Από 9,3 έως και 26,6 ευρώ το κιλό πωλείται στη λιανική η ελληνική φέτα στη Γερμανία, όπως προκύπτει από έκθεση για την αγορά τυροκομικών προϊόντων της μεγαλύτερης οικονομίας της ΕΕ του Γραφείου Οικονομικών & Εμπορικών Υποθέσεων (ΟΕΥ) της Ελληνικής πρεσβείας στο Βερολίνο. Τις τιμές συνέλεξαν τα στελέχη του Γραφείου σε καταστήματα μεγάλων αλυσίδων σούπερ μάρκετ καθώς και σε ηλεκτρονικό κατάστημα.

Το 2020 οι εξαγωγές ελληνικών τυριών αυξήθηκαν κατά 11,8%, την ώρα που οι εισαγωγές τυριών από τη Γερμανία μειώθηκαν κατά 1,05% με αποτέλεσμα το εμπορικό ισοζύγιο τυροκομικών προϊόντων να διευρυνθεί προς όφελος της ελληνικής παραγωγής στα 26,6 εκατ. ευρώ από περίπου 9 εκατ. ευρώ το 2019 και 10,5 εκατ. ευρώ το 2018.

Η Ελλάδα είναι 7η σε εξαγωγές τυροκομικών προϊόντων χώρα στη Γερμανία με 155,6 εκατ. ευρώ (1η η Ολλανδία με 1 δισ. 170 εκατ.) και 10η στις εξαγωγές γερμανικών τυριών με 129 εκατ. ευρώ (1η η Ιταλία με 755 εκατ. ευρώ).φ

Το Γραφείο ΟΕΥ της Ελληνικής Πρεσβείας στο Βερολίνο «εξαιτίας του γεγονότος ότι εκ φύσεως η ελληνική παραγωγή δυσκολεύεται να ανταποκριθεί στα μεγάλα μεγέθη της γερμανικής αγοράς», όπως αναφέρει χαρακτηριστικά, συνιστά στους έλληνες παραγωγούς και εξαγωγείς «να χαράξουν πριν την είσοδό τους στη γερμανική αγορά που είναι ιδιαίτερα ανταγωνιστική, μια συστηματοποιημένη και χωρίς περιθώρια για απόκλιση στρατηγική, δεδομένου ότι οι μεγάλες γερμανικές αλυσίδες τροφίμων επιβάλλουν ασφυκτικά χρονικά περιθώρια χρόνων και ποσοτήτων παράδοσης».

Σύμφωνα με την έκθεση, «το ελληνικό τυροκομικό προϊόν, λόγω των υψηλών ποιοτικών χαρακτηριστικών του και της “προσιτότητάς” του σε επίπεδο τιμής θα μπορούσε να βρει “χώρο” σε σημαντικό βαθμό στη γερμανική αγορά, σε καταστήματα delicatessen, σημεία πώλησης premium τροφίμων που απευθύνονται σε gourmet κοινό υψηλών απαιτήσεων αλλά και σε καταστήματα βιολογικών ειδών, ο αριθμός των οποίων αυξάνεται με γοργούς ρυθμούς τα τελευταία χρόνια\, κυρίως στα μεγάλα αστικά κέντρα όπου ο πληθυσμός είναι σε γενικές γραμμές περισσότερο δεκτικός σε νέες πιο υγιεινές προτάσεις προϊόντων διατροφής και στην υψηλή γαστρονομία».

Σύμφωνα με άλλη πρόσφατη έκθεση του Γραφείου ΟΕΥ για τη γερμανική αγορά βιολογικών προϊόντων, «η είσοδος των Ελλήνων παραγωγών σε γερμανικές υπεραγορές τροφίμων, προτείνεται να πραγματοποιείται μέσω μεγάλων χονδρεμπόρων που ήδη τροφοδοτούν μεγάλες αλυσίδες σούπερ μάρκετ και εκπτωτικά καταστήματα στη Γερμανία. Για τον σκοπό αυτό προτείνεται η συγκρότηση πολλών μεμονωμένων παραγωγών σε συνεταιρισμό ή ένωση με σκοπό την καλύτερη προσαρμογή με σκοπό την καλύτερη προσαρμογή στις απαιτήσεις των μεγάλων ποσοτήτων εξαγωγής προς τη γερμανικό αγορά».