Deutsche Bank: Σχεδόν 200 εκατ. πήρε πληροφοριοδότης για το σκάνδαλο Libor
Με σχεδόν 200 εκατ. δολάρια αντάμειψε η αμερικανική Επιτροπή Προθεσμιακών Συμβολαίων Εμπορευμάτων (CFTC) τον πληροφοριοδότη που της αποκάλυψε τη συμμετοχή της Deutsche Bank στο διεθνές σκάνδαλο της χειραγώγησης των διατραπεζικών επιτοκίων Libor. Είναι η μεγαλύτερη ανταμοιβή που έχει δοθεί σε πληροφοριοδότη, επισφραγίζοντας μια πρακτική που έγινε συχνότερη μετά τη χρηματοπιστωτική κρίση του 2008. Επισημοποιήθηκε από την τραπεζική νομοθεσία Ντόντ-Φρανκ που ψηφίστηκε επί κυβέρνησης Ομπάμα το 2010. Έκτοτε, οι ΗΠΑ θεωρούνται πως παρέχουν την καλύτερη νομική προστασία σε πληροφοριοδότες.
Από το 2014, όταν δόθηκε το πρώτο χρηματικό έπαθλο σε πληροφοριοδότη, η CTFC έχει παραχωρήσει πάνω από 300 εκατ. δολάρια συνολικά σε ανταμοιβές, οι οποίες τυπικά αντιπροσωπεύουν το 10% με 30% των προστίμων που πληρώνει κάθε εμπλεκόμενη εταιρεία ή τράπεζα σε μια υπόθεση. Αρκεί να αποδειχθεί πως τα στοιχεία που υποβάλει κάθε πληροφοριοδότης είναι αξιόπιστα για να κινηθούν οι σχετικές νομικές διαδικασίες.
Όπως δήλωσε η νομική εταιρεία Kirby Mc Inerney, η οποία εκπροσώπησε τον πληροφοριοδότη, «παρείχε αναλυτικές πληροφορίες, έγγραφα και πληροφορίες πάνω σε συναλλαγές το 2012». Τα στοιχεία αυτά αποτέλεσαν την αρχή μιας εκτενούς έρευνας από την CTFC σε συνεργασία με άλλες αμερικανικές και διεθνείς αρχές, ξεσκεπάζοντας τη χειραγώγηση της αγοράς των διατραπεζικών επιτοκίων από διεθνή τραπεζικά ιδρύματα.
Η Deutsche Bank, η Barclays και η Societe Generale ήταν ανάμεσα στις τράπεζες που προκαθόριζαν τα διατραπεζικά επιτόκια Libor, τα οποία αποτελούν σημείο αναφοράς για το κόστος δανεισμού στην καταναλωτική και τη στεγαστική πίστη όπως και σε άλλα πιστωτικά προϊόντα, συνολικού ύψους 350 τρισ. δολαρίων. Το 2015, η DeutscheBank πλήρωσε πρόστιμο 2,5 δισ. δολαρίων σε αρμόδιες αρχές.
Η SEC έχει επιβραβεύσει πληροφοριοδότες με πάνω από 1 δισ. δολάρια
Πληροφοριοδότες επιβραβεύει επίσης η αμερικανική Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς (SEC), έχοντας παραχωρήσει συνολικά 1,1 δισ. δολάρια σε 210 άτομα. Στα μέσα Οκτωβρίου, μάλιστα, ανακοίνωσε πως έδωσε 32 εκατ. δολάρια σε έναν πληροφοριοδότη και 8 εκατ. δολάρια σε έναν άλλο στο πλαίσιο της ίδιας υπόθεσης. Σύμφωνα με ορισμένες πληροφορίες, το Γραφείο Πληροφοριοδοτών της SEC, η λειτουργία του οποίου ξεκίνησε το 2011, δέχεται περίπου 4.000 καταγγελίες ανά έτος.
Πληροφοριοδότες στο ντίζελγκεϊτ και τη Facebook
Εκτός του χρηματοπιστωτικού κλάδου, πληροφοριοδότες έχουν ξεσκεπάσει μεγάλες υποθέσεις και σε άλλους κλάδους της οικονομίας. Μια από πιο χαρακτηριστικές περιπτώσεις είναι ο Κάρστεν βον Μπριούχ, μηχανικός που εργάζονταν στην Bosch, η οποία είχε αναπτύξει το λογισμικό που έδινε τη δυνατότητα στις αυτοκινητοβιομηχανίες να παραποιούν τις εκπομπές ρύπων από τους κινητήρες ντίζελ. Όμως, έχασε τη δουλεία του μετά από μια 12ετία στην Bosch, αφού είχε αρνηθεί σύσταση να μην εκφράζει δημόσια τις θέσεις του, όπως δήλωσε σε ρεπορτάζ της Deutsche Welle. «Στη συνέχεια, έπρεπε να περιμένω 11 μήνες για μια συστατική επιστολή και όταν την έλαβα ήταν περισσότερο σαν θανατική καταδίκη». Έχει καταφύγει στη Δικαιοσύνη για να τον επαναπροσλάβουν και η υπόθεση πέρασε στο εφετείο αρχές του 2021.
Πρόσφατα η Φράνσις Χόγκεν, πρώην στέλεχος της Facebook, κατέθεσε μια σειρά εσωτερικών ερευνών του τεχνολογικού κολοσσού στην SEC που δείχνουν πως σκοπός της διοίκησης ήταν μόνον η μεγιστοποίηση των κερδών ακόμα και εάν ήταν εις βάρος των χρηστών. Στις οκτώ καταγγελίες που υπέβαλε η ομάδα συνηγόρων της Χόγκεν στη SEC τον περασμένο μήνα τονίζεται πως η Facebook παραποιούσε σε μεγάλο βαθμό δεδομένα για την αύξηση των χρηστών της σε επενδυτές και διαφημιζόμενους.
«Κατά τη διάρκεια της θητείας μου στη Facebook συνειδητοποίησα μια απογοητευτική αλήθεια: σχεδόν κανένας εκτός της Facebook δεν γνωρίζει τι συμβαίνει μέσα στη Facebook», είχε δηλώσει αρχές Οκτωβρίου στην επιτροπή εμπορίου της αμερικανικής Γερουσίας. Ενίσχυσε, μεταξύ άλλων, την πεποίθηση πως θα πρέπει να επιβληθεί ένα αυστηρότερο νομικό πλαίσιο στους ομίλους κοινωνικής δικτύωσης. Γενικά, οι αξιόπιστοι πληροφοριοδότες με την υποβολή αδιάσειστων στοιχείων μπορεί να συμβάλουν στην ολοκλήρωση ουσιαστικών μεταρρυθμίσεων.
Από το 2014, όταν δόθηκε το πρώτο χρηματικό έπαθλο σε πληροφοριοδότη, η CTFC έχει παραχωρήσει πάνω από 300 εκατ. δολάρια συνολικά σε ανταμοιβές, οι οποίες τυπικά αντιπροσωπεύουν το 10% με 30% των προστίμων που πληρώνει κάθε εμπλεκόμενη εταιρεία ή τράπεζα σε μια υπόθεση. Αρκεί να αποδειχθεί πως τα στοιχεία που υποβάλει κάθε πληροφοριοδότης είναι αξιόπιστα για να κινηθούν οι σχετικές νομικές διαδικασίες.
Όπως δήλωσε η νομική εταιρεία Kirby Mc Inerney, η οποία εκπροσώπησε τον πληροφοριοδότη, «παρείχε αναλυτικές πληροφορίες, έγγραφα και πληροφορίες πάνω σε συναλλαγές το 2012». Τα στοιχεία αυτά αποτέλεσαν την αρχή μιας εκτενούς έρευνας από την CTFC σε συνεργασία με άλλες αμερικανικές και διεθνείς αρχές, ξεσκεπάζοντας τη χειραγώγηση της αγοράς των διατραπεζικών επιτοκίων από διεθνή τραπεζικά ιδρύματα.
Η Deutsche Bank, η Barclays και η Societe Generale ήταν ανάμεσα στις τράπεζες που προκαθόριζαν τα διατραπεζικά επιτόκια Libor, τα οποία αποτελούν σημείο αναφοράς για το κόστος δανεισμού στην καταναλωτική και τη στεγαστική πίστη όπως και σε άλλα πιστωτικά προϊόντα, συνολικού ύψους 350 τρισ. δολαρίων. Το 2015, η DeutscheBank πλήρωσε πρόστιμο 2,5 δισ. δολαρίων σε αρμόδιες αρχές.
Η SEC έχει επιβραβεύσει πληροφοριοδότες με πάνω από 1 δισ. δολάρια
Πληροφοριοδότες επιβραβεύει επίσης η αμερικανική Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς (SEC), έχοντας παραχωρήσει συνολικά 1,1 δισ. δολάρια σε 210 άτομα. Στα μέσα Οκτωβρίου, μάλιστα, ανακοίνωσε πως έδωσε 32 εκατ. δολάρια σε έναν πληροφοριοδότη και 8 εκατ. δολάρια σε έναν άλλο στο πλαίσιο της ίδιας υπόθεσης. Σύμφωνα με ορισμένες πληροφορίες, το Γραφείο Πληροφοριοδοτών της SEC, η λειτουργία του οποίου ξεκίνησε το 2011, δέχεται περίπου 4.000 καταγγελίες ανά έτος.
Πληροφοριοδότες στο ντίζελγκεϊτ και τη Facebook
Εκτός του χρηματοπιστωτικού κλάδου, πληροφοριοδότες έχουν ξεσκεπάσει μεγάλες υποθέσεις και σε άλλους κλάδους της οικονομίας. Μια από πιο χαρακτηριστικές περιπτώσεις είναι ο Κάρστεν βον Μπριούχ, μηχανικός που εργάζονταν στην Bosch, η οποία είχε αναπτύξει το λογισμικό που έδινε τη δυνατότητα στις αυτοκινητοβιομηχανίες να παραποιούν τις εκπομπές ρύπων από τους κινητήρες ντίζελ. Όμως, έχασε τη δουλεία του μετά από μια 12ετία στην Bosch, αφού είχε αρνηθεί σύσταση να μην εκφράζει δημόσια τις θέσεις του, όπως δήλωσε σε ρεπορτάζ της Deutsche Welle. «Στη συνέχεια, έπρεπε να περιμένω 11 μήνες για μια συστατική επιστολή και όταν την έλαβα ήταν περισσότερο σαν θανατική καταδίκη». Έχει καταφύγει στη Δικαιοσύνη για να τον επαναπροσλάβουν και η υπόθεση πέρασε στο εφετείο αρχές του 2021.
Πρόσφατα η Φράνσις Χόγκεν, πρώην στέλεχος της Facebook, κατέθεσε μια σειρά εσωτερικών ερευνών του τεχνολογικού κολοσσού στην SEC που δείχνουν πως σκοπός της διοίκησης ήταν μόνον η μεγιστοποίηση των κερδών ακόμα και εάν ήταν εις βάρος των χρηστών. Στις οκτώ καταγγελίες που υπέβαλε η ομάδα συνηγόρων της Χόγκεν στη SEC τον περασμένο μήνα τονίζεται πως η Facebook παραποιούσε σε μεγάλο βαθμό δεδομένα για την αύξηση των χρηστών της σε επενδυτές και διαφημιζόμενους.
«Κατά τη διάρκεια της θητείας μου στη Facebook συνειδητοποίησα μια απογοητευτική αλήθεια: σχεδόν κανένας εκτός της Facebook δεν γνωρίζει τι συμβαίνει μέσα στη Facebook», είχε δηλώσει αρχές Οκτωβρίου στην επιτροπή εμπορίου της αμερικανικής Γερουσίας. Ενίσχυσε, μεταξύ άλλων, την πεποίθηση πως θα πρέπει να επιβληθεί ένα αυστηρότερο νομικό πλαίσιο στους ομίλους κοινωνικής δικτύωσης. Γενικά, οι αξιόπιστοι πληροφοριοδότες με την υποβολή αδιάσειστων στοιχείων μπορεί να συμβάλουν στην ολοκλήρωση ουσιαστικών μεταρρυθμίσεων.