Ο Τάσος Χαλκιάς βρέθηκε καλεσμένος στο πλατό της εκπομπής Στούντιο 4 στην ΕΡΤ. Μέσα σε όλα, ο δημοφιλής πρωταγωνιστής αναφέρθηκε στη συνεργασία με νεότερους ανθρώπους, ηθοποιούς και σκηνοθέτες καθώς και την διάθεση να φέρει μιμητικά στοιχεία στους ρόλους του.

Πιο συγκεκριμένα, οι Τάσος Χαλκιάς σημείωσε χαρακτηριστικά πως «είμαι από τους ηθοποιούς που δε με νοιάζει αν κατηγορηθώ ότι έκλεψα κάτι. Που συνήθως δεν εύναι και εύκολο να κλέψεις ούτε και κλέβουμε εν τέλει. Ακόμα και αν κάνουμε μιμητικά κάτι το οποίο κάποιος πριν από μας έχει κάνει, γιατί μπορεί να ενταχθεί μέσα στο δικό μας ρόλο αυτή τη στιγμή, αυτή η κλεψιά είναι δημιουργική. Δεν είναι εύκολο πράγμα δηλαδή να το κάνεις γιατί πρέπει να το περάσεις σε σένα και στο ρόλο τον δικό σου. Όχι να μιμηθείς απλώς τι έκανε ο άλλος».

«Οι έμπειροι ηθοποιοί, που έχουν περάσει από ρεπερτόριο και αναμετρήθηκαν με ρόλους κλασικούς, έχουν τη δυνατότητα να ακούν και να γνωρίζουν πως ότι κι αν παράγουν το να ακούσουν κάτι που αφορά τον ρόλο από ένα άλλο στόμα, στο οποίο έχω εμπιστοσύνη, είναι πολύ σημαντικό» πρόσθεσε ο Τάσος Χαλκιάς στο ψυχαγωγικό μαγκαζίνο της δημόσιας τηλεόρασης. «Είναι ένας χώρος όπου και η παραμικρή εμπειρία σε κάνει πολύ πλούσιο. Ανάλογα πως εισπράττει ο καθένας τον πλούτο μέσα από την εμπειρία του, μπορεί κανείς να έχει πάρει και κάτι παραπάνω από σένα».

Περιέγραψε επίσης την γνωριμία των παππούδων του αλλά και για τον τρόπο που λειτουργεί η οικογένεια στην εξωτερίκευση των συναισθημάτων.

Ο ηθοποιός παραδέχτηκε ότι δίπλα του ήταν πάντα η μητέρα του και μετά την απώλειά της, είναι η οικογένειά του. Παραδέχτηκε, βέβαια, ότι δεν μπορεί να πει τα πάντα που τον απασχολούν.

«Πάντα υπήρχαν άνθρωποι που με καταλάβαιναν. Σίγουρα υπήρχε η μάνα μου. Όσο υπήρχε η μάνα μου σε όποια ηλικία και εάν ήμουν. Τώρα υπάρχει η οικογένειά μου. Δεν μπορείς να τα μοιραστείς όλα, υπάρχει λόγος. Κάτι χάνεις από εσένα. Ο άνθρωπος είναι μία προσωπικότητα που η διαμόρφωσή της έχει πολλά μέσα. Έχει τον δολοφόνο, έχει και τον καλύτερο άνθρωπο στον κόσμο. Είναι η στιγμή εάν θα σου βγει. Είμαστε όλοι εν δυνάμει και κακοί άνθρωποι, με την έννοια ότι μπορεί να διαπράξουμε το κακό.

Δεν υπάρχει αποκούμπι για κανέναν άνθρωπο. Η συνείδηση του εαυτού σου έχει δύο πλευρές. Μία που την μεγάλωσα και καταλαβαίνω και η άλλη να γνωρίσεις τον εαυτό σου, που είναι μία διαδικασία. Πολλοί λένε ότι κάνουν την αυτοκριτική τους αλλά πόσες φορές σε έχεις καταδικάσει; Άμα τα βρίσκεις όλα καλά, χαίρω πολύ».

Στη συνέχεια, αναφέρθηκε και στον παππού του που ήταν Τούρκος, ερωτεύτηκε την γιαγιά του και έκαναν την μητέρα του αλλά ποτέ δεν ήταν μαζί. Η μητέρα του τον θυμάται μόνο μέσα από φωτογραφίες και ιστορίες και τον «μίσησε» μετά από ένα περιστατικό που έμαθε. Δεν θέλησε ποτέ να τον γνωρίσει, αλλά ο Τάσος Χαλκιάς πήγε στην Τουρκία να τον βρει αλλά έλειπε και δεν τον είδε ποτέ. Ωστόσο, στη Θεσσαλονίκη σε μία παράστασή του γνώρισε τις ετεροθαλείς θείες του, οι οποίες συνεχίζουν να μένουν στην Ελλάδα.

«Δεν παντρεύτηκε ποτέ η γιαγιά μου γιατί ο παππούς μου ήταν Τούρκος. Δεν ήταν εύκολο να αλλαξοπιστήσουν γιατί μιλάμε για την δεκαετία του 1920. Ποτέ δεν ήταν μαζί. Ερωτεύτηκαν, έκαναν την μάνα μου αλλά μαζί δεν ήταν ποτέ. Όταν είχα πάει με το Εθνικό Θέατρο στην Κωνσταντινούπολη πήγα να τον βρω. Πήγα και δεν τον βρήκα γιατί είχε πάει στα βάθη της Ανατολής, είχε πολλά μαγαζιά. Πήγα στην Πόλη το 1973. Η μητέρα μου τον ήξερε μέσα από τις φωτογραφίες και τον μίσησε πολύ. Τις πληροφορίες για να τον βρω μου τις έδωσε η γιαγιά μου. Η μητέρα μου δεν θέλησε ποτέ να το δει γιατί όταν ήταν 7 μηνών της είχαν πει ότι της έδωσε μία κλωτσιά και πετάχτηκε από την αιώρα που βρισκόταν.

Θέλησα να τον βρω από περιέργεια, να δω ποιος είναι αυτός ο άνθρωπος που σε ένα βρέφος μπορεί να δώσει μία κλωτσιά; Τότε που πήγα εγώ δεν είχε οικογένεια αλλά έκανε μετά. Η οικογένειά του αυτή ήρθαν στην Ελλάδα και γνώρισα τη μία του κόρη στην Θεσσαλονίκη. Αυτή ήρθε, γνώριζε την ιστορία και αναζήτησε τη μάνα μου και όταν είδε το επίθετο της μάνας μου, ήρθε στο θέατρο και είδε την παράσταση και περίμενε με μία ανθοδέσμη. Ήταν από αυτές τις όμορφες Τουρκάλες που στα μεγάλα τους χρόνια ήταν περιποιημένες και δεν μπορούσα να σκεφτώ κάτι σχετικό. Είπα “χάρηκα πολύ”, δεν μπορούσα να σκεφτώ κάτι άλλο».