Η ΟΝ Time Σαββατοκύριακο σας προσφέρει κάθε εβδομάδα αριστουργήματα των κορυφαίων συγγραφέων της κλασικής λογοτεχνίας σε πολυτελή έκδοση!

 

ΟΙ ΚΟΡΥΦΑΙΟΙ ΤΗΣ ΠΑΓΚΟΣΜΙΑΣ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑΣ

 

Φίοντορ Ντοστογιέφσκι

Εμίλ Ζολά

Ονορέ ντε Μπαλζάκ

Λέων Τολστόι

Γκι Ντε Μοπασάν

Λευκάδιος Χερν

& πολλοί ακόμα

 

Μη χάσετε εκτάκτως την Παρασκευή 02 Ιουνίου με την ΟΝ Time Σαββατοκύριακο:

 

ΖΙΛ ΜΠΑΡΜΠΕ ΝΤ’ ΟΡΕΒΙΓΙ

 

Η ΩΡΑΙΟΤΕΡΗ ΑΓΑΠΗ ΤΟΥ ∆ΟΝ ΖΟΥΑΝ

 

«Άκουσα ηθικολόγους που γνώριζαν καλά τη ζωή να λένε ότι ο δυνατότερος απ’ όλους τους έρωτές µας δεν είναι µήτε ο πρώτος µήτε ο τελευταίος, όπως πιστεύουν πολλοί. Είναι ο δεύτερος. Μα στα ζητήµατα του έρωτα, όλα είναι αληθινά κι όλα ψεύτικα. Πάντως, στη δική µου περίπτωση κάτι τέτοιο δεν ίσχυσε. Αυτό που µου ζητάτε να σας διηγηθώ απόψε, κυρίες µου, συνέβη την ωραιότερη στιγµή της νιότης µου. ∆εν ήµουν πια έφηβος, αλλά ένας νεαρός άντρας που ‘‘είχε τελειώσει τις ασωτίες του’’. Τότε, λοιπόν, ‘‘είχα πιάσει σχέσεις’’, καθώς λένε στην Ιταλία, µε µια κυρία που όλες σας τη γνωρίζετε κι όλες σας τη θαυµάσατε...»

Στο σηµείο αυτό οι γυναίκες, που σαν µπουκέτο λουλουδιών ανάσαιναν τα λόγια του ηλικιωµένου φιδιού, αντάλλαξαν ανάµεσά τους µατιές που θα έπρεπε να τις δει κανείς, γιατί δεν υπάρχουν λόγια να τις περιγράψουν.

 

 

ΑΠΟ ΤΗ ΖΩΗ ΤΗΣ ΜΑΡΚΗΣΙΑΣ ΠΟΜΠΑΝΤΟΥΡ

 

Ζαλισµένος σχεδόν όσο και την πρώτη φορά από τις λάµψεις των Βερσαλλιών, που τη νύχτα αυτή δεν ήταν έρηµες, ο ιππότης βάδιζε στον µεγάλο διάδροµο κοιτάζοντας προς όλες τις πλευρές και πασχίζοντας ν’ ανακαλύψει για ποιον λόγο βρισκόταν εκεί. Μα κανείς δεν φαινόταν ότι είχε διάθεση να τον πλησιάσει. Αφού πέρασε µία ώρα, βαρέθηκε πια κι ετοιµαζόταν να φύγει, όταν δύο φιγούρες που φορούσαν µάσκες απαράλλαχτες και κάθονταν σ’ έναν µικρό πάγκο, τον σταµάτησαν καθώς περνούσε. Η µία τον σηµάδεψε µε το δάχτυλο, σαν να κρατούσε πιστόλι. Η άλλη σηκώθηκε και τον πλησίασε.

«Φαίνεται, κύριε», του είπε η µάσκα, «πως τα πηγαίνετε πολύ καλά µε τη µαρκησία µας».

Ο ιππότης θέλησε ν’ απαντήσει, µα δεν βρήκε να κάνει τίποτα καλύτερο από µια βαθύτατη υπόκλιση. Έτσι παρουσίασε στη µαρκησία το γράµµα που της έφερνε. Εκείνη το πήρε, ή µάλλον το άρπαξε, µε εξαιρετική ζωηρότητα. Καθώς έσπαγε τις σφραγίδες, τα δάχτυλά της έτρεµαν.

Το γράµµα αυτό, ιδιόχειρο του βασιλιά, ήταν αρκετά µεγάλο. Στην αρχή το καταβρόχθισε απ’ άκρη σ’ άκρη µ’ ένα βλέµµα, ύστερα το διάβασε άπληστα και προσεκτικά, σουφρώνοντας τα φρύδια και σφίγγοντας τα χείλη. ∆εν ήταν ωραία έτσι και δεν έµοιαζε πολύ µε την πανέµορφη οπτασία του µικρού φουαγέ. Όταν τελείωσε την ανάγνωση, φάνηκε πως βυθίστηκε σε σκέψεις. Σιγά σιγά, το πρόσωπό της πήρε ένα χρώµα ελαφρύ τριανταφυλλί (κόκκινο δεν διέθετε αυτή την ώρα).