Οι φορολογούμενοι αυτοί θα έχουν ήδη από φέτος διπλό ή ακόμη και τριπλό φορολογικό όφελος καθώς η μείωση της προκαταβολής φόρου από το 100% στο 55%, που εξήγγειλε ο πρωθυπουργός, είναι ένα μόνιμο μέτρο σημαντικής φορολογικής ελάφρυνσης που θα ισχύσει αναδρομικά για τη χρήση του 2020 και έρχεται να προστεθεί σε άλλα δύο ευνοϊκά φορολογικά μέτρα που ήδη ισχύουν για τη χρήση του 2020 και προβλέπουν:

μειώσεις φορολογικών συντελεστών στην κλίμακα φόρου εισοδήματος για το 2020 (μείωση του ελάχιστου συντελεστή φορολογίας εισοδήματος από το 22% στο 9% για ετήσια εισοδήματα μέχρι 10.000 ευρώ και μειώσεις φορολογικών συντελεστών από τα επίπεδα του 29%, του 37% και του 45% στα επίπεδα του 28%, του 36% και του 44%, για ετήσια εισοδήματα άνω των 20.000 ευρώ) και
μη εφαρμογή της ειδικής εισφοράς αλληλεγγύης για όσους έχουν ετήσια εισοδήματα άνω των 12.000 ευρώ.
Η ταυτόχρονη εφαρμογή των παραπάνω μέτρων κατά τον υπολογισμό των φόρων για τα εισοδήματα του 2020, που θα γίνει με την υποβολή των φετινών δηλώσεων φορολογίας εισοδήματος από τους μικρομεσαίους επιχειρηματίες και τους ελευθέρους επαγγελματίες, θα προκαλέσει πολύ μεγάλες μειώσεις επιβαρύνσεων οι οποίες θα κυμαίνονται από 900 έως 19.000 ευρώ για όσους δηλώσουν ετήσια εισοδήματα από 3.000 έως και 75.000 ευρώ, σύμφωνα και με αναλυτικό πίνακα παραδειγμάτων που παραθέτουμε. Σε ποσοστά οι μειώσεις των φορολογικών επιβαρύνσεων θα κυμαίνονται από 18% έως 68% για τη συντριπτική πλειονότητα των ατομικών επιχειρήσεων και των ελευθέρων επαγγελματιών.

Κερδισμένοι από το νέο «πακέτο Μητσοτάκη» θα είναι και εκατοντάδες χιλιάδες μισθωτοί εργαζόμενοι στον ιδιωτικό τομέα με μικτές μηνιαίες αποδοχές από 650 έως 6.500 ευρώ, οι οποίες αντιστοιχούσαν μέχρι τις 31-12-2020 σε καθαρές μηνιαίες αποδοχές από 550 έως 3.354,67 ευρώ (μετά την αφαίρεση των μηνιαίων κρατήσεων ασφαλιστικών εισφορών, φόρου εισοδήματος και ειδικής εισφοράς αλληλεγγύης) αλλά από την 1η-1-2021 αντιστοιχούν σε καθαρές μηνιαίες αποδοχές από 558 έως 3.704,50 ευρώ. Οι εργαζόμενοι αυτοί από τον Ιανουάριο του 2021 κέρδισαν επί των καθαρών μηνιαίων αποδοχών τους αυξήσεις που κυμαίνονταν σε ποσοστά από 1,45% έως και 10,43% και σε ποσά από 8 έως και 349,83 ευρώ, λόγω της μη εφαρμογής της ειδικής εισφοράς αλληλεγγύης και της μείωσης των κρατήσεων ασφαλιστικών εισφορών κατά 3 ποσοστιαίες μονάδες. Με την παράταση των μέτρων αυτών θα διατηρήσουν αυτές τις αυξήσεις και για όλο το 2022.

Οφέλη, μικρότερα αναλογικά, θα προκύψουν και για τις εταιρείες και τα λοιπά νομικά πρόσωπα, που δηλώνουν κάθε χρόνο κέρδη. Από φέτος, η προκαταβολή φόρου εισοδήματος έναντι του επόμενου έτους θα υπολογιστεί επί του κύριου φόρου εισοδήματος με συντελεστή μειωμένο από το 100% στο 70%, ενώ από το 2022 ο συντελεστής του κύριου φόρου επί των κερδών τους θα μειωθεί από το 24% στο 22% και η προκαταβολή φόρου θα υπολογίζεται με συντελεστή 80% επί του κύριου φόρου.

Σύμφωνα με παράδειγμα που παρουσίασε χθες ο υπουργός Οικονομικών Χρήστος Σταϊκούρας, επιχείρηση-νομικό πρόσωπο που θα εμφανίσει για πρώτη φορά 10.000 ευρώ κέρδη το φορολογικό έτος 2021, θα πλήρωνε το 2022 φόρο 24% και επιπλέον προκαταβολή φόρου 24%, δηλαδή συνολική επιβάρυνση 48% ή 4.800 ευρώ.

Με τη νέα ρύθμιση θα πληρώσει φόρο 22% και προκαταβολή φόρου 17,6% (22% Χ 80%), δηλαδή συνολική επιβάρυνση 39,6% ή 3.960 ευρώ. Συνεπώς, το όφελος για την επιχείρηση θα ανέλθει σε 840 ευρώ. Σε ποσοστό, η μείωση φόρου θα είναι της τάξεως του 17,5%.

Σύμφωνα με τον υπουργό Οικονομικών, το δημοσιονομικό κόστος των μειώσεων στις προκαταβολές φόρου εισοδήματος και στον συντελεστή του εταιρικού φόρου, ανέρχεται σε περίπου 900 εκατ. ευρώ για το 2021 και υπολογίζεται σε περίπου 200 εκατ. ευρώ για κάθε ένα από τα επόμενα χρόνια. Τα μέτρα αυτά έχουν συμφωνηθεί με τους Θεσμούς, οι οποίοι φαίνεται ότι δέχθηκαν και τον επιχείρημα της κυβέρνησης ότι το κόστος αυτό θα αντισταθμιστεί «από τη βελτίωση των προοπτικών ανάκαμψης της οικονομίας». Το δημοσιονομικό κόστος της παράτασης της αναστολής της εισφοράς αλληλεγγύης και της μείωσης των ασφαλιστικών εισφορών είναι περίπου 1,6 δισ. ευρώ για το 2022. Συνολικά, δηλαδή για φέτος και το επόμενο έτος, το κόστος των μέτρων ανέρχεται σε 2,7 δισ. ευρώ.