Στη γειτονική Αλβανία και στην Ουκρανία φαίνεται να βρίσκεται το «κεφάλι» του μηχανισμού εξαπάτησης πολιτών στην Ευρώπη μέσω παροχής επενδυτικών υπηρεσιών (Forex). Πρόκειται για τις γνωστές κλήσεις που ξεκινούν από +44 (και όχι μόνον) και δέχονται χιλιάδες πολίτες σε όλη την Ευρώπη, συμπεριλαμβανομένης και της χώρα μας, με στόχο την εξαπάτησή τους.

Σύμφωνα με δημοσιεύματα, η Ειδική Υπηρεσία της Αλβανίας κατά του Οργανωμένου Εγκλήματος και Διαφθοράς (SPAK) ξεκίνησε έλεγχο σε call center της γείτονος χώρας με στόχο να εξετάσει κατά πόσο εμπλέκονται στην εξαπάτηση τουλάχιστον 1.000 πολιτών σε δύο χώρες της ΕΕ. Ο έλεγχος αφορά σε τουλάχιστον 13 call centers στην Αλβανία και ξεκίνησε έπειτα από αίτημα των γερμανικών αρχών.


Ειδικότερα, η έρευνα ξεκίνησε με βάση αίτημα των γερμανικών αρχών έπειτα από καταγγελία γυναίκας, η οποία δέχθηκε τηλεφώνημα από τηλεφωνικό κέντρο στα Τίρανα και της απόσπασαν 9.700 ευρώ, με την υπόσχεση επενδύσεων σε Bitcoin.

Από τα στοιχεία που έφτασαν στις αλβανικές διωκτικές αρχές, προκύπτει ότι η Γερμανίδα υπήκοος Τζάνετ Σάφερ, από τον περασμένο Νοέμβριο έως τον Ιανουάριο του 2021, είχε μεταφέρει το συνολικό ποσό των 9.700 ευρώ σε λογαριασμό εταιρείας που υπέδειξε αλβανικό call center, αλλά το ποσό αυτό δεν επιστράφηκε ποτέ, ούτε βέβαια επενδύθηκε σε κρυπτονομίσματα. Τα χρήματα στη συνέχεια, αποσύρθηκαν μέσω τραπεζικού λογαριασμού στη Λιθουανία.


Σύμφωνα με τα αλβανικά μέσα, αρχικά ήταν η Γερμανία και η Ολλανδία που εξέφρασαν την ανησυχία τους για αυτή την πρακτική. Τώρα όμως, υπάρχουν στοιχεία ότι τα αλβανικά call center έχουν ακολουθήσει πολίτες και άλλων χωρών όπως είναι η Ιταλία, η Αγγλία, ο Καναδάς, η Ελλάδα κ.ά..

Πίσω από την καλοκουρδισμένη απάτη φαίνεται ότι βρίσκονται Αλβανοί και Ουκρανοί επιχειρηματίες. Αλβανικά μέσα κάνουν μάλιστα λόγο για συμμετοχή στη σχετική υπόθεση του αδελφού του πρωθυπουργού Έντι Ράμα, Όλσι Ράμα, όπως επίσης και του συμβούλου της υπουργού Εξωτερικών της χώρας Όλτα Χάτσκα, Αμάντ Τζοζίφ. Οι δύο τους μάλιστα φέρεται να ήταν συμμέτοχοι στην εταιρεία Pegasus Communications η οποία ήταν εταιρεία τηλεπικοινωνιών και τηλεμάρκετινγκ.


Πίσω όμως από τους Αλβανούς επιχειρηματίες, φαίνεται ότι βρίσκονται δύο Ουκρανοί επιχειρηματίες, η εταιρεία των οποίων Milton Group έχει εμφανιστεί και στο παρελθόν να εξαπατά μέσω διαφόρων επενδυτικών προϊόντων, Σουηδούς πολίτες. Το ύψος της απάτης τότε αναφέρθηκε σε 70 εκατ. ευρώ και αφορούσε σε τοποθετήσεις ιδιωτών σε κρυπτονομισμάτα, μετοχικούς τίτλους με αμφιλεγόμενη υπόσταση κ.λπ.. Μάλιστα η εταιρεία των Ουκρανών επιχειρηματιών είχε χαρακτηριστεί ως το «Εργοστάσιο της Απάτης (Fraud Factory)», ενώ οι ίδιοι εμφανίζονται να διάγουν μεγάλη ζωή, με πολυτελή σπορ αυτοκίνητα και πολύ ακριβά γούστα.

Η εξαπάτηση συνίσταται στην ευπείθεια των καλούμενων μέσω τηλεφώνου να τοποθετήσουν χρήματα σε διάφορους λογαριασμούς, με την υπόσχεση υπέρογκων αποδόσεων. Μάλιστα για να φανεί πιο πιστευτή η κλήση πραγματοποιείται μέσω caller ID spoofing, δηλαδή αλλάζει η χώρα προέλευσης της κλήσης, έτσι ώστε να φανεί ότι προέρχεται από το Λονδίνο, το Παρίσι και άλλα ανεπτυγμένα κέντρα της Δύσης. Στην πράξη η κλήση προέρχεται από την Αλβανία, την Ουκρανία κ.ά.

Από τη στιγμή όμως που θα πεισθεί ο καλούμενος να τοποθετήσει τα χρήματα στον λογαριασμό, αυτά είτε εξαφανίζονται, είτε συνιστούν μέσο πίεσης για την τοποθέτηση περισσοτέρων χρημάτων που θα αποφέρουν πίσω τα χρήματα που χάθηκαν. Το powergame.gr έχει αναφερθεί εκτενώς στο συγκεκριμένο είδος απάτης, το οποίο τώρα επιχειρούν να καταπολεμήσουν οι αρχές της χώρας μας (ΕΛΑΣ, Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς, Συνήγορος του Καταναλωτή, Αρχή Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα κ.ά.).

Σύμφωνα με ανακοίνωση του SPAK, η έρευνα που ξεκίνησε αφορά σε 13 εταιρείες Call-Centers στην Αλβανία, οι ιδιοκτήτες των οποίων κατηγορούνται με στοιχεία ότι απέσπασαν μεγάλες οικονομικές αξίες από αλλοδαπούς, εξαπατώντας τους με υποσχέσεις για μεγάλα κέρδη, μέσω ψευδών επενδύσεων σε κρυπτονομίσματα και εταιρείες-φαντάσματα. Οι Αλβανοί συμμέτοχοι στην απάτη λαμβάνουν προμήθειες επί των ποσών που κατατίθενται σε διάφορους λογαριασμούς οι οποίοι ελέγχονται από τους Ουκρανούς επιχειρηματίες.