Της Σοφίας Σπίγγου 

Μια πολύμηνη ερευνα που διενεργήθηκε από την υπηρεσία εσωτερικών υποθέσεων της ΕΛ.ΑΣ. επειτα από ανώνυμες καταγγελιες οδήγησε στη διαταγή προκαταρκτικής εξέτασης και την άσκηση ποινικής δίωξης για τις πράξεις της σύστασης και διεύθυνσης εγκληματικής οργάνωσης, της διακίνησης λαθρομεταναστών από κερδοσκοπία και της ενεργητικής και παθητικής δωροδοκίας. Οκτώ είναι συνολικά οι εμπλεκόμενοι, στους οποίους συμπεριλαμβάνονται ένα στέλεχος της ΕΥΠ, ένας αξιωματικός της ΕΛΑΣ, που υπηρετούσε μέχρι πρότινος στη Διεύθυνση Αλλοδαπών, δικηγόρος, αλλά και αλλοδαποί υπήκοοι. 

Ειδικότερα, σύμφωνα με τις διωκτικές αρχές οι συγκεκριμένοι άνθρωποι αποτελούσαν ένα κύκλωμα που, εκμεταλλευόμενο την πρόσβαση στον κρατικό μηχανισμό και τις θέσεις των μελών του σε αυτόν, διακινούσε για μεγάλο χρονικό διάστημα, μεγάλο αριθμό λαθρομεταναστών προς και από την χώρα μας, αποκομίζοντας τεράστια κέρδη. Η  δικογραφία προέκυψε απο... συνένωση μίας παλαιότερης δικογραφίας από το έτος 2013 και κάποιων ανώνυμων καταγγελιών περί της ύπαρξης κυκλώματος. 

Μάλιστα, για τη διεξαγωγή της έρευνας απαιτήθηκε η παρακολούθηση τηλεφώνων και η καταγραφή συνομιλιών, τόσο κατά το έτος 2013 όσο και το 2015. Η υπόθεση απασχόλησε τον τύπο και κατά την διάρκεια της προκαταρκτικής, με δημοσιεύματα, οι συντάκτες των οποίων κλήθηκαν και κατέθεσαν ενώπιον των αστυνομικών αρχών.

Η υπεράσπιση των κατηγορουμένων κάνει λόγο για μία «στημένη» υπόθεση, προκειμένου να εξυπηρετηθούν προσωπικές έχθρες και υπηρεσιακές έριδες, με άρωμα έντονα πολιτικό και ουσιαστικά χωρίς αποδεικτικά στοιχεία ικανά να στηρίξουν την κατηγορία. Ενδεικτικά αναφέρουν ότι, σχετικά με την βασική κατηγορία που είναι η σύσταση εγκληματικής οργάνωσης για την μεταφορά λαθρομεταναστών, η υπηρεσία που διενέργησε την έρευνα το έτος 2013 αναφέρει στο πόρισμα της ότι δεν προέκυψε η ύπαρξη τέτοιου κυκλώματος με σκοπό την τέλεση τέτοιων πράξεων. 

Το δεύτερο σκέλος της υπόθεσης είναι οι δωροδοκίες που φέρονται να βαραίνουν τον αξιωματικό της ΕΛΑΣ και κάποιους συνεργούς τους. Ο συγκεκριμένος υπηρετούσε για χρόνια στην Διεύθυνση Αλλοδαπών, ενώ ηταν αρμόδιος για την χορήγηση αδειών σε αλλοδαπούς προκειμένου να αποχωρήσουν οικειοθελώς από την χώρα. Σύμφωνα με το κατηγορητήριο, ο αξιωματικός, μέσω αλλοδαπών φίλων του, οι οποίοι εντόπιζαν αλλοδαπούς, κρατούμενους με βάση το νόμο περί λαθρομετανάστευσης, οι οποίοι ήταν πρόθυμοι να πληρώσουν το συμφωνημένο τίμημα, έδινε οδηγίες για τα αναγκαία έγγραφα που έπρεπε να προσκομιστούν και στη συνέχεια αφού τους άφηνε ελεύθερους χορηγώντας την σχετική άδεια, εισέπραττε τα χρήματα που κυμαίνονταν περίπου στα 1.500 ευρώ.

Το ενδιαφέρον όμως της υπόθεσης συγκεντρώνεται σε συνομιλίες που έχουν καταγραφεί ανάμεσα στον αξιωματικό της ΕΛΑΣ και τρίτο πρόσωπο και αφορούν τα εσωκομματικά του κυβερνώντος κόμματος, την πολιτική ηγεσία του Υφυπουργείου και τις κρίσεις των αξιωματικών.

Η υπόθεση βρισκεται στα χέρια του  ανακριτή κατά της Διαφθοράς Κωνσταντίνου Σαργιώτη που θα ολοκληρώσει τις απολογίες των κατηγορουμένων. Τέλος, αξίζει να σημειωθεί, οτι εκκρεμεί η εκτέλεση τουλάχιστον δύο ενταλμάτων σύλληψης, ενώ ένα ακόμα σκέλος της υπόθεσης βρίσκεται υπό διερεύνηση στην Εισαγγελία κατά της Διαφθοράς.