Ονόµατα εταιρειών µέσω των οποίων παραδίδονταν οι µίζες στην Ελλάδα για υποθέσεις προµηθειών του υπουργείου Αµυνας, οι οποίες στοίχιζαν εκατοµµύρια ευρώ, έχει παραδώσει, σύµφωνα µε πληροφορίες, το πρώην µεγαλοστέλεχος της Τhales, Μισέλ Ζοσεράν, στην πολυήµερη κατάθεσή του στο Παρίσι το 2005.

Την επιβεβαίωσε ύστερα από κλήση της Εισαγγελίας κατά της ∆ιαφθοράς στη Γαλλία και τον Σεπτέµβριο του 2016. Η πολυαναµενόµενη συνάντησή του µε Ελληνες δικαστές και εισαγγελείς θα δώσει τώρα νέα διάσταση στην πορεία του «µαύρου» χρήµατος, αφού µε την παράδοση του συνόλου της απολογίας του, που πραγµατοποιήθηκε πριν από 13 χρόνια, θα φωτιστούν λεπτοµέρειες για λογαριασµούς, οι οποίοι µετέφεραν το «µαύρο» χρήµα προς τη χώρα µας, για να φυγαδευτεί στη συνέχεια σε ελβετικές τράπεζες.

Στοιχεία για δύο ανώτερα πολιτικά πρόσωπα και µίζες ύψους 18 εκατ. ευρώ για την ανάθεση του C4I στην αµερικανική εταιρεία SAIC µε υπεργολάβο τη Siemens φέρεται να εισφέρει µυστηριώδης µάρτυρας, ο οποίος µπορεί να αλλάξει τα δεδοµένα στην ανάκριση για το C4I που διενεργείται από τον ειδικό εφέτη ανακριτή, ∆. Ορφανίδη.

Με βάση τα στοιχεία αυτά, έχουν κατονοµαστεί ως υπεύθυνοι για τη µείωση της περιουσίας του ελληνικού ∆ηµοσίου δύο µέλη της κυβέρνησης και του ΚΥΣΕΑ που έκαναν την επίµαχη ανάθεση για το C4I το 2003.

Το κρίσιµο αυτό πρόσωπο, που, σύµφωνα µε πληροφορίες, εµφανίστηκε αυτοβούλως στις 5 Νοεµβρίου, φέρεται να γνωρίζει πολλά για τις προμήθειες του υπουργείου Αμυνας, αφού και το ίδιο είχε υπηρετήσει σε αυτό έως τα μέσα της δεκαετίας του 2000. Εχει, δηλαδή, άριστη γνώση του τρόπου με τον οποίον λειτουργούσαν οι συμβάσεις με τα αντισταθμιστικά οφέλη, μέσω των οποίων διακινούνταν πολλές φορές οι μίζες στο υπουργείο Αμυνας.

Σε σχέση με το C4I, που κόστισε τελικά 255 εκατ. ευρώ στο ελληνικό Δημόσιο, από τα οποία τα 98 εκατομμύρια διαχειρίστηκε η γερμανική Siemens ως υπεργολάβος, ο υπολογισμός για το σύνολο των μιζών που διακινήθηκαν καταλήγει στα 18 εκατ. ευρώ. Μάλιστα, το 2006 μεταφέρθηκε η αρμοδιότητα του συστήματος ασφαλείας από το υπουργείο Αμυνας στο υπουργείο Δημόσιας Τάξης.

Ως υπεύθυνοι για τη μη αποτροπή της ζημιάς σε βάρος του ελληνικού Δημοσίου περιγράφονται ένας πρώην υπουργός ήδη εμπλεκόμενος σε μίζες εξοπλιστικών, αλλά και άλλος ανώτατος πολιτικός παράγων. Είναι αυτές οι αναφορές που οδήγησαν τη δικογραφία στη Βουλή.  

ΒΟΥΛΕΥΜΑ

Η παράλληλη διερεύνηση της ανάθεσης του C4I με το πολυσυζητημένο βούλευμα του 2017 για την υλοποίηση της σύμβασης και τη δίκη που έχει ήδη αρχίσει, δημιουργεί σύγχυση σε δικαστές και εισαγγελείς, αφού εμφανίζονται δύο κέντρα να διακινούν μίζες. Ταυτόχρονα παραμένουν γκρίζες ζώνες σε σχέση με το πρώτο στάδιο του διαγωνισμού, στο οποίο, ενώ υπογράφει το ελληνικό Δημόσιο, ο αντιπρόσωπος της SAIC στη χώρα μας, Γ. Τερπεκλής, φαίνεται να έχει εισπράξει και με δική του ομολογία προμήθεια 6,5 εκατ. ευρώ, πριν μάλιστα παραδοθεί το έργο.

Οταν εκλήθη από τον εισαγγελέα Παναγιώτη Αθανασίου, το 2008, στην προκαταρκτική για τη Siemens να δικαιολογήσει πού τα ξόδεψε, προσκόμισε τιμολόγια που έδειχναν ότι σπατάλησε το συγκεκριμένο υπέρογκο ποσό σε ποτά και άλλες διασκεδάσεις. Το σκοτεινό αυτό σημείο ουδέποτε διερευνήθηκε από την ελληνική Δικαιοσύνη και κυρίως αν τα τιμολόγια ανταποκρίνονται σε πραγματικές δαπάνες, αν δηλαδή δεν διοχετεύθηκαν χρήματα και σε άγνωστους τρίτους.  

ΣΥΜΒΑΣΕΙΣ  

Το βούλευμα, το οποίο παραπέμπει 18 πρόσωπα -Αμερικανούς, Γερμανούς και Ελληνες- για την παραλαβή του C4I από την χώρα μας, περιγράφει με τον πλέον ανατριχιαστικό τρόπο πώς την ώρα που το ελληνικό Δημόσιο κατέβαλε εκατομμύρια ευρώ, οι εταιρείες, οι οποίες είχαν αναλάβει την παράδοση του έργου, δεν υλοποίησαν τις συμβατικές τους υποχρεώσεις να παραδώσουν το έργο «με το κλειδί στο χέρι» (Turn Key Solution), όπως είχαν υποσχεθεί. «Η βασικότερη απαίτηση που είχε οριστεί στη σύμβαση», αναφέρεται στο βούλευμα στη σελίδα 30, ήταν να παραδοθεί το έργο έτοιμο για πλήρη επιχειρησιακή δράση, και μάλιστα σε 12 μήνες.

Το έργο παραδόθηκε 4 χρόνια μετά τους Ολυμπιακούς Αγώνες, χωρίς να τηρηθούν δηλαδή οι στοιχειώδεις συμβατικές υποχρεώσεις των προμηθευτών, αφού στη συνέχεια εμφανίστηκαν κακοτεχνίες, αδυναμίες συντονισμού με άλλα συστήματα ασφαλείας κ.α.      

Η «γκρίζα» απόδραση του Ζαν-Κλοντ Όσβαλντ

Τη σύγχυση για τη «μαύρη» πορεία του χρήματος από τα σκάνδαλα της Siemens και των εξοπλιστικών, την περασμένη εβδομάδα, επέτεινε η απόδραση του ανθρώπου που εμφανίζεται ως ο κατεξοχήν υπεύθυνος για τη διακίνηση των μιζών, παρότι ο ίδιος αρνήθηκε να αποκαλύψει τους επώνυμους πελάτες του, στους οποίους συμπεριλαμβάνονταν και πολιτικά πρόσωπα. Πρόκειται για τον Γαλλοελβετό τραπεζίτη, Ζαν-Κλοντ Οσβαλντ, ο οποίος από τα τέλη του 2016 κρατούνταν με βραχιολάκι και σε κατ’ οίκον περιορισμό σε διαμέρισμα στα Ιλίσια.

Σαν κεραυνός εν αιθρία έπεσε η είδηση ότι ο τραπεζίτης, λίγη ώρα μετά την επιστροφή του από τη δίκη της Siemens, έσπασε το βραχιολάκι και κατεβαίνοντας από το διαμέρισμα, ένα δυάρι όπου είχε περιοριστεί τον τελευταίο ενάμιση χρόνο, κατευθύνθηκε προς άγνωστο προορισμό. Σύμφωνα με πρόσωπο, που επικοινώνησε μαζί του μετά την απόδρασή του, εκείνος δήλωσε ότι «δεν αντέχω άλλο την απομόνωση και την απόσταση από την οικογένειά μου».

Κι όμως, το τελευταίο διάστημα ο τραπεζίτης πολλές φορές είχε αφεθεί από τους αστυνομικούς, που τον μετέφεραν και με μηχανές πολλές φορές, λόγω έλλειψης περιπολικών, στις δίκες της Siemens και των εξοπλιστικών στο Εφετείο της Αθήνας, να πιει έναν καφέ μόνος του, ενώ, όταν οι αστυνομικοί δεν μπορούσαν να παρκάρουν κοντά, τον άφηναν να μπει στη δικαστική αίθουσα του κτιρίου του Εφετείου με τα πόδια και όχι με συνοδεία.

Ο Γαλλοελβετός τραπεζίτης, με τον επίσης τραπεζίτη και πρώην συνεργάτη του, Φάνη Λυγινό, ο οποίος διαμένει στη Γενεύη και διαφεύγει της σύλληψης, είχε εντελώς διαφορετική μεταχείριση από τον νομικό Σπύρο Μεταξά, ο οποίος κατηγορείται για διακίνηση μιζών στο σκάνδαλο των υποβρυχίων. Ο τελευταίος απολογήθηκε το 2014 και δεν του επιβλήθηκε ποτέ ούτε καν απαγόρευση εξόδου.

Οι τρεις, σύμφωνα με τα κατηγορητήρια του Α’ Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων, εμφανίζονται να διακίνησαν εκατομμύρια ευρώ, με βαλίτσες, εμβάσματα και συμψηφιστικές καταγραφές σε λογαριασμούς, καθώς ο πρώην διευθυντής Εξοπλισμών, Αντώνης Κάντας, σε πολυήμερη απολογία του έχει περιγράψει σκηνές απείρου κάλλους να διαδραματίζονται πριν από περίπου 15 χρόνια σε μια ανυποψίαστη Ελλάδα, πολύ πριν μπει στο Μνημόνιο.

Η λίστα Οσβαλντ, η οποία αποκαλύφθηκε το 2008, έδειξε ότι οι πελάτες του (Μαυρίδης, Ευσταθίου) είναι βασικοί κατηγορούμενοι σε σκάνδαλα εκατομμυρίων ευρώ, ενώ η παρουσία στη λίστα του πρώην επικεφαλής της διεύθυνσης Εξοπλισμών, Αντώνη Κάντα, άνοιξε και πολλές δικογραφίες σκανδάλων εξοπλιστικών, οι οποίες έδειξαν ένα απίστευτο πάρτι με μίζες, με θύμα τα ελληνικά δημόσια ταμεία.

Ο Ζαν-Κλοντ Οσβαλντ εμφανίζεται να εμπλέκεται στις προμήθειες των υποβρυχίων (προτάθηκε η ενοχή του), των αυτοκινούμενων πυροβόλων από τη γερμανική εταιρεία Wegmann, των ιπτάμενων ραντάρ από την Ericsson, αλλά και του ρωσικού αντιαεροπορικού συστήματος OSA-ΑΜΚ. Οταν το 2015 συνελήφθη σε χώρο τράνζιτ του αεροδρομίου του Αμπου Ντάμπι και εμφανίστηκε ενώπιον του ανακριτή Νίκου Τσιρώνη, ρωτήθηκε επανειλημμένα για τους υψηλούς πελάτες του, αφού ήταν κοινό μυστικό ότι πολλοί από αυτούς είχαν καταλάβει στο παρελθόν υψηλά αξιώματα της Πολιτείας.

Πληροφορίες αναφέρουν ότι στο περιθώριο της ανάκρισης, έξω από το γραφείο του κ. Τσιρώνη ακούστηκαν ονόματα επιχειρηματιών, δημοσιογράφων και πολιτικών, χωρίς όμως αυτά τα ονόματα να τα επαναλάβει στην επίσημη απολογία του. Σοκάρει η ομολογία του, πάντως, ενώπιον του κ. Τσιρώνη, ότι «οι ελληνικές μίζες κράτησαν όρθιες τις ελβετικές τράπεζες».

Σοκάρει και το σύστημα που περιέγραψε πώς δεχόταν τις μίζες ως μετρητά στη χώρα μας, πώς τα διοχέτευε στον λογαριασμό της εταιρείας Martha Ηoldings του Πρόδρομου Μαυρίδη, βασικού κατηγορουμένου της Siemens και πώς στη συνέχεια πιστώνονταν σε άλλον λογαριασμό του κ. Κάντα, στην Ελβετία.

Παρότι ήταν κοινό μυστικό ότι εκείνος και ο συνεργάτης του, Φάνης Λυγινός, είχαν πελάτες και πολιτικούς πρώτης γραμμής, εκείνος σε όλες τις απολογίες του και ενώπιον του ανακριτή Γαβριήλ Μαλλή υποστήριξε ότι «δεν έχω καμία εμπλοκή σε καμία δωροδοκία σε σχέση με τα εξοπλιστικά προγράμματα». Για το άλλον κατηγορούμενο πελάτη του, Παναγιώτη Ευσταθίου, ο οποίος διέθετε λογαριασμό συνδεδεμένο με 20 άτομα-συνεργάτες του, που επίσης διώκονται για δωροδοκίες στα εξοπλιστικά, δήλωσε αορίστως: «Ετσι λειτουργούσε τότε το σύστημα της Ελβετίας. Σήμερα αυτές οι συναλλαγές δεν θα γίνονταν γνωστές».

Ο Ζαν-Κλοντ Οσβαλντ σήμερα είναι ακόμα άφαντος, αλλά «γκρίζες» ζώνες των συνθηκών απόδρασής του παραμένουν ο χρόνος που ειδοποιήθηκε η Ελληνική Αστυνομία από την εταιρεία σεκιούριτι που είναι ανάδοχος για το βραχιολάκι, αλλά και ποιοι τον φυγάδευσαν από το δυάρι στα Ιλίσια και, κυρίως, αν το σχέδιο απόδρασης είχε ως εγκεφάλους τους άλλοτε υψηλούς πελάτες του, που έχουν συμφέρον να μην αποκαλυφθούν ποτέ τα ονόματά τους, κάτι που εκείνος τήρησε απόλυτα τα χρόνια που παρέμεινε στη χώρα μας μετά τη σύλληψή του.