήμερα έχει μετατραπεί σε στάχτη μαζί με τους κόπους μιας ολόκληρης ζωής. Τόσο ενδεχομένως να απείχε και η ζωή της οικογένειας της από τον θάνατο στον οποίο κόντεψαν να ρίξουν ο κακός σχεδιασμός και ο ανύπαρκτος συντονισμός της κυβέρνησης απέναντι στην αντιμετώπιση της φονικής πυρκαγιάς της 23ης Ιουλίου: «Όταν είδαμε τη φωτιά ανεβήκαμε πάνω στη Μαραθώνος αλλά η αστυνομία είχε κάνει μπλόκο και έστελνε όλο τον κόσμο στο Μάτι. Αν επέτρεπαν στον κόσμο να φύγει από την Μαραθώνος με κατεύθυνση προς Νέα Μάκρη δεν θα καιγόμασταν γιατί η φωτιά είχε ήδη περάσει και κατέβαινε προς τα κάτω. Αυτό που έκαναν δεν είχε καμία λογική. Ήταν σαν να έστελναν ανθρώπους στο θάνατο. Μας άφησαν να καούμε σαν τα ποντίκια. Δεν υπήρχε λόγος να καούμε», λέει η κυρία Ροζμαρί και συνεχίζει: «Λόγω του “σχεδίου” τους επικράτησε πανδαιμόνιο, 700 τουλάχιστον αυτοκίνητα αιχμαλωτίστηκαν σε ένα πρωτοφανές μποτιλιάρισμα. Το Μάτι κάηκε μέσα σε ενάμισι λεπτό. Η φωτιά ήταν από παντού, μας είχε τυλίξει σαν σεντόνι.

Η κουνιάδα μου πήρε τα δύο παιδιά μου, 8,5 και 12 ετών, και μία σπασμένη σανίδα και έφυγαν πρώτοι από το σπίτι. Πήγαν στη θάλασσα, στο Κόκκινο Λιμανάκι και άρχισαν να κολυμπάνε. Ακολούθησα με τον άνδρα μου και τον γαμπρό μου. Όταν είδαμε τις φωτιές δίπλα μας και ανθρώπους να καίγονται ζωντανοί, πηδήξαμε από το αυτοκίνητο και μπήκαμε μέσα στη θάλασσα. Εγκλωβιστήκαμε στον Κάβο, στην Αργυρά Ακτή. Όση ώρα ήμασταν εκεί προσπαθούσαμε να κρατάμε ψηλά τα κινητά για να μην βραχούν, η κάπνα είχε γεμίσει τα πνευμόνια μας, πλάι μας εκσφενδονίζονταν αντικείμενα από αυτοκίνητα που έσκαγαν, ακούγαμε ουρλιαχτά, βλέπαμε τον θάνατο. Καιγόμασταν μέσα στη θάλασσα και ταυτόχρονα πνιγόμασταν...»

Άνθρωποι μόνοι, αφημένοι στο έλεος του θανάτου, κανείς δίπλα τους, όλοι περίπου υπεύθυνοι και παντελώς ανεύθυνοι: «Λίγη ώρα αφότου πέσαμε στο νερό, δικός μας άνθρωπος επικοινώνησε με το λιμενικό λέγοντας: “Στείλτε βοήθεια! Πνίγονται και καίγονται άνθρωποι”. Αυτό που έκανε το λιμενικό ήταν να... ειδοποιήσει ιδιώτες! Ιδιώτες μάς έσωσαν με τα φουσκωτά και τις βάρκες τους. Το λιμενικό ήρθε ώρες μετά, μετά τις έντεκα το βράδυ, και δεν πλησίασε καν στην ακτή. Ήταν αρόδο και μάζευε ανθρώπους από τα ανοιχτά», λέει η κυρία Ρόζμαρι και συνεχίζει: «Ύστερα, ο γαμπρός μου ανέβηκε στην ακτή και κάποιοι από την ομάδα ΔΙΑΣ τον πλησίασαν και τον ρώτησαν αν είναι καλά. “Ρε φίλε, είμαστε οκτακόσια άτομα εγκλωβισμένα εδώ πέρα. Βοηθήστε μας!», τους απάντησε.
Κάπως έτσι άρχισαν να κινητοποιούνται. Μας έβγαλαν από τα βράχια λέγοντάς μας «Μην ανησυχείτε, θα σας σώσουμε όλους». Όλες αυτές τις ώρες ούρλιαζα και έψαχνα τα παιδιά μου τα οποία τα είδα μετά από επτά ώρες. Σώθηκαν μαζί με τη θεία τους από ένα πλοίο της γραμμής, είχαν όλους τους αγγέλους δίπλα τους. Βγήκε ένας άγιος άνθρωπος στο κατάστρωμα να κάνει τσιγάρο, άκουσε τα “βοήθεια”, ενημέρωσε τους υπεύθυνους, το πλοίο έκοψε ταχύτητα, οι άνθρωποι κατέβασαν βάρκες, ο θεός να τους έχει πάντα καλά. Σε όλη αυτή την περιπέτεια δεν υπήρξε κανείς να μας καθοδηγήσει. Όλοι μας λειτουργούσαμε από ένστικτο. Αυτά που λένε, ότι ο κόσμος κάηκε επειδή έκατσε να σώσει τα σπίτια του, είναι ψέμματα. Ο κόσμος προσπαθούσε μόνος και αβοήθητος να βρει διεξόδους σωτηρίας. Ο μόνος... συντονισμός ήταν ότι η Αστυνομία έκλεισε το δρόμο στο 15ο χιλιόμετρο της Μαραθώνος, στην οδό Ακροπόλεως, στέλνοντας τον κόσμο στον όλεθρο. Ποτέ δεν ακούσαμε πυροσβεστική, ήμασταν μόνοι στο έλεος του Θεού. Δεν έχω να πω τίποτα στην κυβέρνηση παρά μόνο ότι το Μάτι τελείωσε. Μας ξεκλήρισαν και μας κατέστρεψαν...»


Χρύσα: «Να παραιτηθεί όλη η Κυβέρνηση και να εξαφανιστεί από προσώπου γης»

Τα χέρια της τρέμουν, η φωνή της ωστόσο παραμένει σταθερή όση ώρα μιλάει στην τηλεοπτική κάμερα που στέκει απέναντί της. Το σπίτι της γλύτωσε από θαύμα όχι όμως και ο τόπος που γεννήθηκε πριν από 41 χρόνια και πονάει όσο τίποτε άλλο στον κόσμο: «Καταρχάς δεν υπάρχουν λόγια. Το Μάτι είναι το σπίτι μου. Έχω μεγαλώσει εδώ από μωρό. Όλοι στο Μάτι είναι αδέλφια μου και σήμερα αισθάνομαι σαν να' χω χάσει την οικογένειά μου. Όχι την δική μου, αλλά εκείνη της πόλης μου», λέει η κυρία Χρύσα περιγράφοντας τόσο το συναίσθημα όσο και το χρονικό της μεγάλης καταστροφής: «Εκείνη την ημέρα τα κανάλια μας ενημέρωναν ότι καίγεται η Κινέτα. Ότι εμείς εδώ είμαστε ήσυχα, πως δεν κινδυνεύουμε. Μετά από κάποιες ώρες το κακό μαντάτο έφτασε στη γειτονία μας. Από το “δεν τρέχει τίποτα” περάσαμε στο “καιγόμαστε” μέσα σε δύο μόλις λεπτά. Εγώ εκείνη την ώρα βρισκόμουν στην Ποσειδώνος κι ανέβηκα σαν τρελή στο σπίτι για να πάρω τους δικούς μου και να τους κατεβάσω κάτω. Δεν ξέρω πώς έφτασα επάνω, πώς τους πήρα και πώς κατεβήκαμε στη θάλασσα. Πέσαμε σε τρομερό μποτιλιάρισμα γιατί είχαν κλείσει τη Μαραθώνος κι αντί να στέλνουν να αυτοκίνητα προς Μαραθώνα ή προς Αθήνα, τα έστελναν εδώ στο Μάτι για να πνιγούμε όλοι μαζί. Οι εντολές που δόθηκαν ήταν σαν να έλεγαν στον κόσμο: “Κατεβείτε κάτω για να καείτε όλοι μαζί!”. Τι να σας πω για εκείνη την ημέρα; Ό,τι και να πω είναι λίγο. Ήμουν μέσα στη θάλασσα με τον πεθερό μου, τη γιαγιά μου, τη μάνα μου, τον ανιψιό μου από τις 18.30 έως τις 22.30. Στα βράχια, στους αχινούς, με τις φωτιές να πέφτουν επάνω μας, να ουρλιάζει κόσμος, να κλαίνε μικροί και μεγάλοι, να μην ξέρουμε τι θα γίνουμε. Ζω χάρη στο Θεό...»

Η κυρία Χρύσα σταματά για λίγο την αφήγησή της παίρνοντας βαθιά ανάσα, οι μνήμες είναι ακόμη νωπές, ο θυμός, το παράπονο, η αγανάκτηση γίνονται ένα φορτίο που πέφτει επάνω σε ιθύνοντες που αυτοπροσδιορίζονται ως “άμοιροι ευθυνών” απέναντι στη κακή μοίρα των άλλων: «Το χειρότερο απ' όλα δεν είναι όσα έζησα εκείνο το απόγευμα. Το χειρότερο απ' όλα είναι πως μας αφήσανε να καούμε ζωντανοί σαν τα ποντίκια. Το ότι κανείς δεν ήταν δίπλα μας. Ούτε πυροσβεστική, ούτε αστυνομία, ούτε διασώστες. Ήμασταν μόνοι μας στο έλεος της φωτιάς χωρίς να γνωρίζουμε αν θα ξημερωθούμε. Έβλεπα κόσμο να πεθαίνει δίπλα μου, προσπαθούσα να δίνω κουράγιο στους διπλανούς μου, δεν ξέρω πως μπόρεσα να επιβιώσω μέσα σ' αυτόν τον πόλεμο, τον πανικό, τον απόλυτο εφιάλτη. Δεν είναι ότι μας άφησαν στο έλεος του Θεού. Είναι ότι μας σκότωσαν. Αυτό ήταν φονικό. Μετέτρεψαν το Μάτι σε ένα πελώριο νεκροταφείο. Μέσα σε όλα αυτά ο κύριος Ψινάκης ήταν άφαντος. Εμφανίστηκε όταν όλα είχαν τελειώσει με το άσπρο του πουκαμισάκι και το μαλλί κομμωτηρίου και είπε ότι κάηκε το σπίτι του ενώ το σπίτι του είναι μια χαρά. Δυο τρεις φοίνικες κάηκαν στο σπίτι του κυρίου Ψινάκη. Αυτό και τίποτε άλλο. Όσο για τον Καμμένο και την επίσκεψή του στο Μάτι αυτό που έχω να πω είναι πως είναι καμένος από μόνος του. Κι αυτός και η κυβέρνηση να παραιτηθούν και να εξαφανιστούν από προσώπου γης! Ούτε ένας από αυτούς δεν ζήτησε συγνώμη, ούτε ένας δεν είχε την τσίπα να παραιτηθεί...».
Καμία ευθύνη, καμία συγνώμη, καμία παραίτηση συγκροτούν τις απαντήσεις της Κυβέρνησης στον όλεθρο της 23ης Ιουλίου. Γράφτηκαν πολλά, ειπώθηκαν ακόμη περισσότερα, κανείς ωστόσο δεν μπόρεσε να αποδώσει καλύτερα την ανεκδιήγητη αυτή κυβερνητική στάση όσο ένας νεαρός άνδρας, ο Αριστοτέλης Αλβανός, ο οποίος έγραψε στην προσωπική του σελίδα στο facebook: «Δεν παραιτείσαι επειδή έχεις κάνει ολα τα λάθη ούτε επειδή φταις εσύ για το προπαρτορικό αμάρτημα. Παραιτείσαι επειδή απλως δεν μπορείς να ζήσεις με μια κατοστάρα νεκρούς να σε κυνηγάνε το βράδυ. Να σε ρωτάνε αμείλικτα τι μπορούσες να κάνεις καλύτερα ακόμα και με εντεκα μποφόρ. Να τους ακούς να ουρλιάζουν όταν καίγονται αγκαλιά με τα παιδιά τους. Να σκέφτεσαι τους συγγενείς τους που πανε να ανανωρίσουν κάρβουνα. Με τετοια καταστροφή η παραίτηση δεν είναι σημαδι ενοχής αλλά απόδειξη ευθιξίας. Ακόμη και αν η φύση σε νίκησε οφείλεις να αποδεχτείς την ήττα σου εμπρακτα. Ίσως έτσι η ιστορία να φανεί πιο επικεικής μαζι σου...».