Δημοσιονομική προσαρμογή με λανθασμένη σύνθεση
Του Κωνσταντίνου Μίχαλου προέδρου ΕΒΕΑ
Η πρωτοφανής ύφεση που πλήττει τα τελευταία χρόνια την ελληνική οικονομία εκλαμβάνεται από πολλές πλευρές ως το επώδυνο αλλά αναπόφευκτο τίμημα της τεράστιας δημοσιονομικής προσαρμογής στην οποία δεσμεύθηκε η χώρα το 2010. Ωστόσο, η άποψη αυτή δεν εκφράζει παρά μόνο τη μισή αλήθεια, αφού το εν λόγω τίμημα θα μπορούσε να είναι πολύ μικρότερο, εάν είχε επιλεγεί ένα διαφορετικό μείγμα πολιτικής. Από την αρχή της εθνικής «περιπέτειας» του μνημονίου, η επιχειρηματική κοινότητα είχε επισημάνει την ανάγκη να δοθεί έμφαση στη μείωση των δημοσίων δαπανών, μέσα από τη μείωση και το νοικοκύρεμα ενός διογκωμένου, σπάταλου και αναποτελεσματικού κράτους. Είχε επίσης ζητήσει επιτάχυνση των διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων, με στόχο την ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας και την ανασύσταση της παραγωγικής βάσης της ελληνικής οικονομίας.
Η εμπειρία από άλλες ευρωπαϊκές χώρες, όπως προκύπτει μέσα από σειρά μελετών, δείχνει ότι η σύνθεση της προσαρμογής, επηρεάζει σε μεγάλο βαθμό τόσο το δημοσιονομικό, όσο και το μακροοικονομικό αποτέλεσμα της προσπάθειας. Σύμφωνα με στοιχεία, η περικοπή των δαπανών συμβάλει περισσότερο στη σταθεροποίηση του χρέους ως ποσοστού του ΑΕΠ σε σχέση με την αύξηση των φόρων, ενώ οι αναπτυξιακές επιδόσεις των χωρών οι οποίες έδωσαν έμφαση στο σκέλος των δαπανών εμφανίζονται αισθητά καλύτερες από αυτές των χωρών που εστίασαν στη φορολογία.
Δυστυχώς στην Ελλάδα, συνέβη το ακριβώς αντίθετο. Όπως επιβεβαίωσε και ο διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος, κατά την ομιλία του στη Γενική Συνέλευση των μετόχων, το 60% της δημοσιονομικής προσαρμογής που επιτεύχθηκε κατά την περίοδο 2010 - 2013 οφείλεται στην αύξηση των εσόδων, μέσω αντίστοιχης αύξησης έμμεσων και άμεσων φόρων, με μόνο το 40% να προέρχεται από μείωση των δαπανών. Στην ίδια ομιλία, ο κ. Προβόπουλος επισήμανε ότι πολλές κρίσιμες θεσμικές και διαρθρωτικές αλλαγές δεν προχώρησαν με την ταχύτητα που θα έπρεπε, ενώ φτωχά ήταν τα αποτελέσματα και ως προς τη βελτίωση του φοροεισπρακτικού μηχανισμού και την πάταξη της φοροδιαφυγής.
Για τις επιλογές αυτές υπεύθυνη δεν είναι μόνο η τρόικα αλλά κυρίως οι ελληνικές κυβερνήσεις. Η ανάγκη μείωσης του μεγέθους και του κόστους του κράτους, μέσα από αναδιάρθρωση και κατάργηση φορέων, τέθηκε από την αρχή ως ζητούμενο. Όμως, μέσα σε τέσσερα χρόνια, το μόνο που είδαμε ήταν ισοπεδωτικές κινήσεις της τελευταίας στιγμής τύπου ΕΡΤ και ασκήσεις επί χάρτου με διάφορα ονόματα, όπως κινητικότητα, εφεδρεία κτλ. Ο δημόσιος τομέας εξακολούθησε σε μεγάλο βαθμό να αντιμετωπίζεται ως «ιερή αγελάδα», με τον ιδιωτικό τομέα και τους φορολογούμενους πολίτες να πληρώνουν το «μάρμαρο» της δημοσιονομικής προσαρμογής. Αυτή η στρεβλή προσέγγιση ευθύνεται σε μεγάλο βαθμό για το γεγονός ότι η χώρα βιώνει σήμερα τη χειρότερη ύφεση της μεταπολεμικής ιστορίας της. Η ικανοποίηση για το πρωτογενές πλεόνασμα δεν αρκεί για να κρύψει τα τραγικά λάθη που συνόδευσαν την επίτευξή του και τα οποία θα μπορούσαν να έχουν αποφευχθεί. Το λιγότερο που μπορούν να κάνουν οι κυβερνώντες μας σήμερα, είναι να συνειδητοποιήσουν το λάθος και να φροντίσουν να μην το επαναλάβουν.