Berenberg: Δύσκολη η αλλαγή όρων στις αγορές ομολόγων της ΕΚΤ
Μια αναπροσαρμογή των κριτηρίων σε κάποιο από τα προγράμματα ποσοτικής χαλάρωσης της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ), ώστε να είναι μόνιμη η συμμετοχή της Ελλάδας, αφού εκπνεύσουν τα έκτακτα μέτρα στήριξης που δρομολογήθηκαν για την καταπολέμηση της πανδημίας της νόσου Covid-19, δεν θα είναι εύκολη υπόθεση. «Μια αλλαγή των όρων στο μόνιμο πρόγραμμα αγοράς ομολόγων της ΕΚΤ (ΑΡΡ) δεν αναμένεται να είναι ούτε ομαλή, ούτε εύκολη» εκτιμά ο επικεφαλής οικονομολόγος της Berenberg Bank Χόλγκερ Σμίτινγκ, απαντώντας σε ερώτηση του powergame.gr.
Πιθανολογεί, επίσης, πως ακριβείς λεπτομέρειες για μια μεγαλύτερη ευελιξία στο έκτακτο πρόγραμμα αγοράς ομολόγων (ΡΕΡΡ) δεν θα δοθούν μετά τη συνεδρίαση της ΕΚΤ αυτήν την Πέμπτη στις 16 Δεκεμβρίου. «Ενδεχομένως το ζήτημα αυτό να τακτοποιηθεί τον Φεβρουάριο ή Μάρτιο του 2022, όπου τυπικά λήγει το ΡΕΡΡ, διότι εξακολουθεί να επικρατεί αβεβαιότητα για την μετάλλαξη Όμικρον», πρόσθεσε ο ίδιος.
Η Ελλάδα μαζί με τον ευρωπαϊκό Νότο στο επίκεντρο της προσοχής
Η τελευταία συνεδρίαση της ΕΚΤ για την νομισματική πολιτική στην Ευρωζώνη του 2021 είναι ίσως μια από τις κρισιμότερες από την αρχή της πανδημίας. Αναμφισβήτητα είναι μια σημαντική συνεδρίαση για την Ελλάδα διότι τα ομόλογα της χώρας ενσωματώθηκαν στο έκτακτο πρόγραμμα αγοράς ομολόγων ΡΕΡΡ, συνολικού ύψους 1,85 τρισ. ευρώ, χωρίς καν να ανήκουν σε επενδυτική βαθμίδα και έτσι το κόστος δανεισμού της χώρας οδηγήθηκε σε εξαιρετικά χαμηλά επίπεδα.
Σε ανάλογο μήκος κύματος, η Ιταλία θα πρέπει επίσης να προσαρμοστεί στην ιδέα πως κάποια στιγμή θα τερματιστεί το ΡΕΡΡ, αν και είναι διάφορα τα σενάρια για τη συνέχιση των μέτρων ποσοτικής χαλάρωσης από την ΕΚΤ. Σε κάθε περίπτωση είναι μια πρόκληση για την κυβέρνηση του Μάριο Ντράγκι, ιδιαίτερα εάν ληφθεί υπόψη πως το δημόσιο χρέος στην Ιταλία, την Τρίτη οικονομία στην Ευρωζώνη, αναμένεται να φθάσει στο 137,85% του ΑΕΠ μέχρι το 2023, σύμφωνα με προβλέψεις του ΔΝΤ. Εκτεθειμένες στη δευτερογενή αγορά χρέους αναμένεται να βρεθούν επίσης η Ισπανία και η Πορτογαλία.
Ναι μεν το δημόσιο χρέος των κρατών-μελών στην Ευρωζώνη έχει φθάσει σε επίπεδα ρεκόρ, εντείνοντας την ανάγκη για μια βαθμιαία αναδίπλωση του ΡΕΡΡ, ιδιαίτερα όταν η Τράπεζα της Αγγλίας και η Ομοσπονδιακή Τράπεζα των ΗΠΑ κινούνται προς αυτήν την κατεύθυνση. Από την άλλη πλευρά, όμως, η ΕΚΤ δεν επιθυμεί να κατηγορηθεί με μια πρώιμη αύξηση των επιτοκίων όπως είχε συμβεί στην κρίση δημόσιου χρέους της Ευρωζώνης προ δεκαετίας, επισημαίνουν αναλυτές.
Κλειδί οι προβλέψεις για τον πληθωρισμό
«Εάν αυξήσουν τα επιτόκια πολύ γρήγορα τότε θα δημιουργήσουν μια απειλή για τον κατακερματισμό των αγορών χρέους εντός της Ευρωζώνης» σχολιάζει η Μαρία Δεμερτζή, αναπληρώτρια διευθύντρια του ινστιτούτου ερευνών Bruegel, στους Financial Times. Οι ΗΠΑ και η Βρετανία δεν έχουν αυτό το πρόβλημα, συμπληρώνει η ίδια.
Κεντρικό ρόλο στις αποφάσεις της ΕΚΤ για τον περιορισμό των μέτρων ποσοτικής χαλάρωσης και την μετέπειτα αύξηση των επιτοκίων, την οποία η Berenberg δεν διαβλέπει νωρίτερα από τον Ιούνιο του 2023, θα παίξουν οι προβλέψεις για τον πληθωρισμό. Αν και την Πέμπτη αναμένεται μια προς τα πάνω αναθεώρηση, το ζήτημα είναι εάν οι νέες προβλέψεις θα αφήσουν «ανοικτό το παράθυρο» των ποσοτικών μέτρων χαλάρωσης για το μέλλον, χωρίς να διακυβεύεται η σταθερότητα των τιμών σε βάθος χρόνου. Όλα αυτά τα σενάρια, βέβαια, γίνονται υπό τη σκιά της μετάλλαξης Όμικρον.
Πιθανολογεί, επίσης, πως ακριβείς λεπτομέρειες για μια μεγαλύτερη ευελιξία στο έκτακτο πρόγραμμα αγοράς ομολόγων (ΡΕΡΡ) δεν θα δοθούν μετά τη συνεδρίαση της ΕΚΤ αυτήν την Πέμπτη στις 16 Δεκεμβρίου. «Ενδεχομένως το ζήτημα αυτό να τακτοποιηθεί τον Φεβρουάριο ή Μάρτιο του 2022, όπου τυπικά λήγει το ΡΕΡΡ, διότι εξακολουθεί να επικρατεί αβεβαιότητα για την μετάλλαξη Όμικρον», πρόσθεσε ο ίδιος.
Η Ελλάδα μαζί με τον ευρωπαϊκό Νότο στο επίκεντρο της προσοχής
Η τελευταία συνεδρίαση της ΕΚΤ για την νομισματική πολιτική στην Ευρωζώνη του 2021 είναι ίσως μια από τις κρισιμότερες από την αρχή της πανδημίας. Αναμφισβήτητα είναι μια σημαντική συνεδρίαση για την Ελλάδα διότι τα ομόλογα της χώρας ενσωματώθηκαν στο έκτακτο πρόγραμμα αγοράς ομολόγων ΡΕΡΡ, συνολικού ύψους 1,85 τρισ. ευρώ, χωρίς καν να ανήκουν σε επενδυτική βαθμίδα και έτσι το κόστος δανεισμού της χώρας οδηγήθηκε σε εξαιρετικά χαμηλά επίπεδα.
Σε ανάλογο μήκος κύματος, η Ιταλία θα πρέπει επίσης να προσαρμοστεί στην ιδέα πως κάποια στιγμή θα τερματιστεί το ΡΕΡΡ, αν και είναι διάφορα τα σενάρια για τη συνέχιση των μέτρων ποσοτικής χαλάρωσης από την ΕΚΤ. Σε κάθε περίπτωση είναι μια πρόκληση για την κυβέρνηση του Μάριο Ντράγκι, ιδιαίτερα εάν ληφθεί υπόψη πως το δημόσιο χρέος στην Ιταλία, την Τρίτη οικονομία στην Ευρωζώνη, αναμένεται να φθάσει στο 137,85% του ΑΕΠ μέχρι το 2023, σύμφωνα με προβλέψεις του ΔΝΤ. Εκτεθειμένες στη δευτερογενή αγορά χρέους αναμένεται να βρεθούν επίσης η Ισπανία και η Πορτογαλία.
Ναι μεν το δημόσιο χρέος των κρατών-μελών στην Ευρωζώνη έχει φθάσει σε επίπεδα ρεκόρ, εντείνοντας την ανάγκη για μια βαθμιαία αναδίπλωση του ΡΕΡΡ, ιδιαίτερα όταν η Τράπεζα της Αγγλίας και η Ομοσπονδιακή Τράπεζα των ΗΠΑ κινούνται προς αυτήν την κατεύθυνση. Από την άλλη πλευρά, όμως, η ΕΚΤ δεν επιθυμεί να κατηγορηθεί με μια πρώιμη αύξηση των επιτοκίων όπως είχε συμβεί στην κρίση δημόσιου χρέους της Ευρωζώνης προ δεκαετίας, επισημαίνουν αναλυτές.
Κλειδί οι προβλέψεις για τον πληθωρισμό
«Εάν αυξήσουν τα επιτόκια πολύ γρήγορα τότε θα δημιουργήσουν μια απειλή για τον κατακερματισμό των αγορών χρέους εντός της Ευρωζώνης» σχολιάζει η Μαρία Δεμερτζή, αναπληρώτρια διευθύντρια του ινστιτούτου ερευνών Bruegel, στους Financial Times. Οι ΗΠΑ και η Βρετανία δεν έχουν αυτό το πρόβλημα, συμπληρώνει η ίδια.
Κεντρικό ρόλο στις αποφάσεις της ΕΚΤ για τον περιορισμό των μέτρων ποσοτικής χαλάρωσης και την μετέπειτα αύξηση των επιτοκίων, την οποία η Berenberg δεν διαβλέπει νωρίτερα από τον Ιούνιο του 2023, θα παίξουν οι προβλέψεις για τον πληθωρισμό. Αν και την Πέμπτη αναμένεται μια προς τα πάνω αναθεώρηση, το ζήτημα είναι εάν οι νέες προβλέψεις θα αφήσουν «ανοικτό το παράθυρο» των ποσοτικών μέτρων χαλάρωσης για το μέλλον, χωρίς να διακυβεύεται η σταθερότητα των τιμών σε βάθος χρόνου. Όλα αυτά τα σενάρια, βέβαια, γίνονται υπό τη σκιά της μετάλλαξης Όμικρον.