Παρά την κριτική που έχει ασκηθεί για την ανεπάρκεια των οικονομικών και χρηματοοικονομικών κυρώσεων της Δύσης μπροστά στην σφοδρή επιθετικότητα της Μόσχας στον πόλεμο με την Ουκρανία, ο ενεργειακός κλάδος της Ρωσίας ήδη δέχεται τις συνέπειες. Αν και η Ε.Ε έχει αποφύγει να επιβάλει εμπάργκο στον ενεργειακό κλάδο της Ρωσίας λόγω της εξάρτησής της σε αυτόν, οι παραγγελίες πετρελαίου από τράπεζες και διαπραγματευτές έχουν ήδη υποχωρήσει επειδή κανένας δεν επιθυμεί να δεσμευτεί με συμβόλαια όσο συνεχίζεται ο πόλεμος στην Ουκρανία και η Ρωσία περιθωριοποιείται από την παγκόσμια οικονομία. 

Δίχως αμφιβολία, η συμφωνία για την προμήθεια 15 δισ. κυβικών μέτρων φυσικού αερίου από τις ΗΠΑ στην Ε.Ε μέχρι τα τέλη του 2022, η οποία ανακοινώθηκε στη σύνοδο κορυφής των Βρυξελλών υπό την παρουσία του Αμερικανού προέδρου Τζο Μπάιντεν, θα βοηθήσει την Ευρώπη να μειώσει κατά δυο τρίτα την κατανάλωση από τη Ρωσία σε αυτό το διάστημα, όπως είχε αναγγείλει. Βέβαια θα χρειαστεί να προετοιμαστούν, επίσης, οι απαραίτητες υποδομές. 

Πέραν τούτου, οι κυρώσεις στην τεχνολογία και σε πηγές χρηματοδότησης εμποδίζουν την ανάπτυξη και τη συντήρηση των υποδομών. Χαρακτηριστικό είναι το παράδειγμα της βλάβης που δήλωσε η Ρωσία πως υπέστη ο αγωγός της κοινοπραξίας CPC (Caspian Pipeline Consortium), από τον οποίο διέρχεται το 1% της παγκόσμιας παραγωγής πετρελαίου. Η κοινοπραξία, όπου συμμετέχει η Ρωσία με το Καζακστάν και την αμερικανική Chevron και άλλες εταιρείες, θα δυσκολευτεί να βρει τα απαραίτητα εξαρτήματα κάτω από τις υφιστάμενες συνθήκες. Μεγάλες εταιρείες υπηρεσιών σε πετρελαϊκές – Halliburton, Baker Hughes και Schlumberger- δήλωσαν πως θα περιορίσουν σταδιακά την παρουσία τους στη χώρα και θα αναστείλουν νέες επενδύσεις, τονίζει η Wall Street Journal σε σχετικό δημοσίευμα. 

Συν τοις άλλοις, η μαζική έξοδος των μεγάλων πετρελαϊκών κολοσσών της Δύσης πάγωσε επενδυτικά σχέδια για την περεταίρω αξιοποίηση των πλούσιων κοιτασμάτων της Ρωσίας από την Αρκτική μέχρι τον Ειρηνικό Ωκεανό. Λίγο μετά την εισβολή της Μόσχας στην Ουκρανία εδώ και έναν μήνα, η ΒΡ ανακοίνωσε την αποδέσμευσή της από το 20% που κατέχει στη Rosneft, η Shell ανήγγειλε την αποχώρηση από κοινοπραξίες με τη Ρωσία και η Exxon Mobil διαβεβαίωσε πως αποχωρεί από πολυδάπανα επενδυτικά σχέδια για την αξιοποίηση κοιτασμάτων πετρελαίου και φυσικού αερίου στο νησί Σαχαλίνη στον Βόρειο Ειρηνικό Ωκεανό. 

Κάτω από αυτές τις συνθήκες, τα θεμέλια στην πετρελαϊκή παραγωγή της Ρωσίας, η οποία αντιπροσωπεύει το ένα από τα δέκα βαρέλια της παγκόσμιας παραγωγής, φαίνεται να αποδυναμώνονται. Άλλες χώρες που επλήγησαν από κυρώσεις, όπως το Ιράν και η Βενεζουέλα, δεν μπορούν να συνέλθουν άμεσα μετά από μια μακροχρόνια απομόνωση. Αν και η Ρωσία είναι η μεγαλύτερη χώρα στον πλανήτη, καλύπτοντας το 11% της επιφάνειας της γης, με αφθονία όχι μόνον ορυκτού πλούτου αλλά και άλλων πρώτων υλών, η οικονομία παραμένει εξαρτώμενη από την ενέργεια. Οπότε οι κλάδοι πετρελαίου και φυσικού αερίου στηρίζουν εδώ και χρόνια το 40% των κρατικών εσόδων της χώρας. 

Το πάγωμα του αγωγού Nord Stream 2 είναι ένα ακόμη πλήγμα για τη Ρωσία καθώς μέσω αυτού θα διπλασιάζονταν οι ροές στην Ευρώπη. Ακόμη και εάν η Ρωσία στραφεί στην Ινδία και την Κίνα για να πουλήσει πετρέλαιο ή φυσικό αέριο, δεν θα είναι κάτω από τους ίδιους όρους σε σχέση με έναν μήνα πριν. Πληροφορίες θέλουν τη Μόσχα ήδη να προσφέρει πετρέλαιο στην Ινδία με ελκυστικότερο αντίτιμο συγκριτικά με τις διεθνείς τιμές. Με τον έναν ή τον άλλον τρόπο, μια απομονωμένη χώρα από τη διεθνή κοινότητα χάνει τη διαπραγματευτική της ισχύ. 

Τέλος, η Διεθνής Υπηρεσία Ενέργειας (ΙΕΑ) εκτιμά πως η πετρελαϊκή παραγωγή της Ρωσίας θα υποχωρήσει φέτος κατά 15%, υποχωρώντας στο χαμηλότερο επίπεδο από το 2003. Μετά την πτώση της Σοβιετικής Ένωσης, η Μόσχα φαίνεται πως δεν επιδίωξε να διαφοροποιήσει την οικονομία της, εστιαζόμενη σε μια γεωπολιτική προσέγγιση για την εξέλιξη της. Οπότε η ενέργεια ως βασικό γεωπολιτικό όπλο της Ρωσίας αποδυναμώνεται. Μαζί του εξασθενεί και η οικονομία της χώρας.