Συνέντευξη παραχώρησε ο Νίκος Ψαρράς και αναφέρθηκε στη νέα σειρά που πρωταγωνιστεί, με τίτλο «Το Βραχιόλι της Φωτιάς», αλλά και στις δυσκολίες που αντιμετώπισε, όταν προσπάθησε να ασχοληθεί με την υποκριτική στην Αμερική.

Ο ηθοποιός βρέθηκε καλεσμένος στο «Στούντιο 4» κι αρχικά, μίλησε για το πόσο δύσκολο ήταν να κάνει καριέρα στο εξωτερικό.

«Είναι δύσκολα εκεί. Για εμάς το εργαλείο της δουλειάς είναι ο λόγος. Οπότε όταν είναι με προφορά... Μετά από ένα διάστημα, σε ακούνε μεν σαν Αμερικανό, αλλά σου λένε "ναι, αλλά σε λένε Νίκο". Έλεγα να πάω για έναν ρόλο για να παίξω "το παιδάκι από το Τέξας". Και μου λένε "έχουμε 15.000 παιδιά από το Τέξας, γιατί να πάρουμε εσένα;"», είπε χαρακτηριστικά.

Όπως εξήγησε στη συνέχεια, όσες δυσκολίες κι αν αντιμετώπισε, θεωρεί πως η Αμερική ήταν για εκείνον «σχολείο».

«Ήταν μεγάλο σχολείο κι η πρώτη φορά στη ζωή μου που ήμουν πεπεισμένος ότι είχα διαλέξει λάθος επάγγελμα. De facto. Είπα "Ψαρρά, λάθος, δεν κάνεις για αυτή τη δουλειά ρε φίλε, έχεις κάνει τεράστιο λάθος"», ανέφερε.

«Σκεφτόμουν "μην κοιτάς στην Ελλάδα που έκανες κουτσά στραβά δύο πράγματα, εδώ που είναι τα μεγάλα κεφάλια, καταλαβαίνουν ότι είσαι ατάλαντος". Σε σκληραίνει αυτό το πράγμα. Δεν μπορείς να είσαι ήσυχος σε αυτήν τη δουλειά και να επαναπαύεσαι. Πρέπει να δουλεύεις», συμπλήρωσε.

Αναφορικά με τη σειρά «Το βραχιόλι της φωτιάς», όπου υποδύεται τον Εβραίο επιχειρηματία, Μωή Κοέν, τον οποίο μια μεγάλη πυρκαγιά τον αναγκάζει να βρει καταφύγιο μαζί με την οικογένειά του σε τσιγγάνικο καταυλισμό.

«Η σειρά ξεκινά με τον Χρήστο Λούλη. Είναι ο μικρός μου ο γιος το 1962 και έχει ένα κοσμηματοπωλείο. Έχει σωθεί από το Άουσβιτς. Δείχνει έναν τσιγγάνο που του λέει ότι η γιαγιά του πεθαίνει», δήλωσε και συνεχίζει: «Είναι αληθινή ιστορία και το βραχιόλι υπάρχει ακόμα. Ο κοσμηματοπώλης που πήγε να σώσει τη γιαγιά, βλέπει το βραχιόλι και του έρχονται απευθείας μνήμες».

Τέλος, παραδέχτηκε πως το γύρισμα δεν του ήταν ιδιαίτερα εύκολο. «Οι ψυχές των ανθρώπων πρέπει να ησυχάζουν. Κανείς δεν άντεχε να μιλήσει για όσα έζησε. Κάναμε ένα γύρισμα και έλεγα ότι δεν θα κλάψω και μόλις άγγιζα τα μαλλιά με έπιαναν τα ζουμιά».