Ανατριχιαστικές μαρτυρίες: «Τους ακούγαμε να ουρλιάζουν»
«Κάηκαν μέσα το κτήμα μου» δηλώνει ο Γιάννης Φράγκου, ιδιοκτήτης του οικοπέδου όπου βρέθηκαν νεκρά τα 26 άτομα
Θλίψη, πόνος και αµέτρητα «γιατί» επικρατούν αυτές τις ώρες στο Μάτι. Ογδόντα πέντε νεκροί, δεκάδες εγκαυµατίες και άγνωστος αριθµός αγνοουµένων συνθέτουν τον τραγικό απολογισµό µιας ανείπωτης τραγωδίας, που προκλήθηκε από την πύρινη λαίλαπα που σκέπασε την περιοχή και κατέκαψε τα πάντα στο διάβα της.
Θρήνος και στάχτη παντού. Απανθρακωµένα πτώµατα βρέθηκαν αγκαλιασµένα, παιδιά πήδηξαν από τους γκρεµούς τη στιγµή που η φωτιά έγλειφε την πλάτη τους, οικογένειες κάηκαν µέσα στα αυτοκίνητά τους στην προσπάθεια να διαφύγουν από το πύρινο µέτωπο.
Οι ιστορίες της επόµενης ηµέρας πολλές και τα «Π» ήταν εκεί για να τις καταγράψουν. Μία από αυτές, που κάνει τον γύρο του κόσµου, µας περιέγραψε ο Γιάννης Φράγκου, καθώς στο δικό του οικόπεδο βρέθηκαν τα 26 καµένα άτοµα, που, στην προσπάθειά τους να κατευθυνθούν µε ασφάλεια προς τη θάλασσα, εγκλωβίστηκαν στις φλόγες. «Οι συνθήκες που επικρατούσαν εκείνη τη στιγµή ήταν τραγικές», µας είπε και συνέχισε τονίζοντας πως «φωτιά και καπνός εµπόδιζαν την ορατότητα. Επικρατούσε πανικός κι εµείς προσπαθούσαµε και σώσαµε όσους µπορούσαµε». Ο κ. Φράγκου, στο σηµείο της οµαδικής τραγωδίας, µας περιέγραψε αναλυτικά τι ακριβώς συνέβη.
«Προσπαθούσαµε να φύγουµε κι εµείς µε το αυτοκίνητο, ήµασταν όµως από παντού αποκλεισµένοι. Πολύς κόσµος είχε εγκλωβιστεί. Εκεί αποφασίσαµε να κατευθυνθούµε πίσω προς τη θάλασσα και να ανοίξουµε τις πόρτες. Με αυτόν τον τρόπο προσπαθήσαµε να δώσουµε στον κόσµο διέξοδο στη θάλασσα».
Ο κ. Φράγκου, φορτισµένος συναισθηµατικά, συνέχισε να µας περιγράφει τι συνέβη τις τραγικές εκείνες ώρες: «Οι πρώτοι που τους βοηθήσαµε να µπουν και τους κατευθύναµε από το δροµάκι προς τη θάλασσα ήταν γύρω στα 20 µε 30 άτοµα. Ανάµεσά τους παιδάκια, ηλικιωµένοι, έγκυοι.
Με αυτούς κατέβηκα και εγώ. Τους κατεβάσαµε από µια σκαλίτσα και µείναµε στα βράχια. Η πόρτα παρέµεινε ανοιχτή. Ηρθε ο επόµενος κόσµος, ο οποίος όµως, δυστυχώς, εγκλωβίστηκε στο κτήµα. Υπήρχε πολύς καπνός και φωτιά. Καιγόταν δίπλα το σπίτι, τα δέντρα και τα πουρνάρια. Ο κόσµος που µπήκε δεν ήξερε πώς να βγει. ∆ύο λεπτά πριν κατέβουµε εµείς στον γκρεµό πήραν τα πάντα φωτιά, οπότε οι άνθρωποι αυτοί, και να γνώριζαν πώς να βγούνε, δεν θα µπορούσαν. Ανθρωποι που βοηθούσαν, που µείνανε τελευταίοι, λένε ότι ακούγανε ανθρώπους πίσω να ουρλιάζουν και να ζητάνε βοήθεια. Για ελάχιστο χρόνο, κάποιοι άνθρωποι δεν πρόλαβαν να σωθούν και κάηκαν ζωντανοί».
ΣΥΓΚΙΝΗΣΗ
Τα όσα είπε ο Γιάννης Φράγκου µας επιβεβαίωσε και ο γιος του, Κίµωνας, που ήταν κι αυτός εκείνη την ώρα στο σηµείο όπου βρήκαν οµαδικό θάνατο 26 άτυχοι συνάνθρωποί µας. «Υπήρχε φωτιά από τα δεξιά και από τα αριστερά µπροστά από το σπίτι µας, δεν µπορούσε να πάει κανείς πουθενά», µας είπε και συνέχισε την περιγραφή του τραγικού αυτού περιστατικού: «Εχουν εγκλωβιστεί άνθρωποι στον δρόµο µπροστά από το σπίτι µας και πάνε συνεχώς πάνω-κάτω. Η µόνη διέξοδος εκείνη τη στιγµή είναι προς τα πίσω, η θάλασσα.
Ανοίγουµε την πόρτα και αρχίζει όλος ο κόσµος να πηγαίνει προς τα εκεί από ένα δροµάκι. Αµάξια ανθρώπων µπαίνουν µέσα και πηγαίνουν προς τη θάλασσα. Εχουµε ανοίξει τη δίοδο και πηγαίνουµε όλοι να τους δείξουµε προς τα πού να κατευθυνθούν. Μιλάµε για πανικό, για µικρά παιδάκια. Οσους µπορέσαµε, τους κατεβάσαµε από τον γκρεµό από µία σκάλα».
Ο Κίµωνας Φράγκου κάνει µία παύση να πάρει δυο ανάσες και συνεχίζει εµφανώς συγκινηµένος την περιγραφή του: «Κάποια στιγµή έχει πιάσει φωτιά παντού. Καιγόµαστε! Κατεβαίνουµε και οι τελευταίοι κάτω.
Οι υπόλοιποι, δυστυχώς, εγκλωβίστηκαν και πέθαναν σε αυτό εδώ το σηµείο». Σε ερώτησή µας για το πώς διεσώθη από τη θάλασσα, ο Κίµωνας Φράγκου µας απάντησε: «Εγώ έµεινα πάνω από δύο ώρες στη θάλασσα και µε µάζεψε ένας ιδιώτης ψαράς, ο οποίος µε πήγε στη Ραφήνα».
Εκτός από τον οµαδικό θάνατο των 26 ατόµων στην ιδιοκτησία του κ. Φράγκου, µία ακόµα ιστορία που συγκλόνισε το πανελλήνιο είναι αυτή της οικογένειας Φύτρου. Η 13χρονη Εβίτα, αθλήτρια ποδηλασίας της ΑΕΚ, έτρεχε να ξεφύγει από τις φλόγες και πήδηξε από έναν βράχο 15 µέτρων, βρίσκοντας µε αυτόν τον τρόπο ακαριαίο θάνατο, ενώ και ο πατέρας της βρέθηκε απανθρακωµένος έχοντας στην αγκαλιά του τον µικρό 11χρονο γιο του, Ανδρέα. Η άτυχη µητέρα αναγνώρισε το πτώµα της αδικοχαµένης κόρης της και έγραψε ένα συγκινητικό γράµµα, που κυριολεκτικά ράγισε καρδιές.
Σοκ επίσης έχει προκαλέσει ο θάνατος του γνωστού σεφ Παναγιώτη Κοσκινίδη, της συζύγου του, της µητέρας και των δύο παιδιών του. Ενα στοιχείο που κάνει πιο τραγική την ιστορία του είναι το γεγονός ότι ο σεφ, λίγη ώρα πριν βρει φρικτό θάνατο από τη φωτιά, µετέδιδε live βίντεο στο Facebook µε την πυρκαγιά και λίγα λεπτά αργότερα βρέθηκαν όλοι µαζί απανθρακωµένοι.
ΜΑΖΙ ΚΑΙ ΣΤΟΝ ΘΑΝΑΤΟ
Καµένα σπίτια, δέντρα που αχνίζουν, αυτοκίνητα που έχουν λιώσει και κόσµος που ρωτάει συνέχεια για τους δικούς του ανθρώπους. Αυτή είναι η επόµενη µέρα της τραγωδίας στο Μάτι και το Κόκκινο Λιµανάκι. Κάπου εκεί βρίσκεται και µία δηµοσιογράφος από τη ∆ανία, η Camilla Slyngborg, η οποία µεταδίδει µια συγκινητική ιστορία αγάπης.
Σε ένα από τα σπίτια της περιοχής εγκλωβίστηκε ένα ηλικιωµένο ζευγάρι µαζί µε τα εγγόνια του και την νταντά τους. Η φωτιά κύκλωνε σιγά-σιγά το σπίτι και όλοι τους άρχιζαν να φεύγουν και να κατευθύνονται προς τη θάλασσα. Στο τέλος µέσα στο σπίτι έµειναν οι δύο ηλικιωµένοι, που τους βρήκε η Αστυνοµία ώρες αργότερα απανθρακωµένους. Το αξιοσηµείωτο σε αυτήν την ιστορία είναι πως η γυναίκα, ενώ µπορούσε να διαφύγει, δεν άφησε τον άντρα της µόνο του µε τις φλόγες, αλλά προτίµησε να ακολουθήσει τον σύντροφο της ζωής της και στον θάνατο.
«Έμεινα στη θάλασσα οκτώ ώρες»
Δρόμοι καμένοι, λιωμένα αυτοκίνητα από τη φωτιά, σπίτια που παραδόθηκαν στις φλόγες και έγιναν κάρβουνο, αχλή παντού. Το Μάτι, που κάποτε έσφυζε από ζωή και αποτελούσε έναν κατάφυτο παράδεισο δίπλα στη θάλασσα, μόλις λίγα χιλιόμετρα από το κέντρο της Αθήνας, πλέον μοιάζει με βομβαρδισμένο τοπίο. Κάτοικοι κάνουν λόγο για ευθύνες της κρατικής διοίκησης, της κυβέρνησης, του δημάρχου Μαραθώνα, Ηλία Ψινάκη, για αμέλειες και έλλειψη σχεδίου που οδήγησαν στον θάνατο δεκάδες συμπολίτες μας, ενώ παράλληλα εκθειάζουν το περίσσευμα ανθρωπιάς και αλληλεγγύης που επέδειξαν εθελοντές και διασώστες.
Οπως γίνεται όμως σε κάθε μεγάλη καταστροφή, έτσι και εδώ γεννήθηκαν ιστορίες που αυτοί που τις έζησαν θα τις διηγούνται για χρόνια. Οπως αυτή της Ευαγγελίας Φύτου, την οποία συναντήσαμε την επόμενη ημέρα, την ώρα που η κόρη της μάζευε τα πράγματα από το καμένο σπίτι της. Η κυρία Φύτου δεν μπορούσε να περπατήσει, όπως μας είπε, και τόνισε πως έπεσε στη θάλασσα και σώθηκε από θαύμα, καθώς δεν ήξερε μπάνιο. «Ημουν τεσσερισήμισι ώρες στη θάλασσα μέσα», μας είπε και συνέχισε: «Αρχισαν να χτυπάν τα δόντια μου, να τρέμω και πάγωνε όλο μου το σώμα. Οταν ήρθαν να με πάρουν, ήταν το χειρότερο. Μπήκα μέσα στο φουσκωτό και με χτυπούσε ο αέρας και είχα κοκαλώσει, ένιωθα πως με χτυπούσε κάποιος άνθρωπος».
Οταν τη ρωτήσαμε ποια ήταν η χειρότερη στιγμή για εκείνη, μας απάντησε κλαίγοντας πως «η φοβερότερη εικόνα που είδα ήταν όταν αντίκρισα τη μεγάλη μου κόρη. Είχε πρησμένα τα μάτια της, ήταν σαν τυφλή, φορούσε από τη μέση και κάτω μία πετσέτα και από τη μέση και πάνω μία μπλούζα ξένη, ενώ είχε φόρεμα όταν πέσαμε στη θάλασσα, και μου λέει “μαμάμαμά, είμαι πνιγμένη, με μάζεψαν από το πέλαγος οι ψαράδες”. Δεν με έβλεπε, γιατί τα μάτια της ήταν κλειστά». Παρόμοια είναι και η ιστορία του Κωνσταντίνου Τριανταφυλλίδη, οικονομολόγου και κατοίκου της περιοχής, του οποίου το σπίτι και το αμάξι καταστράφηκαν ολοσχερώς.
«Η κατάσταση ήταν πολύ δύσκολη, όλα έγιναν πολύ γρήγορα, καίγονταν τα πάντα και υπήρχαν νεκροί παντού. Σκέφτηκα πως θα πεθάνω και εγώ, πως ήρθε το τέλος», μας είπε και συνέχισε: «Εγώ έμεινα στη θάλασσα επτά ώρες. Μετά τις πρώτες τρεις ή τέσσερις ώρες, είδαμε τα πρώτα φώτα από τις βάρκες, αλλά και αυτοί δεν πλησίαζαν, φοβόντουσαν. Εγώ έφτασα στη Ραφήνα έπειτα από οκτώ ώρες», μας είπε έξω από το καμένο σπίτι του. Χωρίς σπίτι και αυτοκίνητο έμεινε και ο Ντριτσίμ Ελμασιλάρι, που στα 52 του χρόνια έζησε τη φρίκη της πύρινης λαίλαπας να τον καταδιώκει.
«Είδα από την τηλεόραση για τη φωτιά και βγήκα αμέσως έξω. Είχε φτάσει ήδη στην αυλή μας», μας είπε και συνέχισε: «Εκείνη τη στιγμή έτρεξα με τη γυναίκα μου προς το αμάξι. Το μόνο που είχαμε μαζί μας ήταν τα διαβατήριά μας. Τρέχαμε και πίσω μάς καταδίωκε η φωτιά. Φτάσαμε στην παραλία κοντά στη Λεωφόρο Ποσειδώνος. Η φωτιά έγλειφε το αυτοκίνητο. Γκάζωσα και το έριξα σε μία μάντρα για να βγούμε έξω και να ξεκινήσουμε να τρέχουμε προς τη θάλασσα». Τον κύριο Ντριτσίμ τον συναντήσαμε στο κλειστό γυμναστήριο της Ραφήνας, όπου είχε πάει για ύπνο.
Εκεί μας είπε πως έμεινε για πάνω από οκτώ ώρες στη θάλασσα. «Εζησα γιατί είχα βγάλει την μπλούζα μου και την έβρεχα μέσα στη θάλασσα και την έβαζα μετά πάνω από το πρόσωπο για να ανασάνω. Το ίδιο έκανε και η γυναίκα μου». Η σύζυγός του από το δίπλα κρεβάτι μάς δείχνει τις πληγές στο γόνατό της από τους αχινούς και τα αγκάθια που αναγκάστηκε να πατήσει για να επιβιώσει. «Μείναμε ζωντανοί γιατί έπρεπε να ξαναδούμε το παιδί μας. Αυτό μας κράτησε ζωντανούς. Ευτυχώς, ζει», μας είπε.
«Αν γυρνούσα θα ήμουν νεκρή»
Στο Κόκκινο Λιμανάκι και ειδικότερα στο κάμπινγκ της περιοχής συναντήσαμε τον Γιάννη Ντανά, ο οποίος έβλεπε το τροχόσπιτό του με τον κήπο και την ψησταριά να έχει γίνει στάχτη. Μόνο το σασί είχε μείνει. Οπως μας διηγήθηκε ο κ. Ντανάς, «εγώ δεν ήμουν εκείνη την ώρα εδώ, ήμουν στο Σισμανόγλειο, όπου δουλεύω ως νοσηλευτής. Εδώ όμως ήταν η κόρη μου, που είναι 21 χρόνων. Με το που είδε η κόρη μου τον καπνό, με πήρε τηλέφωνο και μου είπε “τι να κάνω για να βγω από εδώ;”, και την κατηύθυνα με οδηγίες σε ασφαλές σημείο.
Δίναμε ο ένας στον άλλον κουράγιο μέσα από το τηλέφωνο. Ευτυχώς που το κορίτσι δεν πανικοβλήθηκε, γιατί, σε ένα σημείο να κολλούσε, θα ήταν νεκρή». Ο κ. Ντανάς αναφέρθηκε κατά τη διάρκεια της συζήτησής μας και στην κατάσταση που επικρατούσε εκείνη τη μέρα στο νοσοκομείο όπου δούλευε ως νοσηλευτής και έφερναν τους νεκρούς.
«Είχα μεγάλη αγωνία για να βγει το παιδί μου ζωντανό από αυτή την κόλαση, αλλά μετά ξεκίνησε η δεύτερη πράξη του δράματος. Μας τους έφερναν όλους καμένους, σε φρικτή κατάσταση. Ηταν άσχημη νύχτα», κατέληξε. Αφήνοντας το Κόκκινο Λιμανάκι και κατηφορίζοντας προς το Μάτι, συναντήσαμε τη 19χρονη Λυδία Γερακάκη, που ήταν μαζί με την οικογένειά της και εκείνη τη στιγμή έσωσαν ένα γατάκι με καμένα πόδια και το πήγαιναν σε μία φιλοζωική οργάνωση, από τις πολλές που υπήρχαν στην περιοχή.
Η φωτιά βρήκε τη Λυδία μέσα στο σπίτι. «Ημασταν σε έναν πανικό, δεν βρίσκαμε κλειδιά για να μπούμε στο αμάξι» μας είπε και συνέχισε: «Δεν ήξερα πού πάω και έπαθα λάστιχο. Κατευθύνθηκα προς το Ζούμπερι μόνο με τη ζάντα. Φοβόμουν, δεν μπορούσα να κρατήσω το τιμόνι, όμως μόνο μπροστά μπορούσα να πάω.
Σκεφτόμουν να μην πανικοβληθώ και πως έχω τη γιαγιά μου και δεν μπορώ να την αφήσω». Στους δρόμους εκείνη την ημέρα, όπως μας είπε, «υπήρχε ένα χάος. Δεν υπήρχε συντονισμός από κανέναν. Οσο πήγαινα εγώ προς το Ζούμπερι, έβλεπα αμάξια που μου έλεγαν να γυρίσω πίσω. Αν γυρνούσα, θα ήμουν νεκρή. Ετσι πιστεύω ότι παγιδεύτηκαν και πολλοί οδηγοί», κατέληξε.
Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα ΠΑΡΑΠΟΛΙΤΙΚΑ, Σάββατο 28 Ιουλίου 2018