Συνήθως ένα μπουκάλι σαμπάνιας είναι συνυφασμένο με μία ειδική περίσταση ή μία ακριβή συνήθεια. Τη σημερινή εποχή των ιστορικά χαμηλών επιτοκίων, η οποία παρέρχεται σιγά-σιγά όσο οι κεντρικές τράπεζες επαναφέρουν το κόστος δανεισμού σε φυσιολογικά επίπεδα, η σαμπάνια εκλεκτής σοδειάς ή βίντατζ (vintage) εξελίχθηκε σε επενδυτική επιλογή με υψηλές αποδόσεις.

Οι τιμές στην εκλεκτή σαμπάνια έχουν σημειώσει άνοδο 33,7% μέσα στο 11μήνο του 2021, αναφέρουν οι Financial Times. Δεν είναι, όμως, αποκλειστικά η vintage σαμπάνια που αποφέρει καρπούς.


Εκτός της προαναφερόμενης ανόδου του δείκτη Champagne 50 της αγοράς οίνου Liv-ex, αποδόσεις της τάξεως του 16,51% την αντίστοιχη περίοδο σημείωσε επίσης ο γενικός δείκτης με τα χίλια πιο σημαντικά κρασιά που κυκλοφορούν σήμερα σε όλον τον κόσμο. Πρόκειται για τον δείκτη Liv-ex 1000 που είναι ένα από τα επικρατέστερα σημεία αναφοράς στις αγοραπωλησίες οίνου της δευτερογενούς αγοράς.


«Όλα τα ρεκόρ του προηγούμενου έτους (2020) καταρρίφθηκαν και ξεπεράστηκαν το 2021, αντανακλώντας το καλύτερο έτος στην ιστορία της δευτερογενούς αγοράς», αναφέρεται στην φετινή έκθεση της Liv-ex. Εκτός της εκλεκτής σαμπάνιας, μεγάλη απήχηση και υψηλές αποδόσεις φαίνεται να έχουν ποικιλίες της Βουργουνδίας και τα Bordeaux πρώτης σοδειάς. Και οι επιλογές αυτές επιβεβαιώνουν πως οι αγοραστές επιστρέφουν στις κλασικές επιλογές.


Ο επιμέρους δείκτης Burgundy 150 αναρριχήθηκε 27,18% από τις αρχές του 2021 μέχρι τα τέλη Νοεμβρίου και ο Bordeaux Legends 40 σημείωσε άνοδο 10,57%. «Βλέπουμε συναλλαγές που δεν έχουν ξαναγίνει ποτέ» σχολίασε ο Τζάστιν Γκίμπς στην εξειδικευμένη σελίδα Decanter λίγο πριν δοθεί η έκθεση στη δημοσιότητα.

Παραδείγματος χάριν, ένα Champagne Salon 2002 αξιολογείται στις 10.000 στερλίνες με άνοδο 80,1% από τον Ιανουάριο μέχρι τα τέλη Νοεμβρίου του 2021. Ένα μπουκάλι Chambertin Grand Cru 2012 από την Domaine Armaud Rousseau έφθασε τις 29.700 στερλίνες με άνοδο 73,6% την αντίστοιχη περίοδο.


Εν τούτοις, το μερίδιο των οίνων Bordeaux στο σύνολο των συναλλαγών της Liv-ex κινήθηκαν σε ιστορικά χαμηλά επίπεδα, αντανακλώντας την τάση των συλλεκτών να διαφοροποιούν τις επιλογές τους.

Το ποσοστό τους υποχώρησε, ειδικότερα, στο 38,8% το πρώτο 11μήνο του έτους από το 42% που είχε καταγραφεί το 2020.