Ορισμένες επιθέσεις, από την πλευρά συγκεκριμένων πολιτικών κύκλων και κάποιων γνωστών από το παρελθόν για την τακτική τους ΜΜΕ, εναντίον της Δικαιοσύνης και των λειτουργών της –και μάλιστα με τη μορφή και την ένταση που παίρνουν προσφάτως- δεν μπορεί και δεν πρέπει να θεωρηθούν τυχαίες και αμελητέες.  Ούτε, κατά συνέπεια, επιτρέπεται να περάσουν απαρατήρητες.

I.             Δύο, και μόνον, επίκαιρα παραδείγματα αρκούν για να βεβαιώσουν «του λόγου το ασφαλές».

Α. Δικαστικοί λειτουργοί επιλαμβάνονται καταγγελίας, η οποία αφορά πράξεις και παραλείψεις μελών των Κυβερνήσεων Γ. Παπανδρέου και Λ. Παπαδήμου.  Πράττοντας το αυτονόητο, κατά τις διατάξεις του άρθρου 86 παρ. 2 του Συντάγματος και κατά την ως σήμερα πάγια πρακτική εφαρμογής τους, διαβιβάζουν «αμελλητί» τη δικογραφία στη Βουλή προκειμένου ν’ ασκήσει τις, επίσης κατά το Σύνταγμα, αρμοδιότητές της.  Και τότε υφίστανται ανοίκεια, προκλητικώς αντιθεσμική, επίθεση εκ μέρους του ΠΑΣΟΚ, το οποίο μάλιστα στο παρελθόν, ως Αξιωματική Αντιπολίτευση, είχε «ξιφουλκήσει» υπέρ της Δικαιοσύνης σ’ αντίστοιχες περιπτώσεις διαβίβασης δικογραφιών στη Βουλή.   Υπενθυμίζεται, ως εκ περισσού, ότι και αν υφίσταται in concreto νομικό ζήτημα ως προς τη πληρότητα του αιτιολογικού του διαβιβαστικού, τούτο κρίνεται από την ίδια τη Δικαιοσύνη μέσω εσωτερικού ελέγχου, όπως και έγινε στην προκείμενη περίπτωση.

Β. Πηχυαίοι τίτλοι κάποιων ΜΜΕ, πρωτίστως του γραπτού τύπου, «προειδοποιούν» το Συμβούλιο της Επικρατείας, ενόψει της έκδοσης κρίσιμων αποφάσεών του για την άσκηση θεμελιωδών δικαιωμάτων των πολιτών, τα οποία έχουν πληγεί βαρύτατα λόγω της έκτασης και της έντασης εφαρμογής «μνημονιακής» προέλευσης οικονομικών μέτρων: «Προσοχή, κ. Δικαστές, από τις αποφάσεις αυτές μπορεί ν’ απειληθεί το πρωτογενές πλεόνασμα της Οικονομίας μας»!

II.            Το νόημα –και η επέκεινα σκοπιμότητα- των επιθέσεων αυτών κατά της Δικαιοσύνης και των λειτουργών της είναι κάτι παραπάνω από προφανές: Ουσιαστικά κάποιοι θέλουν να τους «υποδείξουν» ότι, μπροστά στη «κρισιμότητα της οικονομικής συγκυρίας» και στην ιδιομορφία των «εύθραυστων πολιτικών ισορροπιών», η απαρέγκλιτη εφαρμογή του Συντάγματος πρέπει να καμφθεί! Μάλλον, λοιπόν, είναι ανάγκη να γίνουν, προς κάθε κατεύθυνση, οι ακόλουθες –δυστυχώς όχι αυτονόητες πια- διευκρινίσεις:

Α. Η Δικαιοσύνη, ως τρίτη λειτουργία του κράτους, «ασκείται από τα δικαστήρια• οι αποφάσεις τους εκτελούνται στο όνομα του Ελληνικού Λαού» (άρθρο 26 παρ. 3 του Συντάγματος).  Και θωρακίζεται από πλήρη ανεξαρτησία, όπως ορίζουν ιδίως οι διατάξεις του άρθρου 87 παρ. 1 και 2 του Συντάγματος: «1. Η δικαιοσύνη απονέμεται από δικαστήρια συγκροτούμενα από τακτικούς δικαστές, που απολαμβάνουν λειτουργική και προσωπική ανεξαρτησία. 2. Οι δικαστές κατά την άσκηση των καθηκόντων τους υπόκεινται μόνο στο Σύνταγμα και στους νόμους και σε καμία περίπτωση δεν υποχρεούνται να συμμορφώνονται με διατάξεις που έχουν τεθεί κατά κατάλυση του Συντάγματος».

Β.            Από τις κατά τ’ ανωτέρω διατάξεις συνάγεται ότι, κατά το Σύνταγμα, η ανεξαρτησία της Δικαιοσύνης υποχρεώνει, μεταξύ άλλων, τον μεν δικαστικό λειτουργό να τηρεί, εν πάση περιπτώσει, το Σύνταγμα, χωρίς οιανδήποτε παρέκκλιση μ’ αφορμή την επίκληση οιασδήποτε σκοπιμότητας.  Τις δε δύο άλλες θεσμικώς κατοχυρωμένες εξουσίες –πολλώ μάλλον τις «εξουσίες» εξωθεσμικής προέλευσης- ν’ απέχουν από κάθε επιχείρηση άμεσης ή έμμεσης χειραγώγησης της Δικαιοσύνης προς την αντίθετη κατεύθυνση, ήτοι εκείνη της, «υπό προϋποθέσεις», παραβίασης του Συντάγματος.  Έστω κι αν οι «προϋποθέσεις» αυτές κρύβονται κάτω από το προσωπείο του, δήθεν, «υπέρτατου δημόσιου συμφέροντος».  Αφού στη σύγχρονη Δημοκρατία το κατά το ρωμαϊκό δίκαιο δόγμα «salus populi suprema lex esto» κινείται μεταξύ υποδόριας υπονόμευσης και ευθείας κατάλυσής της.

III.           Βεβαίως, πάντα με βάση τις ρυθμίσεις του ίδιου του Συντάγματος, η Δικαιοσύνη, ως ανεξάρτητη, δεν είναι –όπως και κάθε άλλη εξουσία- ανεξέλεγκτη,  δεδομένου ότι οι κάθε είδους αποφάσεις της κρίνονται, όπως επίσης ελέγχεται και η συμπεριφορά των λειτουργών της κατά την άσκηση των δικαιοδοτικών τους καθηκόντων.  Όμως μια τέτοια κριτική και ένας τέτοιος έλεγχος είναι ανεπίτρεπτο συνταγματικώς να διενεργούνται μέσω αμιγώς πολιτικών διαύλων και εξίσου αμιγώς πολιτικών κριτηρίων.  Ειδικότερα, και κατά τις οικείες διατάξεις του Συντάγματος:
Α. Οι αποφάσεις των δικαστηρίων κρίνονται, intra muros και δια της δικαιοδοτικής οδού, μέσω των, lato sensu, ένδικων μέσων που οργανώνει η ειδική εκτελεστική του Συντάγματος νομοθεσία.  Ενώ και η συμπεριφορά των λειτουργών της ελέγχεται από τα προς τούτο αρμόδια –συνήθως συλλογικά- όργανα της ίδιας της Δικαιοσύνης.

Β. Τέλος, η άσκηση της δικαιοδοσίας από την πλευρά των αρμόδιων δικαστηρίων υπόκειται στην υπεύθυνη επιστημονική κριτική, όσο αυστηρή και αν εμφανίζεται στην πράξη.  Όχι όμως και στην ανεύθυνη νομικώς κριτική, που αναδεικνύει ασύγγνωστη άγνοια ή και πολιτική ιδιοτέλεια και η οποία κινείται σε «πιραντελικό» τοπίο μ’ «αποχρώσεις» του τύπου «έτσι είναι αν έτσι νομίζετε» ή «απόψε αυτοσχεδιάζουμε»…

IV.          Υπάρχει όμως και μια ακόμη «λεπτομέρεια», η οποία καθιστά έτι περαιτέρω θεσμικώς αποκρουστικές –και γι’ αυτό έτι περαιτέρω επικίνδυνες- τις προαναφερόμενες επιθέσεις εναντίον της Δικαιοσύνης και των λειτουργών της.

Α. Στην εφιαλτική «εποχή των Μνημονίων», όπως δρομολογήθηκαν δυστυχώς αναποτρέπτως μεταξύ 2010 και 2011, οι τότε «πολιτικοί ταγοί» -και τα ΜΜΕ που τους «συμπαραστάθηκαν» άνευ όρων και άνευ ορίων, όλως δε «τυχαίως» τα ίδια που σήμερα «προειδοποιούν» τους δικαστικούς λειτουργούς- πήραν κρίσιμες κι άκρως επώδυνες κοινωνικώς αποφάσεις, αγνοώντας προκλητικώς τις επιταγές του Συντάγματος.  Αποφάσεις τις οποίες στη συνέχεια «μετακύλησαν» στη Δικαιοσύνη, όταν ήλθε η ώρα της κρίσης της συμφωνίας τους ή μη με το Σύνταγμα.  Χαρακτηριστικά παραδείγματα αποτέλεσαν οι πολιτικές αποφάσεις:

1. Για τα ίδια τα «Μνημόνια» και την δανειακή σύμβαση, λόγω της οποίας αυτά διαμορφώθηκαν.

2. Για την μέσω του ΕΕΤΗΔΕ φορολόγηση της ακίνητης ιδιοκτησίας, μ’ έναν πρωτόγνωρο –όχι μόνο για τα ελληνικά αλλά και για τα διεθνή δεδομένα- τρόπο, που πλήττει τον πυρήνα της κατά το Σύνταγμα, το ευρωπαϊκό δίκαιο, το δίκαιο της Ευρωπαϊκής Σύμβασης των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και το εν γένει διεθνές δίκαιο.
3. Για το P.S.I. , ήτοι για την αναδιάρθρωση του δημόσιου χρέους που έγινε με βάση διατάξεις, οι οποίες προέβλεψαν και ρύθμισαν την ανταλλαγή τίτλων έκδοσης ή εγγύησης του Ελληνικού Δημοσίου –και τους οποίους κατείχαν μόνον ιδιώτες πιστωτές- με νέους τίτλους.  Και τούτο προκειμένου να μειωθεί το δημόσιο χρέος, έτσι ώστε να καταστεί μελλοντικώς βιώσιμο.

Β. Όταν ήρθε η ώρα της Δικαιοσύνης, το Συμβούλιο της Επικρατείας, ως αρμόδιο δικαστήριο:

1. Φθάνοντας στ’ ακραία όρια των νομολογιακών του δυνατοτήτων –ας μην ξεχνάμε ότι καθεμιά από τις αποφάσεις του αυτές καθόριζε, με τον έναν ή με τον άλλο τρόπο, την παραμονή της Χώρας μας στην Ευρωζώνη και, επέκεινα, την καταστροφική προοπτική χρεωκοπίας της- και με σημαντικές κατά περίπτωση μειοψηφίες, έκρινε ως συνταγματικώς ανεκτές, μ’ επίκληση του «δημοσιονομικού δημόσιου συμφέροντος» που αφορά την επίτευξη των αντίστοιχων έξωθεν επιβεβλημένων δημοσιονομικών στόχων, τις ως άνω πολιτικές επιλογές.  «Εμβληματικές» προς την κατεύθυνση αυτή υπήρξαν οι αποφάσεις της Ολομέλειας του Συμβουλίου της Επικρατείας αρ. 668/2012 (για τα «Μνημόνια» και την δανειακή σύμβαση), 1972/2012 (για το ΕΕΤΗΔΕ) και 1116, 1117/2014 (για το P.S.I).

2. Πλην όμως «προειδοποίησε»,  σχεδόν expressis verbis, ότι οι προαναφερόμενη «ανοχή» του ως προς την τήρηση του Συντάγματος είχε ένα διπλό όριο:
α) Πρώτον, το χρονικό όριο που σχετίζεται με το επίμαχο χρονικό σημείο επίτευξης του περιβόητου «δημοσιονομικού πλεονάσματος».
β) Δεύτερον, το όριο αναφορικά με τα ύστερα από το κατά τ’ ανωτέρω χρονικό διάστημα μέτρα εφαρμογής των αρχικών, δεσμευτικών για τη Χώρα, πολιτικών αποφάσεων, οι οποίες αποτέλεσαν τη «ρίζα του κακού».
3. Μ’ άλλες λέξεις το Συμβούλιο της Επικρατείας έθεσε προ των ευθυνών του το πολιτικό σύστημα, κρίνοντας ότι ύστερα από την επίτευξη του πρωταρχικού στόχου περί παραγωγής πρωτογενούς πλεονάσματος, οι αποφάσεις του δεν επρόκειτο ν’ ανεχθούν, καθ’ οιονδήποτε τρόπο, την περαιτέρω τήξη του πυρήνα των κάθε είδους συνταγματικώς –και όχι μόνο- κατοχυρωμένων δικαιωμάτων.
Μέσα σ’ αυτό το πολιτικό και θεσμικό «κλίμα» κάποιοι επιτίθενται εναντίον της Δικαιοσύνης και των λειτουργών της, και με το πρόσχημα ότι φοβούνται ένα «κράτος δικαστών»  Όμως, ο φόβος τους αυτός είναι και αβάσιμος αλλά και ύποπτος.  Αβάσιμος, διότι στη σύγχρονη Δημοκρατία είναι αδύνατο –υπάρχουν οι απαραίτητες θεσμικές δικλείδες- να διαμορφωθεί «κράτος δικαστών».  Κάτι που, άλλωστε, η ίδια η Δικαιοσύνη –μ’ ελάχιστες, γραφικές, εξαιρέσεις- ουδέποτε επιδίωξε και, πολύ περισσότερο, ανέχθηκε.  Και ύποπτος, διότι μάλλον αναδεικνύει τάσεις ποδηγέτησης της Δικαιοσύνης, είτε ευθέως είτε και εμμέσως.  Δηλαδή μέσω λειτουργών της Θέμιδας που, όπως έχει αποδειχθεί διαχρονικώς, εμφανίζονται «πρόθυμοι» κατά καιρούς, και για τους δικούς τους «ευνόητους» λόγους, να παρέχουν τις υπηρεσίες τους στα πιο ευάλωτα στοιχεία του πολιτικού μας συστήματος.  Ευτυχώς για τη Δικαιοσύνη και τη Δημοκρατία, οι επίορκοι αυτοί λειτουργοί συνιστούν ασήμαντη μειοψηφία.