Αίσθηση στην αγορά προκάλεσε η κοινή επιστολή των υπουργών Οικονοµίας και Ανάπτυξης, ∆ηµήτρη Παπαδηµητρίου, και Ψηφιακής Πολιτικής, Τηλεπικοινωνιών και Ενηµέρωσης, Νίκου Παππά, µέσω της οποίας ζητούσαν τη γνωµοδότηση της Επιτροπής Ανταγωνισµού σχετικά µε το κατά πόσο ο ανταγωνισµός στην ελληνική αγορά διανοµής Τύπου µπορεί να λειτουργήσει ικανοποιητικά, σε περίπτωση δραστηριοποίησης µόνο µίας επιχείρησης µε το αντικείµενο αυτό.

Συγκεκριµένα, οι δύο υπουργοί ζητούν τη γνώµη της Επιτροπής σχετικά µε τη λειτουργία του ανταγωνισµού αν παύσει τη δραστηριότητά της η µία εκ των δύο υφιστάµενων επιχειρήσεων (πρακτορείων) διανοµής Τύπου, καθιστώντας de facto µονοπωλιακή τη θέση του µοναδικού ανταγωνιστή της, ο οποίος µάλιστα ελέγχεται από εκδότες που κατέχουν σηµαντικό µερίδιο στην αγορά των εντύπων.

Είναι αλήθεια ότι η επιστολή των δύο υπουργών προκάλεσε πολλά ερωτήµατα, µε δεδοµένο ότι ακόµη και σε αυτή τη χρονική συγκυρία λειτουργούν κανονικά δύο επιχειρήσεις διανοµής Τύπου: η εταιρεία «Αργος», η οποία κατάφερε κάτω από αντίξοες συνθήκες να σταθεί όρθια, και η εταιρεία «Ευρώπη», του Φώτη Μπόµπολα, που όµως δεν µπόρεσε να διατηρήσει την προνοµιακή θέση που κατείχε στην αγορά της διανοµής εντύπων.

Και θα είχε ακόµη µεγαλύτερη βαρύτητα η επιστολή των δύο υπουργών, αν είχαν επιδείξει ανάλογη ευαισθησία την περίοδο που το πρακτορείο διανοµής συµφερόντων Μπόµπολα κατείχε το 75% των πελατών. Ανεξάρτητα από αυτό, θα πρέπει να σηµειωθεί ότι, εκτός από τους κ. Παππά και Παπαδηµητρίου, κανένας σοβαρός εκδότης επίσης δεν επιθυµεί την εγκαθίδρυση µονοπωλίου στη διανοµή του Τύπου.

Ωστόσο, στη σηµερινή χρονική συγκυρία η βασική ευθύνη για τα όσα έχουν διαδραµατιστεί στον συγκεκριµένο χώρο ανήκει στους επιχειρηµατίες, στους οποίους είχαν επενδύσει η κυβέρνηση και ο κ. Τσίπρας. Το «Αργος» είναι µια ιδιωτική επιχείρηση, που σε ένα βράδυ, και επειδή ο Φώτης Μπόµπολας αρνούνταν να βάλει χρήµατα στην επιχείρηση που διέθετε, αναγκάστηκε να υποδεχτεί και να διανείµει το σύνολο των εντύπων.

Από κει και πέρα, είναι σαφές ότι ουδείς µπορεί να παρεµποδίσει οποιονδήποτε να αναπτύξει σχετική επιχειρηµατική δραστηριότητα. Για παράδειγµα, κατά τον πρόσφατο πλειστηριασµό, εκτός από τους τίτλους του «Εθνους» και της «Ηµερησίας», είχαν «βγει στο σφυρί» και οι µετοχές του πρακτορείου διανοµής «Ευρώπη».

Αν λοιπόν, ο προνοµιακός συνοµιλητής της κυβέρνησης, επιχειρηµατίας Ιβάν Σαββίδης, επιθυµούσε να αποκτήσει πρόσβαση στη διανοµή, είχε, αλλά και εξακολουθεί να έχει, τη σχετική δυνατότητα. Μάλιστα, αξίζει να σηµειωθεί ότι, όταν άρχισαν να διαφαίνονται τα προβλήµατα ρευστότητας στο πρακτορείο διανοµής «Ευρώπη», εκδότες όπως οι Αλέξης Σκαναβής, Νίκος Χατζηνικολάου και Γιάννης Φιλιππάκης, εξέδωσαν ανακοινώσεις διαψεύδοντας τα αλλεπάλληλα ρεπορτάζ των «Παραπολιτικών», που αναδείκνυαν το διαφαινόµενο αδιέξοδο στο πρακτορείο διανοµής του Φ. Μπόµπολα. Πέραν των δηλώσεων, παρασκηνιακά επιχειρήθηκε να δηµιουργηθεί ένα νέο πρακτορείο, πρωτοβουλία που δεν ευδοκίµησε λόγω έλλειψης χρηµάτων.

Ανεξάρτητα, όµως, από τα όσα έχουν διαδραµατιστεί κατά το πρόσφατο παρελθόν, ακόµη και σήµερα όποιος επιθυµεί µπορεί να προχωρήσει στην ίδρυση νέου πρακτορείου διανοµής. Για παράδειγµα, αν αύριο η κυβέρνηση θελήσει να δηµιουργήσει έναν κρατικό µηχανισµό διανοµής των εντύπων, δεν χρειάζεται καµία νοµοθετική πρωτοβουλία. Αρκεί ένας τζίρος 70 έως 80 εκατ. ευρώ για να µπορέσει να εξυπηρετήσει τον µηχανισµό της διανοµής.

Το αυτό µε µεγάλη άνεση µπορεί να επιχειρήσει και ο Ιβάν Σαββίδης, είτε αγοράζοντας το «Ευρώπη» είτε δηµιουργώντας ένα νέο πρακτορείο. Το βασικό για την επιβίωση της συγκεκριµένης επιχείρησης είναι η εξασφάλιση πελατολογίου. Τα υπόλοιπα έχουν δευτερεύουσα σηµασία και µπορούν να αποκτηθούν και στην πορεία.

Για άλλη µία φορά, όµως, εκείνο που προκύπτει συµπερασµατικά είναι ότι η κυβέρνηση θέλει να ελέγξει την ανεξαρτησία του Τύπου.