Ζαββός: Οι επενδυτές βλέπουν μεταρρυθμίσεις που δεν τόλμησε κανείς για δεκαετίες
Στη συνέντευξη που παραχώρησε στο powergame.gr.
«Ρεαλιστικά αισιόδοξος», όπως ο ίδιος δηλώνει για την επόμενη μέρα, ο υφυπουργός Οικονομικών, αρμόδιος για το χρηματοπιστωτικό σύστημα, Γιώργος Ζαββός, ερμηνεύει την έννοια του ουσιαστικού μετασχηματισμού του παραγωγικού μοντέλου της χώρας, ως ένα νέο μοντέλο με στρατηγικές παραμέτρους τη βιωσιμότητα, την πράσινη ανάπτυξη και τη ψηφιακή μετάβαση.
«Χρειαζόμαστε ένα τραπεζικό σύστημα που να στηρίζει ένα νέο αναπτυξιακό και ανθρωποκεντρικό μοντέλο που είναι το ανεστραμμένο κοσμοείδωλο αυτού του καταναλωτικού πού έφερε τη χώρα στα πρόθυρα της χρεωκοπίας» επισημαίνει στη συνέντευξη που παραχώρησε στο powergame.gr. Όσο για το πρόγραμα «Ηρακλής», που θα πρέπει να θεωρείται δικαίως «παιδί του», θα τον χαρακτήριζε ως τον «πρόδρομο δείκτη πού μαζί με τις άλλες μεταρρυθμίσεις της κυβέρνησης θα οδηγήσει την χώρα σύντομα στην πιστοληπτική αναβάθμισή της βάζοντας τη στην πρώτη λίγκα του Ευρωπαϊκού χάρτη των επενδύσεων» .
Ίσως θα είχε νόημα να θυμίσουμε ότι ο υφυπουργός έχει μια αποδεδειγμένη μεταρρυθμιστική πορεία κυρίως στον τραπεζικό τομέα στην Ελλάδα και την Ευρώπη. Ως Ευρωβουλευτής, ο Γιώργος Ζαββός ήταν ο κύριος εκπρόσωπος του ΕΛΚ για τα τραπεζικά θέματα και εισηγητής της Οδηγίας για την κεφαλαιακή επάρκεια των τραπεζών. Παράλληλα ήταν ο Πρόεδρος της Επιτροπής Εκσυγχρονισμού του Ελληνικού Χρηματοπιστωτικού Συστήματος η οποία επεξεργάστηκε τον Τραπεζικό Νόμο του 1992 και τις μεταρρυθμίσεις για την κεφαλαιαγορά. Πριν από αυτό, ως στέλεχος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής στην Γενική Διεύθυνση Τραπεζών, ήταν ο κύριος εισηγητής και διαπραγματευτής της περίφημης Δεύτερης Τραπεζικής Οδηγίας.
Μια ζωή στα τραπεζικά δρώμενα, την αλλαγή. Την προσαρμογή στα κοινοτικά δεδομένα. «Επιτροπή Ζαββού» τη δεκαετία του ΄90 με κομβικό ρόλο στον εκσυγχρονισμό του τραπεζικού συστήματος, Επιτροπές και σήμερα, από τη θέση του υφυπουργού Οικονομικών, για τη νέα τραπεζική μεταρρύθμιση. Πώς βλέπετε το τραπεζικό σύστημα της επόμενης μέρας; Είστε αισιόδοξος;
Αγγίζετε ευαίσθητες χορδές καθώς αναφέρεστε και σε προηγούμενες τραπεζικές μεταρρυθμίσεις της χώρας μας. Αναφέρεστε προφανώς σε εκείνη της δεκαετίας του ’90 όπου το ελληνικό τραπεζικό σύστημα χρειαζόταν σε ταχύτατους χρόνους να συντονιστεί με τις ευρωπαϊκές εξελίξεις. Μια μεταρρύθμιση με διπλό στόχο: αφενός μεν τον εκσυγχρονισμό της χρηματοοικονομικής θεσμικής υποδομής και αφετέρου την προσαρμογή των τραπεζών μας στις τότε αλλαγές που επέφερε το άνοιγμα και ο αυξημένος ανταγωνισμός της ενιαίας τραπεζικής αγοράς του 1992.
Με αυτήν την μεταρρύθμιση της δεκαετίας του ’90 η Ελλάδα απέκτησε τον πρώτο ολοκληρωμένο τραπεζικό Νόμο δηλαδή τον καταστατικό χάρτη για τη λειτουργία των τραπεζών και, παράλληλα, η ΤτΕ ενισχύθηκε σημαντικά στην άσκηση της εποπτείας της με νέες σύγχρονες δομές. Πρόκειται για μια μεταρρύθμιση που έβαλε το ελληνικό τραπεζικό σύστημα σε μια ευρωπαϊκή τροχιά.
Συνεπώς, υπάρχει μεταρρυθμιστική συνέχεια με ό,τι γίνεται σήμερα;
Θα έλεγα ναι, γιατί όπως βλέπετε, 30 χρόνια μετά, προχωρήσαμε και πάλι σε καθοριστικές μεταρρυθμίσεις στον χρηματοπιστωτικό τομέα οι οποίες βέβαια ήρθαν να αντιμετωπίσουν μεγάλα προβλήματα που σώρευσε η κρίση του 2008-2009. Αν μας αξιολογήσετε με τα πιο αυστηρά κριτήρια, νομίζω θα διαπιστώσετε τι κατόρθωσε να πετύχει η κυβέρνηση του Κυριάκου Μητσοτάκη σε αυτόν τον τομέα μέσα σε λιγότερο από δυο χρόνια, κι όλα αυτά εν μέσω μιας από τις οξύτερες κρίσεις που έχει βιώσει η χώρα μας, η Ευρώπη και ολόκληρος ο κόσμος. Μεταρρυθμίσεις οι οποίες έχουν επικροτηθεί από τους εταίρους, τους επενδυτές, τους οίκους αξιολόγησης- όπως φαίνεται και από τις απανωτές αναβαθμίσεις των ελληνικών τραπεζών τις τελευταίες ημέρες – , τις ίδιες τις τράπεζες. Οπότε πρέπει να σας πω ότι είμαι ρεαλιστικά αισιόδοξος για τα επόμενα βήματα. Τώρα ιδιαίτερα, με την αύξηση της εμβολιαστικής κάλυψης του πληθυσμού, την έλευση των πόρων του Ταμείου Ανάκαμψης, τις διεθνείς αγορές σε κατάσταση επενδυτικής ευφορίας και σε αναζήτηση αξιόπιστων επενδυτικών στόχων. Αυτό που μετράει περισσότερο είναι ότι οι επενδυτές βλέπουν μια κυβέρνηση που ακόμη και μέσα στην κρίση συνεχίζει τις μεταρρυθμίσεις που δεν τόλμησε κανείς για δεκαετίες. Πιστεύω λοιπόν ότι μπορούμε να ατενίζουμε τα πράγματα με μεγαλύτερη αισιοδοξία.
Έχει πλέον καταγραφεί ο «άθλος του Ηρακλή», καθώς και ο νέος Ηρακλής και οι στόχοι για μονοψήφια ποσοστά κόκκινων δανείων. Πώς βλέπεται να εξελίσσεται αυτή η διαδικασία στο άμεσο μέλλον;
Στην πρώτη περίοδο λειτουργίας του, ο «Ηρακλής» απάλλαξε τις ελληνικές τράπεζες από μη εξυπηρετούμενα δάνεια (ΜΕΔ) περίπου 32 δισ. ευρώ. Το Σχήμα αγκαλιάστηκε από όλες τις συστημικές τράπεζες, τους επενδυτές και επικροτήθηκε από τους Ευρωπαίους εταίρους μας. Όπως γνωρίζετε, λάβαμε την έγκριση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, στις 9 Απριλίου, για την 18μηνη παράταση του «Ηρακλή». Αξίζει να σημειώσω εδώ ότι ακριβώς αυτήν την μεταρρυθμιστική επιμονή και συνέπεια είναι που «βαθμολογούν» όλες οι πρόσφατες εκθέσεις των διεθνών οίκων αξιολόγησης. Στο αμέσως προσεχές διάστημα πρόκειται να καταθέσουμε τον εφαρμοστικό νόμο προς ψήφιση στη Βουλή. Ο «Ηρακλής ΙΙ» θα στοχεύσει στην μείωση επιπλέον 30 – 32 δισ. ευρώ ΜΕΔ με στόχο τον μονοψήφιο δείκτη μέχρι τα τέλη του 2022 για όλες τις τράπεζες, με κάποιες εξ αυτών να το επιτυγχάνουν ήδη από το τρέχον έτος.
Ο «Ηρακλής» είναι μια ζωτική μεταρρύθμιση που υλοποίησε η κυβέρνηση. Προσέφερε μία συστημική λύση για τη μείωση των κόκκινων δανείων των ελληνικών τραπεζών, χωρίς κανένα κόστος για τον Έλληνα φορολογούμενο. Έφερε απτά αποτελέσματα σε χρόνους – ρεκόρ, ύστερα από μακροχρόνια αδράνεια και άγονες αναζητήσεις. Πρόκειται για μεταρρύθμιση εμβέλειας που δημιουργεί δυναμικές συνέργειες διότι επιφέρει αλυσιδωτές θετικές επιπτώσεις σε μια σειρά αλληλοεπηρεαζόμενων τομέων: τράπεζες, κεφαλαιαγορά, αγορά των ακινήτων, ρευστότητα στην οικονομία. Έχει ευνοϊκά αποτελέσματα στην οικονομία γιατί, απαλλάσσοντας τις τράπεζες από το άγος των κόκκινων δανείων, διευρύνει την δυνατότητα παροχής ρευστότητας στα νοικοκυριά και στις μικρομεσαίες επιχειρήσεις. Ο Ηρακλής είναι ο πρόδρομος δείκτης πού μαζί με τις άλλες μεταρρυθμίσεις της κυβέρνησης θα οδηγήσει την χώρα σύντομα στην πιστοληπτική αναβάθμισή της βάζοντας την στην πρώτη λίγκα του Ευρωπαϊκού χάρτη των επενδύσεων .
Μετά από όλα αυτά, ποια νομίζετε θα είναι η θέση των ελληνικών τραπεζών;
Θα πρέπει να σκεφτούμε ότι η κυβέρνηση με τον «Ηρακλή» και τη μεταρρύθμιση του νόμου του Ταμείου Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας έχει κάνει τις απαραίτητες τομές ώστε οι τράπεζες να μπορέσουν από εδώ και μπρος να αναπτύξουν όλη την δυναμική τους. Απαλλαγμένες από το βάρος των κόκκινων δανείων, θα μπορούν να εστιαστούν στη δουλειά τους που γνωρίζουν καλά , δηλ. τη χρηματοδότηση των μικρομεσαίων επιχειρήσεων και των νοικοκυριών. Παράλληλα να χτίσουν την κερδοφορία τους .
Επιπλέον σε αυτή την συγκυρία ο ρόλος των τραπεζών αποκτά νευραλγική σημασία ενόψει και της εισροής των πόρων από το Ταμείο Ανάκαμψης. Οι τράπεζες ως χρηματοδοτικός ενδιάμεσος έχουν μια σημαντική αποστολή: θα πρέπει να μεταφέρουν έγκαιρα και αποτελεσματικά τους ενωσιακούς πόρους στην πραγματική οικονομία, νοικοκυριά και μικρομεσαίες επιχειρήσεις. Θα πρέπει ακριβώς για τα σχέδια που θα χρηματοδοτηθούν από το Ταμείο Ανάκαμψης να ετοιμάσουν τις συγχρηματοδοτήσεις του ιδιωτικού τομέα και τις αναγκαίες μοχλεύσεις. Αυτό αποτελεί προϋπόθεση για τον μετασχηματισμό του παραγωγικού μοντέλου της χώρας που σήμερα έχει πολλές μικρές και κατακερματισμένες επιχειρήσεις. Αυτό είναι το μεγάλο ζητούμενο και από αυτό θα κριθεί η επιτυχία του συνολικού εγχειρήματος του εκσυγχρονισμού της οικονομίας μας, του τραπεζικού μας συστήματος.
Πρόκειται για αρκετά δύσκολο εγχείρημα που θα πρέπει να υλοποιηθεί γρήγορα…
Βεβαίως , αλλά δεν θα πρέπει να μας διαφεύγει ότι το διακύβευμα δεν είναι η απλή μεταφορά πόρων και η κατά το δοκούν αλυσιτελής διανομή τους. Αντίθετα χρειάζεται η πιστωτική υποστήριξη πραγματικών μεταρρυθμίσεων, συγκεκριμένων σχεδίων με αυστηρά κοστολογημένους προϋπολογισμούς και με ημερομηνία παράδοσης του έργου. Μιλάμε για τον ουσιαστικό μετασχηματισμό του παραγωγικού μοντέλου της χώρας. Δηλαδή για νέο μοντέλο με στρατηγικές παραμέτρους την βιωσιμότητα, την πράσινη ανάπτυξη και τη ψηφιακή μετάβαση. Αυτό το μοντέλο καλούνται τώρα να στηρίξουν οι ελληνικές τράπεζες κάνοντας πλέον οι ίδιες τις εταιρικές, επιχειρησιακές μεταρρυθμίσεις σε ασφυκτικά χρονικά διαστήματα για να καλύψουν τις συνεχώς αυξανόμενες ανάγκες των πελατών τους.
Αυτό βέβαια σημαίνει και σημαντικές αλλαγές για τις ίδιες τις τράπεζες…
Βεβαίως, για να αλλάξει η χρηματοδότηση πρέπει να αλλάξουν οι τράπεζες. Η καλπάζουσα ψηφιοποίηση των τραπεζικών εργασιών που επιταχύνθηκε λόγω της κρίσης αναγκάζει τις τράπεζες να περάσουν σε άλλη εποχή. Νομίζω, και ζυγίζω τις λέξεις μου, ότι για πρώτη φορά ο τραπεζικός τομέας αντιμετωπίζει κοσμογονικές προκλήσεις : από την μια μεριά ένα τόσο μεγάλο ανταγωνισμό ακριβώς στον πυρήνα των εργασιών του από εταιρίες πληρωμών και από την άλλη, με την επερχόμενη έλευση των ψηφιακών νομισμάτων που μεταβάλλουν τις δομές δεκαετιών. Οι τράπεζες χρειάζονται ταχύτατα νέα επιχειρησιακά μοντέλα, νέο στελεχιακό δυναμικό με νέες δεξιότητες στην πράσινη χρηματοδότηση και την ψηφιακή μετάβαση. Κυρίως όμως, και αυτό νομίζω είναι το πιο σημαντικό, είναι η ριζική αλλαγή της νοοτροπίας και της προσέγγισης του κοινωνικού τους ρόλου και την αλλαγή αξιών που σηματοδοτεί η βιώσιμη ανάπτυξη. Ένα πράγμα είναι σίγουρο: ότι οι τράπεζες δεν ήταν και δεν είναι αυτοσκοπός, αλλά έχουν νόημα μόνο στο βαθμό που θα μπορέσουν να υπηρετήσουν το νέο μοντέλο της βιώσιμης ανάπτυξης που θα επιφέρει και δημιουργία καλοπληρωμένων θέσεων εργασίας. Χρειαζόμαστε ένα τραπεζικό σύστημα που να στηρίζει ένα νέο αναπτυξιακό και ανθρωποκεντρικό μοντέλο που είναι το ανεστραμμένο κοσμοείδωλο αυτού του καταναλωτικού πού έφερε τη χώρα στα πρόθυρα της χρεωκοπίας.
Έχετε πει ότι οι τράπεζες της χώρας γίνονται ξανά επενδύσιμες. Σε ποια στοιχεία βασίζεται η εκτίμηση αυτή;
Νομίζω αυτό δείχνουν όλες οι πρόσφατες εξελίξεις και κυρίως η σημαντική παρουσία και το έντονο ενδιαφέρον που διαπιστώνουμε από τους ιδίους τους διεθνείς επενδυτές. Είναι εύλογο ότι χωρίς το βάρος των κόκκινων δανείων, οι ελληνικές τράπεζες θα έχουν τη δυνατότητα να υπερβούν την κρίση της προηγούμενης δεκαετίας διαμορφώνοντας ένα νέο, πιο αποτελεσματικό και κερδοφόρο επιχειρηματικό μοντέλο, προσανατολισμένο στην καλύτερη εξυπηρέτηση του πελάτη, της κοινωνίας και της Οικονομίας.
Θα έλεγα ότι η καλύτερη μέρα έχει αρχίσει να φαίνεται για τις ελληνικές τράπεζες, αφού χάρη στον «Ηρακλή» ξαναγίνονται επενδύσιμες. Δείτε τις πρόσφατες αναβαθμίσεις των ελληνικών τραπεζών και της ελληνικής οικονομίας από τους διεθνείς οίκους αξιολόγησης, το άνοιγμα των ελληνικών τραπεζών στις διεθνείς αγορές για την άντληση ρευστότητας μέσω ομολογιακών εκδόσεων, την πρόσφατη αύξηση κεφαλαίου της Τράπεζας Πειραιώς, η οποία συγκέντρωσε κεφάλαια 1,4 δισ. ευρώ, με πολλαπλή μάλιστα υπερκάλυψη της ζήτησης. Οι επενδυτές βλέπουν ότι έπειτα από την «πέτρινη δεκαετία» έχει επιστρέψει η σιγουριά στο τραπεζικό σύστημα για όλους τους λόγους που προαναφέραμε. Βλέπουν τη μείωση των κόκκινων δανείων, την επέλευση του Ταμείου Ανάκαμψης και ότι το τραπεζικό σύστημα δεν είχε ποτέ περισσότερες καταθέσεις από ότι αυτήν την περίοδο, ένα ακόμα δείγμα της ασφάλειας του πολίτη στο τραπεζικό μας σύστημα.
Παράλληλα με τις μεταρρυθμίσεις στον τραπεζικό τομέα, έχετε αναλάβει και δράσεις για μεταρρυθμίσεις και στα θέματα της κεφαλαιαγοράς…
Αυτό είναι αλήθεια , δεν θα πρέπει να λησμονούμε ότι η κυβέρνηση είχε εξαρχής μία ολιστική προσέγγιση για το χρηματοπιστωτικό σύστημα, για την εξυγίανση και τον εκσυγχρονισμό των μοχλών χρηματοδότησης και ανάπτυξης της οικονομίας. Και αυτό γιατί ο τραπεζικός τομέας και η κεφαλαιαγορά αποτελούν δυο μηχανές της οικονομίας, οι οποίες πρέπει να λειτουργούν συμπληρωματικά.
Αντιλαμβανόμαστε ότι μία υγιής και δυναμική κεφαλαιαγορά, πρέπει να είναι ένας αποτελεσματικός μηχανισμός για την εναλλακτική δυνατότητα άντλησης κεφαλαίων, ιδίως για τις μικρές και τις νεοφυείς επιχειρήσεις (start – up) που προωθούν την καινοτομία. Και αυτό, αποκτά πολύ μεγαλύτερη σημασία και επείγοντα χαρακτήρα για την επαύριον της πανδημικής κρίσης και ενόψει των πόρων από το Ταμείο Ανάκαμψης. Χρειαζόμαστε κεφαλαιαγορά με τη πιο σύγχρονη και αξιόπιστη θεσμική υποδομή, εξοπλισμένη με την πιο προωθημένη ψηφιακή τεχνολογία, κυρίως όμως με νοοτροπία δυναμικής εξωστρέφειας που αναζητεί και πετυχαίνει τις συνέργειες εκείνες που θα κάνουν την Ελλάδα όχι απλώς ένα παίχτη περιφερειακής εμβέλειας -που είναι εκ των πραγμάτων – αλλά ένα κομμάτι του νέου γίγνεσθαι που δημιουργεί η επιτάχυνση της Ένωσης των Ευρωπαϊκών κεφαλαιαγορών και η πράσινη χρηματοδότηση.
Με το Ταμείο Ανάκαμψης τα θέματα της πράσινης χρηματοδότησης έρχονται όλο και πιο δυναμικά στο προσκήνιο…
Πρόκειται για μια αλλαγή τεράστιας εμβέλειας που αλλάζει σημαντικά τις δομές και την λειτουργία του χρηματοοικονομικού οικοσυστήματος. Γι΄ αυτό τόσο οι τράπεζες, όσο και η κεφαλαιαγορά πρέπει να ετοιμαστούν με ταχύτατους ρυθμούς για το εγχείρημα της πράσινης χρηματοδότησης και της ψηφιακής μετάβασης που είναι σε εξέλιξη. Η πρόκληση για εμάς έρχεται από δύο πλευρές. Πρώτον, από το Ταμείο Ανάκαμψης με τις πράσινες στοχοθετήσεις που στηρίζουν κολοσσιαίοι πόροι, σχεδόν το 40% του συνολικού πορτοφολιού. Δεύτερον, από μια μεγάλη μεταστροφή των παγκοσμίων κεφαλαιαγορών, των επενδυτών και των διαχειριστών στοιχείων ενεργητικού σε επενδύσεις σχεδίων βιώσιμης και πράσινης ανάπτυξης. Από την ΕΕ ως τις ΗΠΑ, κάθε χρηματοπιστωτικό κέντρο βρίσκεται σε οξύ παγκόσμιο ανταγωνισμό για την προσέλκυση των πράσινων χρηματοδοτήσεων και θέλει να επιβιώσει και να διαρκέσει, άρα θα πρέπει να συμμετάσχει ενεργά, δημιουργώντας την υποδομή της πράσινης χρηματοδότησης. Το ίδιο είμαστε αποφασισμένοι να κάνουμε και εμείς.
«Χρειαζόμαστε ένα τραπεζικό σύστημα που να στηρίζει ένα νέο αναπτυξιακό και ανθρωποκεντρικό μοντέλο που είναι το ανεστραμμένο κοσμοείδωλο αυτού του καταναλωτικού πού έφερε τη χώρα στα πρόθυρα της χρεωκοπίας» επισημαίνει στη συνέντευξη που παραχώρησε στο powergame.gr. Όσο για το πρόγραμα «Ηρακλής», που θα πρέπει να θεωρείται δικαίως «παιδί του», θα τον χαρακτήριζε ως τον «πρόδρομο δείκτη πού μαζί με τις άλλες μεταρρυθμίσεις της κυβέρνησης θα οδηγήσει την χώρα σύντομα στην πιστοληπτική αναβάθμισή της βάζοντας τη στην πρώτη λίγκα του Ευρωπαϊκού χάρτη των επενδύσεων» .
Ίσως θα είχε νόημα να θυμίσουμε ότι ο υφυπουργός έχει μια αποδεδειγμένη μεταρρυθμιστική πορεία κυρίως στον τραπεζικό τομέα στην Ελλάδα και την Ευρώπη. Ως Ευρωβουλευτής, ο Γιώργος Ζαββός ήταν ο κύριος εκπρόσωπος του ΕΛΚ για τα τραπεζικά θέματα και εισηγητής της Οδηγίας για την κεφαλαιακή επάρκεια των τραπεζών. Παράλληλα ήταν ο Πρόεδρος της Επιτροπής Εκσυγχρονισμού του Ελληνικού Χρηματοπιστωτικού Συστήματος η οποία επεξεργάστηκε τον Τραπεζικό Νόμο του 1992 και τις μεταρρυθμίσεις για την κεφαλαιαγορά. Πριν από αυτό, ως στέλεχος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής στην Γενική Διεύθυνση Τραπεζών, ήταν ο κύριος εισηγητής και διαπραγματευτής της περίφημης Δεύτερης Τραπεζικής Οδηγίας.
Μια ζωή στα τραπεζικά δρώμενα, την αλλαγή. Την προσαρμογή στα κοινοτικά δεδομένα. «Επιτροπή Ζαββού» τη δεκαετία του ΄90 με κομβικό ρόλο στον εκσυγχρονισμό του τραπεζικού συστήματος, Επιτροπές και σήμερα, από τη θέση του υφυπουργού Οικονομικών, για τη νέα τραπεζική μεταρρύθμιση. Πώς βλέπετε το τραπεζικό σύστημα της επόμενης μέρας; Είστε αισιόδοξος;
Αγγίζετε ευαίσθητες χορδές καθώς αναφέρεστε και σε προηγούμενες τραπεζικές μεταρρυθμίσεις της χώρας μας. Αναφέρεστε προφανώς σε εκείνη της δεκαετίας του ’90 όπου το ελληνικό τραπεζικό σύστημα χρειαζόταν σε ταχύτατους χρόνους να συντονιστεί με τις ευρωπαϊκές εξελίξεις. Μια μεταρρύθμιση με διπλό στόχο: αφενός μεν τον εκσυγχρονισμό της χρηματοοικονομικής θεσμικής υποδομής και αφετέρου την προσαρμογή των τραπεζών μας στις τότε αλλαγές που επέφερε το άνοιγμα και ο αυξημένος ανταγωνισμός της ενιαίας τραπεζικής αγοράς του 1992.
Με αυτήν την μεταρρύθμιση της δεκαετίας του ’90 η Ελλάδα απέκτησε τον πρώτο ολοκληρωμένο τραπεζικό Νόμο δηλαδή τον καταστατικό χάρτη για τη λειτουργία των τραπεζών και, παράλληλα, η ΤτΕ ενισχύθηκε σημαντικά στην άσκηση της εποπτείας της με νέες σύγχρονες δομές. Πρόκειται για μια μεταρρύθμιση που έβαλε το ελληνικό τραπεζικό σύστημα σε μια ευρωπαϊκή τροχιά.
Συνεπώς, υπάρχει μεταρρυθμιστική συνέχεια με ό,τι γίνεται σήμερα;
Θα έλεγα ναι, γιατί όπως βλέπετε, 30 χρόνια μετά, προχωρήσαμε και πάλι σε καθοριστικές μεταρρυθμίσεις στον χρηματοπιστωτικό τομέα οι οποίες βέβαια ήρθαν να αντιμετωπίσουν μεγάλα προβλήματα που σώρευσε η κρίση του 2008-2009. Αν μας αξιολογήσετε με τα πιο αυστηρά κριτήρια, νομίζω θα διαπιστώσετε τι κατόρθωσε να πετύχει η κυβέρνηση του Κυριάκου Μητσοτάκη σε αυτόν τον τομέα μέσα σε λιγότερο από δυο χρόνια, κι όλα αυτά εν μέσω μιας από τις οξύτερες κρίσεις που έχει βιώσει η χώρα μας, η Ευρώπη και ολόκληρος ο κόσμος. Μεταρρυθμίσεις οι οποίες έχουν επικροτηθεί από τους εταίρους, τους επενδυτές, τους οίκους αξιολόγησης- όπως φαίνεται και από τις απανωτές αναβαθμίσεις των ελληνικών τραπεζών τις τελευταίες ημέρες – , τις ίδιες τις τράπεζες. Οπότε πρέπει να σας πω ότι είμαι ρεαλιστικά αισιόδοξος για τα επόμενα βήματα. Τώρα ιδιαίτερα, με την αύξηση της εμβολιαστικής κάλυψης του πληθυσμού, την έλευση των πόρων του Ταμείου Ανάκαμψης, τις διεθνείς αγορές σε κατάσταση επενδυτικής ευφορίας και σε αναζήτηση αξιόπιστων επενδυτικών στόχων. Αυτό που μετράει περισσότερο είναι ότι οι επενδυτές βλέπουν μια κυβέρνηση που ακόμη και μέσα στην κρίση συνεχίζει τις μεταρρυθμίσεις που δεν τόλμησε κανείς για δεκαετίες. Πιστεύω λοιπόν ότι μπορούμε να ατενίζουμε τα πράγματα με μεγαλύτερη αισιοδοξία.
Έχει πλέον καταγραφεί ο «άθλος του Ηρακλή», καθώς και ο νέος Ηρακλής και οι στόχοι για μονοψήφια ποσοστά κόκκινων δανείων. Πώς βλέπεται να εξελίσσεται αυτή η διαδικασία στο άμεσο μέλλον;
Στην πρώτη περίοδο λειτουργίας του, ο «Ηρακλής» απάλλαξε τις ελληνικές τράπεζες από μη εξυπηρετούμενα δάνεια (ΜΕΔ) περίπου 32 δισ. ευρώ. Το Σχήμα αγκαλιάστηκε από όλες τις συστημικές τράπεζες, τους επενδυτές και επικροτήθηκε από τους Ευρωπαίους εταίρους μας. Όπως γνωρίζετε, λάβαμε την έγκριση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, στις 9 Απριλίου, για την 18μηνη παράταση του «Ηρακλή». Αξίζει να σημειώσω εδώ ότι ακριβώς αυτήν την μεταρρυθμιστική επιμονή και συνέπεια είναι που «βαθμολογούν» όλες οι πρόσφατες εκθέσεις των διεθνών οίκων αξιολόγησης. Στο αμέσως προσεχές διάστημα πρόκειται να καταθέσουμε τον εφαρμοστικό νόμο προς ψήφιση στη Βουλή. Ο «Ηρακλής ΙΙ» θα στοχεύσει στην μείωση επιπλέον 30 – 32 δισ. ευρώ ΜΕΔ με στόχο τον μονοψήφιο δείκτη μέχρι τα τέλη του 2022 για όλες τις τράπεζες, με κάποιες εξ αυτών να το επιτυγχάνουν ήδη από το τρέχον έτος.
Ο «Ηρακλής» είναι μια ζωτική μεταρρύθμιση που υλοποίησε η κυβέρνηση. Προσέφερε μία συστημική λύση για τη μείωση των κόκκινων δανείων των ελληνικών τραπεζών, χωρίς κανένα κόστος για τον Έλληνα φορολογούμενο. Έφερε απτά αποτελέσματα σε χρόνους – ρεκόρ, ύστερα από μακροχρόνια αδράνεια και άγονες αναζητήσεις. Πρόκειται για μεταρρύθμιση εμβέλειας που δημιουργεί δυναμικές συνέργειες διότι επιφέρει αλυσιδωτές θετικές επιπτώσεις σε μια σειρά αλληλοεπηρεαζόμενων τομέων: τράπεζες, κεφαλαιαγορά, αγορά των ακινήτων, ρευστότητα στην οικονομία. Έχει ευνοϊκά αποτελέσματα στην οικονομία γιατί, απαλλάσσοντας τις τράπεζες από το άγος των κόκκινων δανείων, διευρύνει την δυνατότητα παροχής ρευστότητας στα νοικοκυριά και στις μικρομεσαίες επιχειρήσεις. Ο Ηρακλής είναι ο πρόδρομος δείκτης πού μαζί με τις άλλες μεταρρυθμίσεις της κυβέρνησης θα οδηγήσει την χώρα σύντομα στην πιστοληπτική αναβάθμισή της βάζοντας την στην πρώτη λίγκα του Ευρωπαϊκού χάρτη των επενδύσεων .
Μετά από όλα αυτά, ποια νομίζετε θα είναι η θέση των ελληνικών τραπεζών;
Θα πρέπει να σκεφτούμε ότι η κυβέρνηση με τον «Ηρακλή» και τη μεταρρύθμιση του νόμου του Ταμείου Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας έχει κάνει τις απαραίτητες τομές ώστε οι τράπεζες να μπορέσουν από εδώ και μπρος να αναπτύξουν όλη την δυναμική τους. Απαλλαγμένες από το βάρος των κόκκινων δανείων, θα μπορούν να εστιαστούν στη δουλειά τους που γνωρίζουν καλά , δηλ. τη χρηματοδότηση των μικρομεσαίων επιχειρήσεων και των νοικοκυριών. Παράλληλα να χτίσουν την κερδοφορία τους .
Επιπλέον σε αυτή την συγκυρία ο ρόλος των τραπεζών αποκτά νευραλγική σημασία ενόψει και της εισροής των πόρων από το Ταμείο Ανάκαμψης. Οι τράπεζες ως χρηματοδοτικός ενδιάμεσος έχουν μια σημαντική αποστολή: θα πρέπει να μεταφέρουν έγκαιρα και αποτελεσματικά τους ενωσιακούς πόρους στην πραγματική οικονομία, νοικοκυριά και μικρομεσαίες επιχειρήσεις. Θα πρέπει ακριβώς για τα σχέδια που θα χρηματοδοτηθούν από το Ταμείο Ανάκαμψης να ετοιμάσουν τις συγχρηματοδοτήσεις του ιδιωτικού τομέα και τις αναγκαίες μοχλεύσεις. Αυτό αποτελεί προϋπόθεση για τον μετασχηματισμό του παραγωγικού μοντέλου της χώρας που σήμερα έχει πολλές μικρές και κατακερματισμένες επιχειρήσεις. Αυτό είναι το μεγάλο ζητούμενο και από αυτό θα κριθεί η επιτυχία του συνολικού εγχειρήματος του εκσυγχρονισμού της οικονομίας μας, του τραπεζικού μας συστήματος.
Πρόκειται για αρκετά δύσκολο εγχείρημα που θα πρέπει να υλοποιηθεί γρήγορα…
Βεβαίως , αλλά δεν θα πρέπει να μας διαφεύγει ότι το διακύβευμα δεν είναι η απλή μεταφορά πόρων και η κατά το δοκούν αλυσιτελής διανομή τους. Αντίθετα χρειάζεται η πιστωτική υποστήριξη πραγματικών μεταρρυθμίσεων, συγκεκριμένων σχεδίων με αυστηρά κοστολογημένους προϋπολογισμούς και με ημερομηνία παράδοσης του έργου. Μιλάμε για τον ουσιαστικό μετασχηματισμό του παραγωγικού μοντέλου της χώρας. Δηλαδή για νέο μοντέλο με στρατηγικές παραμέτρους την βιωσιμότητα, την πράσινη ανάπτυξη και τη ψηφιακή μετάβαση. Αυτό το μοντέλο καλούνται τώρα να στηρίξουν οι ελληνικές τράπεζες κάνοντας πλέον οι ίδιες τις εταιρικές, επιχειρησιακές μεταρρυθμίσεις σε ασφυκτικά χρονικά διαστήματα για να καλύψουν τις συνεχώς αυξανόμενες ανάγκες των πελατών τους.
Αυτό βέβαια σημαίνει και σημαντικές αλλαγές για τις ίδιες τις τράπεζες…
Βεβαίως, για να αλλάξει η χρηματοδότηση πρέπει να αλλάξουν οι τράπεζες. Η καλπάζουσα ψηφιοποίηση των τραπεζικών εργασιών που επιταχύνθηκε λόγω της κρίσης αναγκάζει τις τράπεζες να περάσουν σε άλλη εποχή. Νομίζω, και ζυγίζω τις λέξεις μου, ότι για πρώτη φορά ο τραπεζικός τομέας αντιμετωπίζει κοσμογονικές προκλήσεις : από την μια μεριά ένα τόσο μεγάλο ανταγωνισμό ακριβώς στον πυρήνα των εργασιών του από εταιρίες πληρωμών και από την άλλη, με την επερχόμενη έλευση των ψηφιακών νομισμάτων που μεταβάλλουν τις δομές δεκαετιών. Οι τράπεζες χρειάζονται ταχύτατα νέα επιχειρησιακά μοντέλα, νέο στελεχιακό δυναμικό με νέες δεξιότητες στην πράσινη χρηματοδότηση και την ψηφιακή μετάβαση. Κυρίως όμως, και αυτό νομίζω είναι το πιο σημαντικό, είναι η ριζική αλλαγή της νοοτροπίας και της προσέγγισης του κοινωνικού τους ρόλου και την αλλαγή αξιών που σηματοδοτεί η βιώσιμη ανάπτυξη. Ένα πράγμα είναι σίγουρο: ότι οι τράπεζες δεν ήταν και δεν είναι αυτοσκοπός, αλλά έχουν νόημα μόνο στο βαθμό που θα μπορέσουν να υπηρετήσουν το νέο μοντέλο της βιώσιμης ανάπτυξης που θα επιφέρει και δημιουργία καλοπληρωμένων θέσεων εργασίας. Χρειαζόμαστε ένα τραπεζικό σύστημα που να στηρίζει ένα νέο αναπτυξιακό και ανθρωποκεντρικό μοντέλο που είναι το ανεστραμμένο κοσμοείδωλο αυτού του καταναλωτικού πού έφερε τη χώρα στα πρόθυρα της χρεωκοπίας.
Έχετε πει ότι οι τράπεζες της χώρας γίνονται ξανά επενδύσιμες. Σε ποια στοιχεία βασίζεται η εκτίμηση αυτή;
Νομίζω αυτό δείχνουν όλες οι πρόσφατες εξελίξεις και κυρίως η σημαντική παρουσία και το έντονο ενδιαφέρον που διαπιστώνουμε από τους ιδίους τους διεθνείς επενδυτές. Είναι εύλογο ότι χωρίς το βάρος των κόκκινων δανείων, οι ελληνικές τράπεζες θα έχουν τη δυνατότητα να υπερβούν την κρίση της προηγούμενης δεκαετίας διαμορφώνοντας ένα νέο, πιο αποτελεσματικό και κερδοφόρο επιχειρηματικό μοντέλο, προσανατολισμένο στην καλύτερη εξυπηρέτηση του πελάτη, της κοινωνίας και της Οικονομίας.
Θα έλεγα ότι η καλύτερη μέρα έχει αρχίσει να φαίνεται για τις ελληνικές τράπεζες, αφού χάρη στον «Ηρακλή» ξαναγίνονται επενδύσιμες. Δείτε τις πρόσφατες αναβαθμίσεις των ελληνικών τραπεζών και της ελληνικής οικονομίας από τους διεθνείς οίκους αξιολόγησης, το άνοιγμα των ελληνικών τραπεζών στις διεθνείς αγορές για την άντληση ρευστότητας μέσω ομολογιακών εκδόσεων, την πρόσφατη αύξηση κεφαλαίου της Τράπεζας Πειραιώς, η οποία συγκέντρωσε κεφάλαια 1,4 δισ. ευρώ, με πολλαπλή μάλιστα υπερκάλυψη της ζήτησης. Οι επενδυτές βλέπουν ότι έπειτα από την «πέτρινη δεκαετία» έχει επιστρέψει η σιγουριά στο τραπεζικό σύστημα για όλους τους λόγους που προαναφέραμε. Βλέπουν τη μείωση των κόκκινων δανείων, την επέλευση του Ταμείου Ανάκαμψης και ότι το τραπεζικό σύστημα δεν είχε ποτέ περισσότερες καταθέσεις από ότι αυτήν την περίοδο, ένα ακόμα δείγμα της ασφάλειας του πολίτη στο τραπεζικό μας σύστημα.
Παράλληλα με τις μεταρρυθμίσεις στον τραπεζικό τομέα, έχετε αναλάβει και δράσεις για μεταρρυθμίσεις και στα θέματα της κεφαλαιαγοράς…
Αυτό είναι αλήθεια , δεν θα πρέπει να λησμονούμε ότι η κυβέρνηση είχε εξαρχής μία ολιστική προσέγγιση για το χρηματοπιστωτικό σύστημα, για την εξυγίανση και τον εκσυγχρονισμό των μοχλών χρηματοδότησης και ανάπτυξης της οικονομίας. Και αυτό γιατί ο τραπεζικός τομέας και η κεφαλαιαγορά αποτελούν δυο μηχανές της οικονομίας, οι οποίες πρέπει να λειτουργούν συμπληρωματικά.
Αντιλαμβανόμαστε ότι μία υγιής και δυναμική κεφαλαιαγορά, πρέπει να είναι ένας αποτελεσματικός μηχανισμός για την εναλλακτική δυνατότητα άντλησης κεφαλαίων, ιδίως για τις μικρές και τις νεοφυείς επιχειρήσεις (start – up) που προωθούν την καινοτομία. Και αυτό, αποκτά πολύ μεγαλύτερη σημασία και επείγοντα χαρακτήρα για την επαύριον της πανδημικής κρίσης και ενόψει των πόρων από το Ταμείο Ανάκαμψης. Χρειαζόμαστε κεφαλαιαγορά με τη πιο σύγχρονη και αξιόπιστη θεσμική υποδομή, εξοπλισμένη με την πιο προωθημένη ψηφιακή τεχνολογία, κυρίως όμως με νοοτροπία δυναμικής εξωστρέφειας που αναζητεί και πετυχαίνει τις συνέργειες εκείνες που θα κάνουν την Ελλάδα όχι απλώς ένα παίχτη περιφερειακής εμβέλειας -που είναι εκ των πραγμάτων – αλλά ένα κομμάτι του νέου γίγνεσθαι που δημιουργεί η επιτάχυνση της Ένωσης των Ευρωπαϊκών κεφαλαιαγορών και η πράσινη χρηματοδότηση.
Με το Ταμείο Ανάκαμψης τα θέματα της πράσινης χρηματοδότησης έρχονται όλο και πιο δυναμικά στο προσκήνιο…
Πρόκειται για μια αλλαγή τεράστιας εμβέλειας που αλλάζει σημαντικά τις δομές και την λειτουργία του χρηματοοικονομικού οικοσυστήματος. Γι΄ αυτό τόσο οι τράπεζες, όσο και η κεφαλαιαγορά πρέπει να ετοιμαστούν με ταχύτατους ρυθμούς για το εγχείρημα της πράσινης χρηματοδότησης και της ψηφιακής μετάβασης που είναι σε εξέλιξη. Η πρόκληση για εμάς έρχεται από δύο πλευρές. Πρώτον, από το Ταμείο Ανάκαμψης με τις πράσινες στοχοθετήσεις που στηρίζουν κολοσσιαίοι πόροι, σχεδόν το 40% του συνολικού πορτοφολιού. Δεύτερον, από μια μεγάλη μεταστροφή των παγκοσμίων κεφαλαιαγορών, των επενδυτών και των διαχειριστών στοιχείων ενεργητικού σε επενδύσεις σχεδίων βιώσιμης και πράσινης ανάπτυξης. Από την ΕΕ ως τις ΗΠΑ, κάθε χρηματοπιστωτικό κέντρο βρίσκεται σε οξύ παγκόσμιο ανταγωνισμό για την προσέλκυση των πράσινων χρηματοδοτήσεων και θέλει να επιβιώσει και να διαρκέσει, άρα θα πρέπει να συμμετάσχει ενεργά, δημιουργώντας την υποδομή της πράσινης χρηματοδότησης. Το ίδιο είμαστε αποφασισμένοι να κάνουμε και εμείς.