Μέσα σε βαρύ κλίμα, καθώς τις επόμενες εβδομάδες θα αποτυπωθούν στους λογαριασμούς ηλεκτρικής ενέργειας οι υψηλές τιμές που έχουν διαμορφωθεί τους τελευταίους μήνες στη χονδρική αγορά, κορυφώνεται η διαβούλευση μεταξύ της Ρυθμιστικής Αρχής Ενέργειας (ΡΑΕ), των προμηθευτών και των μεγάλων καταναλωτών για τις αλλαγές στα τιμολόγια.

Η διαβούλευση θα διαρκέσει μέχρι τις 15 Σεπτεμβρίου, μετά την παράταση που έδωσε η ΡΑΕ, με την πλευρά της ρυθμιστικής αρχής να τηρεί σκληρή στάση όσον αφορά ορισμένες αλλαγές, όπως η κατάργηση του παγίου, αλλά και το πλαφόν στη ρήτρα αναπροσαρμογής που εφαρμόζουν σήμερα οι προμηθευτές με βάση τη χονδρική τιμή.

Αντίθετα η διοίκηση της ΡΑΕ δέχθηκε τα επιχειρήματα των εταιρειών και έχει εντάξει από την αρχή την πρόβλεψη για επιβολή «ρήτρας πρόωρης αποχώρησης» (switching fee / termination fee) στους καταναλωτές, αλλά μόνο σε τιμολόγια σταθερής τιμής και ορισμένου χρόνου. Θεωρεί, όμως, πως δεν πρέπει να επιβάλλεται αυτή η χρέωση στους καταναλωτές με κυμαινόμενα τιμολόγια.

Για το θέμα του παγίου, κάποιοι από τους ισχυρούς ομίλους στη λιανική πώληση ηλεκτρικής ενέργειας που είχαν συμμετάσχει στην τηλεδιάσκεψη που διοργάνωσε ο πρόεδρος της ΡΑΕ Αθ. Δαγούμας προ εβδομάδων (πριν κατατεθούν οι προτάσεις της ρυθμιστικής αρχής) υποστήριξαν πως πρέπει να διατηρηθεί επικαλούμενοι τα «έξοδα φακέλου», κ.α. Τα ίδια αναμένεται να επαναλάβουν και στη διαβούλευση, με τη διοίκηση της ΡΑΕ να εμμένει στη θέση για κατάργηση του παγίου.

Για το πλαφόν (π.χ. +30% ή – 30%) στη διαμόρφωση της ρήτρας αναπροσαρμογής, ανεξάρτητα από τις διακυμάνσεις στην τιμή χονδρικής, οι μεγαλύτερες αντιδράσεις προέρχονται από τους μη καθετοποιημένους παίκτες. Δηλαδή από αυτούς που δεν διαθέτουν και μονάδες παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας. «Όσοι έχουν και μονάδες ηλεκτροπαραγωγής μπορούν να απορροφήσουν τμήμα της ζημιάς από την επιβολή πλαφόν από τα κέρδη που θα έχουν στη χονδρική» επισημαίνουν στην αγορά. Αντίθετα, οι μικρότεροι όμιλοι, που σήμερα βασίζονται «στα ψιλά γράμματα των συμβάσεων προμήθειας» πρέπει να είναι πολύ προσεκτικοί στις προσφορές τους αν εφαρμοστεί το πλαφόν. Γιατί ενδέχεται να βρεθούν αντιμέτωποι με πολύ μεγάλες ζημιές αν η χονδρική εκτοξευτεί και το πλαφόν δεν τους επιτρέπει να διαμορφώσουν ανάλογα τα τιμολόγια.

Τα ψιλά γράμματα των συμβάσεων
Όμως, η διοίκηση της ΡΑΕ έχει βάλει στο στόχαστρο αυτά ακριβώς «τα ψιλά γράμματα των συμβάσεων» επειδή δεν επιτρέπουν εύκολες συγκρίσεις μεταξύ των τιμολογίων που προσφέρουν οι εταιρείες. Γι’ αυτό και «εξετάζεται η σκοπιμότητα πρόβλεψης με τον Κώδικα Προμήθειας συγκεκριμένων ορίων αναπροσαρμογής της Χρέωσης Προμήθειας, προκειμένου για την προστασία των καταναλωτών από τους κινδύνους, τους οποίους εκ των πραγμάτων δεν δύνανται να αξιολογήσουν, πολλώ δε μάλλον να αντιμετωπίσουν». Προσθέτει πως σε αντίθεση με τους καταναλωτές, «οι προμηθευτές, διαθέτουν εργαλεία διαχείρισης του ρίσκου διακύμανσης των τιμών των χονδρεμπορικών αγορών, καθότι αυτό είναι και το αντικείμενο της επιχειρηματικής τους δραστηριότητας. Για το λόγο αυτό, δεν προσήκει να μεταβιβάζουν στους Πελάτες, και δη στους Πελάτες Χαμηλής Τάσης, τον συνολικό κίνδυνο».

Στον κατάλογο προτάσεων της ΡΑΕ περιλαμβάνεται και η απαίτηση ώστε κάθε εταιρεία που δραστηριοποιείται στην αγορά λιανικής πώλησης ηλεκτρικής ενέργειας να προσφέρει τουλάχιστον δύο κατηγορίες τιμολογίων, με κυμαινόμενες και σταθερές τιμές. Προτείνεται, επίσης, να υπάρχει ευελιξία στους προμηθευτές όσον αφορά τον τρόπο διαμόρφωσης και υπολογισμού της ρήτρας αναπροσαρμογής, αλλά με βάση συγκεκριμένους δείκτες (όπως η τιμή χονδρεμπορικής αγοράς στην Αγορά Επόμενης Ημέρας, κ.α.) που μπορούν να ενταχθούν στο Εργαλείο Σύγκρισης Τιμών και να μπορούν να υπολογιστούν εύκολα από τους καταναλωτές.

Σήμερα, όπως αναφέρει η ΡΑΕ, «οι προμηθευτές εφαρμόζουν ποικιλοτρόπως διαφορετικές προσεγγίσεις. Αναλυτικότερα, διαφέρει ουσιωδώς τόσο το εύρος της διακύμανσης των τιμών της περιοχής ασφαλείας, η υπέρβαση του οποίου αποτελεί έναυσμα για την ενεργοποίηση της ρήτρας, όσο και η μεθοδολογία βάσει της οποίας καθορίζεται η προσαύξηση επί της βασικής τιμής της σύμβασης. Η εν λόγω εκτεταμένη διαφοροποίηση έχει ως αποτέλεσμα να καθίστανται πρακτικά ανέφικτοι οι επιδιωκόμενοι στόχοι της διαφάνειας και της συγκρισιμότητας των τιμολογίων. Σημειώνεται περαιτέρω, ότι ο σύνθετος τρόπος της ενεργοποίησης της ρήτρας αναπροσαρμογής καταλήγει και στην αδυναμία των καταναλωτών να προβλέψουν και να επαληθεύσουν κατάλληλα τη διαμόρφωση του κόστους προμήθειας».