Η επέτειος της συμπληρώσεως 91 ετών από την υπογραφή της Συνθήκης της Λωζάνης
Του Λεωνίδα Σ. Μπλαβέρη
Συμπληρώθηκαν 91 χρόνια από την ημέρα της υπογραφής της Συνθήκης Ειρήνης της Λωζάνης, η οποία από την ημέρα της υπογραφής της ως σήμερα αποτελεί το βασικό «εργαλείο» καθορισμού των συνόρων Ελλάδος και Τουρκίας.
Η συνθήκη Ειρήνης της Λωζάνης υπογράφτηκε στις 24 Ιουλίου 1923, στην ομώνυμη ελβετική πόλη, από την Ελλάδα, την Τουρκία και τις άλλες χώρες που πολέμησαν στον Α Παγκόσμιο Πόλεμο και συμμετείχαν στη Συνθήκη των Σερβών, συμπεραλαμβανομένης και της Σοβιετικής Ενώσεως, που δεν συμμετέσχε στη συνθήκη των Σεβρών. Η Συνθήκη της Λωζάνης έθεσε τα όρια της σύγχρονης Τουρκίας και ένα τέλος στην εμπόλεμη κατάσταση μεταξύ Ελλάδος και Τουρκίας ως αποτέλεσμα του τριετούς (1919-1922) μεταξύ τους πολέμου στη Μικρά Ασία, που κατέληξε στη Μικρασιατική καταστροφή του άλλοτε ακμάζοντος εκεί Ελληνισμού.
Με τη Συνθήκη αυτή αναθεωρήθηκε η Συνθήκη των Σεβρών (1919) και καθορίστηκαν τα όρια μεταξύ Ελλάδος και Τουρκίας, που είναι αυτά που ισχύουν σήμερα. Αναγνωρίστηκε επίσης η ελληνική κυριαρχία στα νησιά του Αιγαίου Λήμνο, Λέσβο, Χίο, Σάμο και Ικαρία και η τουρκική στα νησιά Ίμβρο και Τένεδο. Συμφωνήθηκε ακόμη η ανταλλαγή των πληθυσμών, η οποία και πραγματοποιήθηκε το ίδιο έτος (1923). Επίσης, με το άρθρο 20 της Συνθήκης, η Τουρκία αναγνωρίζει την προσάρτηση της Κύπρου στην Αγγλία και παραιτείται από κάθε δικαίωμα της στην Κύπρο.
Με τη Συνθήκη της Λωζάνης καταργήθηκε η αντίστοιχη των Σεβρών που δεν είχε γίνει αποδεκτή από την νέα τουρκική κυβέρνηση της Τουρκίας που διαδέχθηκε την Οθωμανική του Σουλτάνου στην Κωνσταντινούπολη. Οι εργασίες της Συνθήκης της Λωζάνης ξεκίνησε στις 20 Οκτωβρίου 1922 και διακόπηκε μετά από έντονες διαμάχες στις 4 Φεβρουαρίου 1923 για να ξαναρχίσει στις 23 Απριλίου, για να υπογραφεί το τελικό κείμενο της συνθήκης στις 24 Ιουλίου 1923, έπειτα από 7,5 μήνες διαβουλεύσεων και συζητήσεων.
Βάσει των όρων της Συνθήκης η Τουρκία ανέκτησε την Ανατολική Θράκη, την Ίμβρο και την Τένεδο, μια λωρίδα γης κατά μήκος των συνόρων με τη Συρία, την περιοχή της Σμύρνης και της Διεθνοποιημένης Ζώνης των Στενών η οποία όμως θα έμενε αποστρατικοποιημένη και αντικείμενο νέας διεθνούς διασκέψεως. Από την πλευρά της η Τουρκία παραχώρησε στην Ιταλία τα Δωδεκάνησα, όπως προέβλεπε και η συνθήκη των Σεβρών, αλλά χωρίς πρόβλεψη για δυνατότητα αυτοδιαθέσεως. Ανέκτησε πλήρη κυριαρχικά δικαιώματα σε όλη της την επικράτεια και απέκτησε δικαιώματα στρατιωτικών εγκαταστάσεων σε όλη την επικράτειά της εκτός της ζώνης των στενών.
Από την πλευρά της η Ελλάδα υποχρεώθηκε να πληρώσει σε είδος, καθώς δεν είχε χρήματα σε ρευστό, τις πολεμικές επανορθώσεις. Η αποπληρωμή αυτή έγινε με επέκταση των τουρκικών εδαφών της Ανατολικής Θράκης πέρα από τα όρια της
συμφωνίας. Τα νησιά Ίμβρος και Τένεδος παραχωρήθηκαν στην Τουρκία με τον όρο ότι θα διοικούνταν με ευνοϊκούς όρους για τους Έλληνες, ενώ ο Οικουμενικός Πατριάρχης απώλεσε την ιδιότητα του Εθνάρχου και το Πατριαρχείο τέθηκε υπό ειδικό διεθνές νομικό καθεστώς. Σε αντάλλαγμα, η ’γκυρα παραιτήθηκε από όλες τις διεκδικήσεις για τις παλιές περιοχές της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας εκτός των συνόρων της και εγγυήθηκε τα δικαιώματα των μειονοτήτων στην Τουρκία. Επίσης με άλλη διμερή συμφωνία Ελλάδος Τουρκίας αποφασίστηκε η υποχρεωτική ανταλλαγή πληθυσμών από τις δύο χώρες και η αποστρατικοποίηση κάποιων νησιών του Αιγαίου.
Αξίζει να σημειωθεί ότι μεταξύ των προς ανταλλαγή πληθυσμών περιελαμβάνονταν και οι Έλληνες του Πόντου, αλλά και τουρκόφωνοι Έλληνες, όπως π.χ. τουρκόφωνοι Πόντιοι, καθώς και ελληνόφωνοι μουσουλμάνοι, όπως οι Βαλαάδες της Δυτικής Μακεδονίας, ενώ μαζί με τους Έλληνες, ήλθαν στην Ελλάδα και αριθμός Αρμενίων και Συροχαλδαίων. Εξαιρέθηκαν από την ανταλλαγή οι Έλληνες κάτοικοι της νομαρχίας της Κωνσταντινουπόλεως (οι 125.000 μόνιμοι κάτοικοι της Κωνσταντινούπολης, των Πριγκηπονήσων και των περιχώρων, οι οποίοι ήταν εγκατεστημένοι πριν από τις 30 Οκτωβρίου 1918 και οι 6.000 κάτοικοι της Ίμβρου και Τενέδου, ενώ στην Ελλάδα παρέμειναν 110.000 Μουσουλμάνοι της Δυτικής Θράκης.
Λ.Σ.Μ.