Στις 22 Ιανουαρίου/3 Φεβρουαρίου 1830 (με το Γρηγοριανό ημερολόγιο της εποχής) η Διάσκεψη του Λονδίνου διακήρυξε την πολιτική ανεξαρτησία της Ελλάδας, πράξη η οποία σήμαινε τη διεθνή αναγνώριση του ελληνικού κράτους και κατά συνέπεια την ίδρυση και την ύπαρξή του στη διεθνή κοινότητα.

Ήταν η πρώτη επίσημη, διεθνής διπλωματική πράξη που αναγνώριζε την Ελλάδα ως κυρίαρχο και ανεξάρτητο κράτος, το οποίο θα επεκτεινόταν νότια της συνοριακής γραμμής που όριζαν οι ποταμοί Αχελώος και Σπερχειός. 

Η ρύθμιση αυτή άφηνε έξω από την ελληνική επικράτεια σημαντικό τμήμα της δυτικής Στερεάς Ελλάδας το οποίο βρισκόταν υπό ελληνικό έλεγχο και κατοικούνταν από ελληνικούς πληθυσμούς.

Αυτό έγινε για δύο, κυρίως, λόγους: αφενός για να πειστεί η Οθωμανική αυτοκρατορία να αποδεχτεί την ελληνική ανεξαρτησία και αφετέρου γιατί η Μεγάλη Βρετανία δεν επιθυμούσε το νέο ελληνικό κράτος να έχει άμεση γεωγραφική επαφή με τα αγγλοκρατούμενα, τότε, Επτάνησα.

 Το άρθρο 1 του Πρωτοκόλλου όριζε: «H Ελλάς θέλει σχηματίσει έν Κράτος ανεξάρτητον, και θέλει χαίρει όλα τα δίκαια, πολιτικά, διοικητικά και εμπορικά, τα προσπεφυκότα εις εντελή ανεξαρτησίαν».

Το Πρωτόκολλο της ανεξαρτησίας υπογράφηκε από τις Αγγλία, Γαλλία και Ρωσία. Αρχικά οι τρεις αυτές δυνάμεις επέλεξαν για ηγεμόνα της Ελλάδος τον πρίγκιπα Λεοπόλδο του Σαξ Κόμπουργκ (ο οποίος έγινε αργότερα Βασιλιάς του Βελγίου), ο οποίος αρνήθηκε και έτσι κατέληξαν στον Όθωνα.