Ανάκτηση επενδυτικής βαθμίδας και προσέλκυσης κεφαλαίων, long term funds, είναι ο στόχος της κυβέρνησης για την επόμενη χρονιά.

Σε συνδυασμό με τη βελτίωση των τραπεζικών ισολογισμών (π.χ. και η Πειραιώς θα έχει εμφανίσει μονοψήφιο ποσοστό NPEs μέσα στο 2022), λύνονται τα χέρια των ξένων για τοποθετήσεις σε μία οικονομία που 4,5 χρόνια μετά την έξοδο από τα μνημόνια, θα λάβει επενδυτική βαθμίδα.

Η πρόσφατη αναφορά μιας ανάλυσης της Goldman Sachs για τιμή- στόχο του Xρηματιστηρίου στις 1.050 μονάδες είναι ενδεικτική του κενού που υπάρχει μεταξύ επενδυτών και επιχειρήσεων, αλλά και της ευκαιριακής εικόνας που διαμορφώνουν για την Ελλάδα όσοι αναλύουν ή επενδύουν. Οι αποδόσεις μετά τις αυξήσεις κεφαλαίου των τραπεζών, ήταν πρόσκαιρες αναλαμπές εξ ου και δημιουργείται ένα κλίμα δυσπιστίας από την πλευρά των επενδυτών και των ξένων οίκων.

Το υπουργείο Οικονομικών και οι Τράπεζες ποντάρουν στην ανάκτηση της επενδυτικής βαθμίδας για τους επόμενους 12-15 μήνες, ωστόσο το καίριο ζήτημα είναι εάν υπάρχουν διαθέσιμοι ξένοι επενδυτές για να «υποδεχθούν» αυτή την αναβάθμιση της πιστοληπτικής ικανότητας της ελληνικής οικονομίας που θα μειώσει το κόστος χρηματοδότησης για Δημόσιο και επιχειρήσεις.

Σύμφωνα με τραπεζικές πηγές, το πρώτο πρόβλημα εξαιτίας της δεκάχρονης και πλέον απουσίας της χώρας από την επενδυτική βαθμίδα και τις ανεπτυγμένες αγορές, οι επενδυτές αυτής της κατηγορίας δεν είναι καθόλου εξοικειωμένοι με την Ελλάδα.

Συγκεκριμένα, τα πρώτα σημάδια των επαφών ελληνικής επενδυτικής τράπεζας με επενδυτές των αναπτυγμένων αγορών (τράπεζες, ασφαλιστικά ταμεία κ.α.) -προκειμένου να έρθουν στην Ελλάδα νωρίτερα από την απόκτηση της επενδυτικής βαθμίδας – δεν είναι καθόλου ενθαρρυντικά, διότι φαίνεται να μην γνωρίζουν τα βασικά σημεία για τις προοπτικές της ελληνικής οικονομίας.

Επιπρόσθετα, οι ίδιοι πρέπει να πειστούν – εξαιτίας και του υψηλού χρέους – ότι, η ελληνική οικονομία είναι σε θέση να εξυπηρετήσει ένα βιώσιμο χρέος για τα επόμενα χρόνια.

H έλλειψη, άλλωστε, ικανού αγοραστικού ενδιαφέροντος στο χρηματιστήριο επιβεβαιώνει ότι, εξαιτίας της χρόνιας απουσίας της Ελλάδος, απαιτείται συνεχές marketing προκειμένου να έλθουν περισσότερα επενδυτικά κεφάλαια στη χώρα. Και το marketing που πρέπει να πραγματοποιηθεί χρειάζεται αξιοπιστία, να φέρνει αποτέλεσμα κέρδη, και όχι ζημίες, όπως στο παρελθόν.

Πώς στρώνεται το χαλί της ανόδου στο Χρηματιστήριο
Τεχνικά, σύμφωνα με τον κ. Μάνο Χατζηδάκη, υπεύθυνο ανάλυσης της Beta Χρηματιστηριακή, ο Γενικός Δείκτης χωρίς να αλλάξει μοτίβο στην κίνηση του κέρδισε λίγο ακόμα έδαφος προς την βασική αντίσταση των 930 μονάδων.

Η εν λόγω ζώνη έχει «αρνηθεί» στο Γενικό Δείκτη Τιμών τη συνέχιση της ανέλιξης του προς τις 1.000 μονάδες δύο φορές φέτος (14 Ιουνίου και 30 Αυγούστου), ωστόσο μια αντίσταση που δέχεται διαρκώς το σφυροκόπημα των αγοραστών τείνει να διασπάται.

Η τρίτη απόπειρα του Δείκτη φαίνεται να είναι πιο αποφασιστική καθώς έχει καλύτερες τεχνικές προδιαγραφές από τις προηγούμενες δύο απόπειρες: Η άνοδος που έχει προηγηθεί έχει γίνει με ιδιαίτερα ήπιο και αργό τέμπο βγάζοντας έξω χωρίς δυσκολία κερδισμένους από χαμηλότερα επίπεδα και απέχει πολύ από υπερτιμημένες βραχυπρόθεσμες και μακροπρόθεσμες ζώνες τιμών στους ταλαντωτές.

Οι κινητοί μέσοι και ο MACD παραμένουν αγορασμένοι, ενώ οι όγκοι συναλλαγών δείχνουν μεγαλύτερη ζωντάνια φορτισμένοι και από τις πρόσφατες εισροές του MSCI.

Συμπερασματικά, η κίνηση της αγοράς χωρίς να ενθουσιάζει από τις αρχές Οκτωβρίου κερδίζει κάθε εβδομάδα και λίγους πόντους, δεν δίνει ευκαιρίες επανατοποθετήσεων σε χαμηλότερα επίπεδα τιμών και πλέον φαίνεται να έχει ενεργοποιήσει όλες τις κατηγορίες των κεφαλαιοποιήσεων προς την ίδια κατεύθυνση. Η διαγραμματική μεγάλη εικόνα υποδηλώνει ότι το Ελληνικό Χρηματιστήριο τελεί σε ανοδική διαφυγή εν αναμονή.