Ρίτα Γουίλσον: Το αλτσχάιμερ πήρε τη μαμά μου - Ήταν πρότυπο δύναμης και αντοχής - Η συγκινητική ιστορία με ρίζες στον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο
«Της έλεγα, μαμά, όλοι ξεχνούν πού και πού. Μετά άρχισε να πέφτει κάτω, αλλά σκεφτήκαμε, εντάξει, είναι ηλικιωμένη και δικαιολογείται»
Τη μνήμη της μητέρας της, την οποία έχασε πριν από οκτώ χρόνια από τη νόσο του Αλτσχάιμερ, τίμησε μέσα από μια συγκινητική ανάρτηση η Rita Wilson.
Για την ακρίβεια στο facebook έγραψε: «Να δώσουμε ένα τέλος στο Αλτσχάιμερ. Αυτή η πάθηση πήρε τη μαμά μου και έχει επηρεάσει τις ζωές εκατομμύρια άλλων. Έξι εκατομμύρια άτομα υποφέρουν αυτή τη στιγμή από Αλτσχάιμερ. Ελπίζω να το διαδώσετε και να βοηθήσετε να το νικήσουμε για πάντα».
Σύμφωνα με τον ιστότοπο marieclaire.gr, η μητέρα της, Dorothy, γεννήθηκε στη Νέα Υόρκη, από Έλληνες μετανάστες. Ένα καλοκαίρι, παιδί ακόμα, η Dorothy πήγε για διακοπές με την οικογένειά της στον τόπο καταγωγής τους, το χωριό Σωτήρα, στα σύνορα με Αλβανία. Στη διάρκεια εκείνου του ταξιδιού, πέθανε ο πατέρας της. Η μητέρα της -που αργότερα θα γινόταν η γιαγιά της Rita- τότε είχε τέσσερα παιδιά κάτω των δέκα ετών, οπότε αποφάσισε να εγκατασταθεί εκεί.
Μετά το τέλος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου και με το ξέσπασμα του Εμφυλίου, η οικογένεια σχεδίαζε να ξαναφύγει για Αμερική. Η μητέρα της Dorothy ήρθε σε επαφή με ανθρώπους που θα τους βοηθούσαν να δραπετεύσουν. Η ίδια η Dorothy, 19 ετών τότε, προσφέρθηκε να παραλάβει ένα γράμμα με οδηγίες και να το μεταφέρει στη μητέρα της. Για να φέρει σε πέρας την αποστολή της, χρειάστηκε να διασχίσει τα βουνά της περιοχής ολομόναχη, μέσα στο σκοτάδι της νύχτας.
Χάρη στη γενναία Dorothy, η οικογένεια κατάφερε τελικά να επιστρέψει, μετά από πολλές δυσκολίες, στη Νέα Υόρκη, όπου η 19χρονη έπιασε δουλειά ως μοδίστρα σε μια βιοτεχνία. Στις ΗΠΑ συνάντησε τον Hassan Ibrahimoff, μετανάστη από τη Βουλγαρία, με τον οποίο παντρεύτηκαν και απέκτησαν, το 1956, την κόρη τους Margarita (Rita) Ibrahimoff. Τέσσερα χρόνια αργότερα, άλλαξαν το επώνυμό τους σε Wilson.
Πολλά χρόνια μετά, η Wilson ταξίδεψε με τη μαμά της στο χωριό καταγωγής τους. «Η μητέρα μου είχε φοβερό άγχος για την επιστροφή της γιατί νόμιζε ότι θα την έβρισκαν οι Κομμουνιστές. Είχαν αφήσει τα πάντα πίσω τους: τα ρούχα τους, τα έπιπλά τους. Η μητέρα μου μού έλεγε ότι είχε εφιάλτες πως οι Κομμουνιστές τη συλλάμβαναν και δεν την άφηναν ποτέ να φύγει», έχει πει η Rita.
Η Dorothy ήταν «χρυσοχέρα», όπως θα έλεγαν στην Ελλάδα. Στα πρώτα, δύσκολα χρόνια τους στην Αμερική, έραψε όλα τα ρούχα της κόρης της, τις κουρτίνες και τα σεντόνια του σπιτιού. Έβλεπε υφάσματα σε ένα μαγαζί και μετά αντέγραφε τα σχέδιά τους στο σπίτι.
Για τη Rita, η μητέρα της ήταν πρότυπο δύναμης και αντοχής, κι αυτό τη δυσκόλεψε ακόμα περισσότερο όταν άρχισε να τη βλέπει να βυθίζεται στη νόσο του Αλτσχάιμερ, εκδηλώνοντας τα πρώτα συμπτώματα μετά το θάνατο του συζύγου της.
«Άρχισε να λέει ότι δεν θυμόταν πώς να πάει κάπου. Δεν μπορούσα να το πιστέψω, γιατί της άρεσε η οδήγηση και είχε συγκεκριμένες διαδρομές. Μου φάνηκε παράξενο που άρχισε να χάνει τον προσανατολισμό της», θυμάται σήμερα η Rita. «Της έλεγα, μαμά, όλοι ξεχνούν πού και πού. Μετά άρχισε να πέφτει κάτω, αλλά σκεφτήκαμε, εντάξει, είναι ηλικιωμένη και δικαιολογείται».
Αργότερα άρχισαν να μην μπορούν πλέον να αγνοούν τα σημάδια. Η Dorothy δεν θυμόταν πια πώς να πάει στο σπίτι της κόρης της και σταμάτησε να ασχολείται με δραστηριότητες που κάποτε αγαπούσε όπως το μαγείρεμα και το ράψιμο. Ξέχασε ακόμα και κοντινούς φίλους της.
Όταν τελικά ήρθε η διάγνωση, το 2010, ήταν δυσβάστακτη για τη Wilson και τα αδέρφια της. «Το να είσαι τόσο κοντά της και να τη βλέπεις να χάνεται ήταν μια διαδικασία αργού πένθους, για τη σχέση μας, για εκείνη, για την ημέρα που θα ερχόταν αναπόφευκτα στο μέλλον. Η μητέρα μου έγινε παιδί, κι εγώ γονιός. Το δυσκολότερο ήταν να τη βλέπω να μην μπορεί να είναι ο εαυτός της και να χάνει την αίσθηση του χιούμορ της».
Η Dorothy είχε πει στα παιδιά της ότι δεν θα ήθελε ποτέ να ζήσει σε ίδρυμα για ηλικιωμένους και η Rita τής είχε υποσχεθεί ότι θα την κρατούσε στο σπίτι. Προσέλαβε μια νοσηλεύτρια: «Ήμασταν αρκετά τυχεροί που είχαμε την οικονομική δυνατότητα να της προσφέρουμε επαγγελματική βοήθεια. […] Στις οικογένειες είναι συνήθως ένας αυτός που σηκώνει το φορτίο – ίσως το κοντινότερο πρόσωπο – αλλά παρακινώ όλα τα αδέρφια να φροντίζουν τους γονείς τους και να μοιράζονται το φορτίο. Γιατί είναι υπερβολικό αν δεν έχεις βοήθεια να σε ανακουφίσει. Εξαντλητικό και καταθλιπτικό».
Μετά το θάνατο της μητέρας της το 2014, η Wilson έγινε πρέσβειρα του οργανισμού Alzheimer’s Association. Χαρακτηριστικά, σε μια καμπάνια του 2017 φωτογραφήθηκε τυλιγμένη με μια κουβέρτα που είχε πλέξει η μητέρα της. «Η μητέρα μου μπορούσε να αντιγράψει ένα μοτίβο βλέποντάς το. Το Αλτσχάιμερ της έκλεψε αυτή την ικανότητα. Αλλά η μητέρα μου είναι εδώ, σε αυτές τις βελονιές».
Για την ακρίβεια στο facebook έγραψε: «Να δώσουμε ένα τέλος στο Αλτσχάιμερ. Αυτή η πάθηση πήρε τη μαμά μου και έχει επηρεάσει τις ζωές εκατομμύρια άλλων. Έξι εκατομμύρια άτομα υποφέρουν αυτή τη στιγμή από Αλτσχάιμερ. Ελπίζω να το διαδώσετε και να βοηθήσετε να το νικήσουμε για πάντα».
Δείτε την ανάρτηση
Σύμφωνα με τον ιστότοπο marieclaire.gr, η μητέρα της, Dorothy, γεννήθηκε στη Νέα Υόρκη, από Έλληνες μετανάστες. Ένα καλοκαίρι, παιδί ακόμα, η Dorothy πήγε για διακοπές με την οικογένειά της στον τόπο καταγωγής τους, το χωριό Σωτήρα, στα σύνορα με Αλβανία. Στη διάρκεια εκείνου του ταξιδιού, πέθανε ο πατέρας της. Η μητέρα της -που αργότερα θα γινόταν η γιαγιά της Rita- τότε είχε τέσσερα παιδιά κάτω των δέκα ετών, οπότε αποφάσισε να εγκατασταθεί εκεί.
Μετά το τέλος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου και με το ξέσπασμα του Εμφυλίου, η οικογένεια σχεδίαζε να ξαναφύγει για Αμερική. Η μητέρα της Dorothy ήρθε σε επαφή με ανθρώπους που θα τους βοηθούσαν να δραπετεύσουν. Η ίδια η Dorothy, 19 ετών τότε, προσφέρθηκε να παραλάβει ένα γράμμα με οδηγίες και να το μεταφέρει στη μητέρα της. Για να φέρει σε πέρας την αποστολή της, χρειάστηκε να διασχίσει τα βουνά της περιοχής ολομόναχη, μέσα στο σκοτάδι της νύχτας.
Χάρη στη γενναία Dorothy, η οικογένεια κατάφερε τελικά να επιστρέψει, μετά από πολλές δυσκολίες, στη Νέα Υόρκη, όπου η 19χρονη έπιασε δουλειά ως μοδίστρα σε μια βιοτεχνία. Στις ΗΠΑ συνάντησε τον Hassan Ibrahimoff, μετανάστη από τη Βουλγαρία, με τον οποίο παντρεύτηκαν και απέκτησαν, το 1956, την κόρη τους Margarita (Rita) Ibrahimoff. Τέσσερα χρόνια αργότερα, άλλαξαν το επώνυμό τους σε Wilson.
Πολλά χρόνια μετά, η Wilson ταξίδεψε με τη μαμά της στο χωριό καταγωγής τους. «Η μητέρα μου είχε φοβερό άγχος για την επιστροφή της γιατί νόμιζε ότι θα την έβρισκαν οι Κομμουνιστές. Είχαν αφήσει τα πάντα πίσω τους: τα ρούχα τους, τα έπιπλά τους. Η μητέρα μου μού έλεγε ότι είχε εφιάλτες πως οι Κομμουνιστές τη συλλάμβαναν και δεν την άφηναν ποτέ να φύγει», έχει πει η Rita.
Η Dorothy ήταν «χρυσοχέρα», όπως θα έλεγαν στην Ελλάδα. Στα πρώτα, δύσκολα χρόνια τους στην Αμερική, έραψε όλα τα ρούχα της κόρης της, τις κουρτίνες και τα σεντόνια του σπιτιού. Έβλεπε υφάσματα σε ένα μαγαζί και μετά αντέγραφε τα σχέδιά τους στο σπίτι.
Για τη Rita, η μητέρα της ήταν πρότυπο δύναμης και αντοχής, κι αυτό τη δυσκόλεψε ακόμα περισσότερο όταν άρχισε να τη βλέπει να βυθίζεται στη νόσο του Αλτσχάιμερ, εκδηλώνοντας τα πρώτα συμπτώματα μετά το θάνατο του συζύγου της.
«Άρχισε να λέει ότι δεν θυμόταν πώς να πάει κάπου. Δεν μπορούσα να το πιστέψω, γιατί της άρεσε η οδήγηση και είχε συγκεκριμένες διαδρομές. Μου φάνηκε παράξενο που άρχισε να χάνει τον προσανατολισμό της», θυμάται σήμερα η Rita. «Της έλεγα, μαμά, όλοι ξεχνούν πού και πού. Μετά άρχισε να πέφτει κάτω, αλλά σκεφτήκαμε, εντάξει, είναι ηλικιωμένη και δικαιολογείται».
Αργότερα άρχισαν να μην μπορούν πλέον να αγνοούν τα σημάδια. Η Dorothy δεν θυμόταν πια πώς να πάει στο σπίτι της κόρης της και σταμάτησε να ασχολείται με δραστηριότητες που κάποτε αγαπούσε όπως το μαγείρεμα και το ράψιμο. Ξέχασε ακόμα και κοντινούς φίλους της.
Όταν τελικά ήρθε η διάγνωση, το 2010, ήταν δυσβάστακτη για τη Wilson και τα αδέρφια της. «Το να είσαι τόσο κοντά της και να τη βλέπεις να χάνεται ήταν μια διαδικασία αργού πένθους, για τη σχέση μας, για εκείνη, για την ημέρα που θα ερχόταν αναπόφευκτα στο μέλλον. Η μητέρα μου έγινε παιδί, κι εγώ γονιός. Το δυσκολότερο ήταν να τη βλέπω να μην μπορεί να είναι ο εαυτός της και να χάνει την αίσθηση του χιούμορ της».
Η Dorothy είχε πει στα παιδιά της ότι δεν θα ήθελε ποτέ να ζήσει σε ίδρυμα για ηλικιωμένους και η Rita τής είχε υποσχεθεί ότι θα την κρατούσε στο σπίτι. Προσέλαβε μια νοσηλεύτρια: «Ήμασταν αρκετά τυχεροί που είχαμε την οικονομική δυνατότητα να της προσφέρουμε επαγγελματική βοήθεια. […] Στις οικογένειες είναι συνήθως ένας αυτός που σηκώνει το φορτίο – ίσως το κοντινότερο πρόσωπο – αλλά παρακινώ όλα τα αδέρφια να φροντίζουν τους γονείς τους και να μοιράζονται το φορτίο. Γιατί είναι υπερβολικό αν δεν έχεις βοήθεια να σε ανακουφίσει. Εξαντλητικό και καταθλιπτικό».
Μετά το θάνατο της μητέρας της το 2014, η Wilson έγινε πρέσβειρα του οργανισμού Alzheimer’s Association. Χαρακτηριστικά, σε μια καμπάνια του 2017 φωτογραφήθηκε τυλιγμένη με μια κουβέρτα που είχε πλέξει η μητέρα της. «Η μητέρα μου μπορούσε να αντιγράψει ένα μοτίβο βλέποντάς το. Το Αλτσχάιμερ της έκλεψε αυτή την ικανότητα. Αλλά η μητέρα μου είναι εδώ, σε αυτές τις βελονιές».