Boyer: Πανδημία και πόλεμος αποκατέστησαν το ρόλο του κράτους
Η πανδημία της Covid-19 και ο πόλεμος στην Ουκρανία αλλάζουν τα δεδομένα στην παγκόσμια οικονομία, επαναφέρουν το ρόλο του κράτους, καλούν την Ευρώπη να επανεξετάσει την εξωτερική πολιτική της και την ενεργειακή εξάρτηση. Όσον αφορά στην Ελλάδα, είναι νωρίς ακόμη να πούμε αν το σχέδιο ανάκαμψης της ΕΕ θα αντισταθμίσει τις αδυναμίες της ελληνικής οικονομίας, η οποία δεν έχει ακόμη επανέλθει από την οικονομική κρίση του 2010. Τα παραπάνω αναφέρει ο διακεκριμένος Γάλλος οικονομολόγος Robert Boyer, στη συνέντευξη που παραχώρησε στο Powergame.gr.
Τον Οκτώβριο του 2020, ο κ. Boyer είχε δημοσιεύσει το βιβλίο ορόσημο «Οι Καπιταλισμοί στη δίνη της πανδημίας», επιχειρώντας να διαγνώσει το σοκ, και τις συνέπειες που είχε για την παγκόσμια οικονομία η πανδημία της Covid-19. Σήμερα, περισσότερα από δύο χρόνια μετά την εμφάνιση της κρίσης του κορονοϊού και μέσα στη συγκυρία του πολέμου στην Ουκρανία, επανεξετάζει τα «μαθήματα» που είχαν να προσφέρουν οι διαδοχικές κρίσεις για τις κυβερνήσεις ειδικά της Ευρώπης.
Συγκεκριμένα όσον αφορά στη χώρα μας, ο κ. Boyer εξηγεί το παράδοξο που παρουσιάζει αυτή τη στιγμή το ελληνικό δημόσιο χρέος, αλλά και τους κινδύνους με τους οποίους ενδεχομένως να βρεθεί αντιμέτωπη η οικονομία της Ελλάδας -αλλά και της Ιταλίας- μέσα στο επόμενο διάστημα, ενώ εκτιμά πως το ευρώ προσφέρει προστασία στις ασθενέστερες ευρωπαϊκές οικονομίες. Αναφέρεται επίσης στο υπερβολικά μεγάλο έργο που έχουν αναλάβει οι κεντρικές τράπεζες, αναλύοντας τα διαφορετικά δεδομένα σε ΕΕ και ΗΠΑ και δίνοντας την πρόγνωσή του για τους τρόπους αντιμετώπισης του πληθωρισμού.
Ακολουθεί αναλυτικά η συνέντευξη.
Στο βιβλίο σας «Οι καπιταλισμοί στη δίνη της πανδημίας» (2020) αναφέρεστε στην ανάγκη να επανασυνδέσουμε την οικονομία με την κοινωνία. Μπορείτε να το εξηγήσετε; Πώς συνέβαλε η πανδημία του κορονοϊού σε αυτό το διαχωρισμό;
Πριν από το ξέσπασμα της πανδημίας, η υγεία θεωρείτο από τους οικονομολόγους ως ένα κόστος που βάραινε την ανταγωνιστικότητα και την ανάπτυξη των οικονομιών, εξαιτίας της αύξησης των δαπανών υγείας στο ΑΕΠ. Αυτό ήταν που δικαιολόγησε τις προσπάθειες να μειωθεί το κόστος με την υιοθέτηση των μηχανισμών της αγοράς, για παράδειγμα στη διαχείριση των νοσοκομείων. Από τον Μάρτιο του 2020, η υγεία επανενσωματώθηκε με τρείς τρόπους στην οικονομία.
Πρώτον, μετρήθηκε πώς αυτός ο τομέας συμβάλλει στην ευζωία του πληθυσμού, παρατείνοντας το προσδόκιμο ζωής με καλή υγεία, μειώνοντας τη θνησιμότητα και ξεπερνώντας συγκεκριμένες ασθένειες. Δεύτερον, το εντυπωσιακό μέγεθος της θνησιμότητας που παρατηρήθηκε στην πρώτη φάση της πανδημίας απέδειξε πως η δημόσια υγεία πρέπει να προηγείται της αναζήτησης της ανάπτυξης, της αποδοτικότητας ή ακόμη και της οικονομικής ευημερίας. Οι προτεραιότητες των κυβερνήσεων αντιστράφηκαν, τουλάχιστον στη διάρκεια των πρώτων σταδίων της πανδημίας, πριν επιβληθεί μία ανταλλαγή πιο ευνοϊκή για τη διατήρηση της παραγωγικής ικανότητας με τη μείωση της αυστηρότητας των περιοριστικών μέτρων.
Τέλος, η δόμηση των κοινωνικών συνδιαλλαγών φαίνεται να είναι καθοριστικός παράγοντας στην εξάπλωση των ιών, πέρα από τα αυστηρά ιατρικά μέτρα. Παρεμπιπτόντως, μετράμε ως ανισότητα όχι μόνο εκείνη που οφείλεται στο εισόδημα και τον πλούτο, αλλά επίσης στην εκπαίδευση, το είδος της εργασίας και την ευκολία πρόσβασης σε ιατρική φροντίδα. Εν ολίγοις, μία «οικονομίστικη» οπτική φάνηκε πως έχει όρια, με αποτέλεσμα να προωθηθεί μία πιο ισορροπημένη αντίληψη, στην οποία η κοινωνία, η οικονομία και η δημόσια υγεία αλληλοεξαρτώνται.
Υπάρχει αυτή τη στιγμή στην Ευρώπη μία νέα πραγματικότητα, ο πόλεμος στην Ουκρανία. Θα λέγατε πως επαναχαράσσει την ευρωπαϊκή πολιτική και με ποιους τρόπους; Όσον αφορά στις οικονομικές συνέπειες του πολέμου, βλέπετε ένα τέλος και από ποιους παράγοντες θα εξαρτηθεί αυτό;
Μετά την εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία έχει επέλθει μία επαναξιολόγηση. Η νίκη της παγκοσμιοποίησης είχε συνδεθεί με το τέλος της ιστορίας, καθώς εφεξής οι κοινωνίες μπορούσαν να διαμορφώνονται μόνο ως ένας συνδυασμός δημοκρατίας και οικονομίας της αγοράς. Εκ των υστέρων βλέπουμε ότι, αντιθέτως και αντιδρώντας σε αυτό, αναπτύχθηκαν ανελεύθερα καθεστώτα, με πρώτη τη Ρωσία, την Κίνα και, σε μικρότερο βαθμό, την Ινδία.
Η υποτροπή στη βία του πολέμου αιφνιδίασε τις δημοκρατίες, ειδικά στην Ευρώπη. Οι ειδικοί και οι κυβερνήσεις πρέπει να αναγνωρίσουν πως η σχετικά στενή αλληλεξάρτηση ανάμεσα στη Ρωσία και την Ευρωπαϊκή Ένωση δεν εμπόδισε την υποτροπή στον πόλεμο. Πρόκειται για την έκφραση της εδαφικής εθνικής κυριαρχίας, ακόμη και πάνω από το οικονομικό κόστος που επέφερε ο αποκλεισμός της Ρωσίας από τις διεθνείς οικονομικές ροές.
Επομένως, οι ρίζες της σύγκρουσης μεταξύ εθνών δεν έχουν εξαφανιστεί. Ευρωπαίοι και Αμερικανοί συνειδητοποιούν πως η δραστική μείωση του μεριδίου των στρατιωτικών δαπανών τούς εξασθένισε σε σχέση με μία κυβέρνηση έτοιμη να επεκτείνει τη δύναμή της με καθαρή βία. Υπολογίζουμε πως η εθνική κυριαρχία προϋποθέτει τη δυνατότητα άμυνας ενάντια στην επιθετικότητα. Το NATO, το οποίο υποτίθεται πως είχε χάσει το ρόλο του ελλείψει αντιπάλου, αποδεικνύεται χρήσιμο εργαλείο για τον συντονισμό της αντίδρασης των δημοκρατιών.
Αντίθετα, η ουκρανική κυβέρνηση διαπίστωσε τον κίνδυνο του να είναι κανείς ουδέτερος και τις συνέπειες από την άρνηση των νατοϊκών χωρών να την κάνουν δεκτή. Επιπλέον, οι ευρωπαϊκές κυβερνήσεις συνειδητοποιούν ότι έχουν συμφέρον να συντονίζουν τις αντιδράσεις τους στην εισβολή στην Ουκρανία. Αυτό επιταχύνει περισσότερο την ομαδοποίηση συγκεκριμένων πολιτικών, χθες για την αγορά των εμβολίων, σήμερα για τον συντονισμό αντιποίνων και μέτρων επανεξοπλισμού των κρατών-μελών.
Πολύς λόγος γίνεται αυτή τη στιγμή στην Ευρώπη σχετικά με την ενεργειακή εξάρτηση από τη Ρωσία και τους τρόπους απεμπλοκής. Ποιος ευθύνεται για τις ενεργειακές ελλείψεις στην Ευρώπη και τί πρέπει να γίνει γι’ αυτό;
Η παγκοσμιοποίηση είχε ως αποτέλεσμα την αναζήτηση της ελαχιστοποίησης του κόστους μέσα από την επέκταση των παγκόσμιων αλυσίδων αξίας. Η πανδημία υπονόμευσε ήδη αυτή τη στρατηγική, αφού αποκάλυψε την ισχυρή εξάρτηση των περισσοτέρων χωρών από μερικές απομακρυσμένες οικονομίες, στην εμπροσθοφυλακή των οποίων βρίσκεται η Κίνα. Η αλληλουχία βραχυπρόθεσμων αποφάσεων δημιουργεί τελικά ακραία εξάρτηση, την οποία δεν αναγνωρίζουν εκείνοι που λαμβάνουν τις αποφάσεις.
Μπορεί κανείς να αναλογιστεί την απόφαση της Γερμανίας να κλείσει τα πυρηνικά εργοστάσια, να στραφεί στις εισαγωγές ρωσικού αερίου ή ακόμη και άνθρακα: Ξαφνικά, τον Φεβρουάριο του 2022, αυτή η εξάρτηση επισκιάζει την αυτονομία στη λήψη αποφάσεων της κυβέρνησης συνασπισμού της χώρας. Μπορούμε να δούμε πόσο επιθυμητό θα ήταν να είχε αναζητήσει επαρκή διαφοροποίηση των ενεργειακών προμηθειών…. Αλλά είναι πολύ αργά! Καλούμαστε να επανεισαγάγουμε μία εξέταση του μακροπρόθεσμου σε κάθε βραχυπρόθεσμη απόφαση.
Επιπλέον, τα μέλη της ΕΕ δεν εξαρτώνται στον ίδιο βαθμό από τις ρωσικές προμήθειες, κάτι που περιπλέκει τη λήψη μίας κοινής απόφασης σχετικά με τις ενεργειακές εισαγωγές από τη Ρωσία. Καθώς κάποιες κυβερνήσεις αμφισβητούσαν τη δυνατότητα μίας κοινής Ευρωπαϊκής ενεργειακής πολιτικής, η εισβολή στην Ουκρανία έθεσε ξανά το ερώτημα: Γιατί να μην υιοθετήσουμε μία αγοραστική πολιτική σε ευρωπαϊκό επίπεδο και να διασφαλίσουμε μία κάποια αλληλεγγύη στη διανομή των κερδών που μας αντιστοιχούν;
Τελευταίο σχόλιο. Οι πολιτικές που είχαν θεωρηθεί ιδιαίτερα καλά ενορχηστρωμένες, δείχνουν τώρα τις αδυναμίες τους. Δεν επανεξετάζουμε άραγε το κληροδότημα της Άνγκελα Μέρκελ;
Έχει υπάρξει στην Ευρώπη, εδώ και κάποιο καιρό αλλά ακόμη χειρότερα εξαιτίας του πολέμου και της έλλειψης συγκεκριμένων αγαθών, μία αύξηση του πληθωρισμού. Ποια χρονική διάρκεια μπορεί κανείς να δει σε αυτήν και ποιος θα είναι ο ρόλος των κεντρικών τραπεζών, με τις αποφάσεις τους, στη χαλιναγώγησή της;
Ήδη η πανδημία είχε αποκαλύψει ελλείψεις στα ιατρικά αγαθά. Η δύναμη της οικονομικής ανάκαμψης, μετά την άρση των περιορισμών, ήρθε αντιμέτωπη με την υποχρηματοδότηση σε βασικούς τομείς, όπως οι μικροεπεξεργαστές. Η έλλειψη είναι παγκόσμια, οπότε ένα μεγάλο μέρος του εθνικού πληθωρισμού είναι εισαγόμενος.
Αυτό περιπλέκει την πολιτική των κεντρικών τραπεζών, επειδή η αύξηση στα επιτόκια μπορεί σίγουρα να καλμάρει τη ζήτηση, χωρίς να μειώσει την έκρηξη του κόστους αν επιμείνει η ανισορροπία μεταξύ προσφοράς και ζήτησης σε παγκόσμιο επίπεδο.
Επομένως, θα πρέπει να γίνει μία διάκριση μεταξύ των ΗΠΑ και της ΕΕ. Στην πρώτη περίπτωση, ένα υπερβολικά γενναιόδωρο σχέδιο ανάκαμψης έχει δημιουργήσει προσκόμματα, μεταξύ αυτών και στο επίπεδο του εγχώριου παραγωγικού συστήματος, ιδιαίτερα καθώς η οικονομία σκοντάφτει σε σχεδόν μηδενική ανεργία. Γνωρίζοντας τον ηγετικό ρόλο της Ομοσπονδιακής Τράπεζας των ΗΠΑ, η επανάληψη μίας «στιγμής Βόλκερ» -δηλαδή μία έντονη αύξηση στο επιτόκιο παρέμβασης (ΣΣ ο Πολ Βόλκερ ήταν πρώην επικεφαλής της Fed)- θα μπορούσε να επισπεύσει την περιδίνηση από τον πληθωρισμό στην ύφεση.
Στην Ευρώπη, αντίθετα, το σχέδιο ανασυγκρότησης Next Generation EU υπήρξε πολύ πιο μετριοπαθές, ώστε ο εισαγόμενος πληθωρισμός να κυριαρχεί, ιδιαίτερα καθώς το ευρώ επρόκειτο να υποτιμηθεί εναντίον του δολαρίου. Λαμβάνουμε υπ’ όψιν τη συνέπεια του γεγονότος πως το ευρώ δεν έγινε ένα παγκόσμιο νόμισμα ικανό να αντικαταστήσει το δολάριο.
Επιπλέον, το έργο των κεντρικών τραπεζών έχει γίνει ιδιαίτερα δύσκολο. Όχι μόνο πρέπει να ελέγχουν τον πληθωρισμό χωρίς να διακινδυνεύουν την ανάπτυξη, αλλά πρέπει επίσης να διασφαλίζουν την χρηματοοικονομική σταθερότητα. Κάποιοι ειδικοί τους αποδίδουν ακόμη και ρόλο στην μετάβαση στην πράσινη οικονομία. Υπερβολικά πολλοί στόχοι για έναν μικρό αριθμό οργάνων!
Ξεκάθαρα χρειάζεται μία θεωρητική αναθεώρηση, αλλά η επείγουσα ανάγκη που δημιούργησε η διαδοχή των κρίσεων δύσκολα ευνοεί τον ψύχραιμο προβληματισμό.
Η ΕΕ υιοθέτησε ένα Ταμείο Ανάκαμψης από την πανδημία. Συνεισέφερε αυτό στη δόμηση μίας πιο «συμπαγούς» Ευρώπης; Βρίσκεται περισσότερο ή λιγότερο σε κρίση η ΕΕ σήμερα, ως αποτέλεσμα του χειρισμού της πανδημίας;
Είναι γνωστό πως το ευρωπαϊκό οικοδόμημα εξελίχθηκε πάνω απ’ όλα στη διάρκεια των κρίσεων που απειλούσαν την ίδια του την ύπαρξη. Το τελευταίο διάστημα δεν αποτελεί εξαίρεση. Παρότι ήταν τόσο δύσκολη η αναθεώρηση του Συμφώνου Σταθερότητας και Ανάπτυξης, τώρα ο κοινός κίνδυνος που συνδέεται με την πανδημία το έθεσε υπό αμφισβήτηση, τουλάχιστον προσωρινά.
Είναι αξιοσημείωτο πως οι συζητήσεις για την έκδοση ευρωομολόγων τελεσφόρησαν μόνο με το σχέδιο Next Generation EU. Κάποιο αναλυτές κάνουν λόγο για μία «στιγμή Χάμιλτον» της Ευρώπης (ΣΣ ο Αλεξάντερ Χάμιλτον υπήρξε ο πρώτος υπουργός Οικονομικών των ΗΠΑ), δηλαδή το ξεκίνημα μίας διαδικασίας που θα οδηγήσει σε μία ομοσπονδία.
Η κατάσταση είναι πιο ασαφής, καθώς για τις κυβερνήσεις λιτότητας της βόρειας Ευρώπης, αυτός ο μηχανισμός πρέπει να εξαφανιστεί με το τέλος της Covid-19, ενώ για τις κυβερνήσεις του Νότου, είναι το πρώτο βήμα ώστε να ληφθεί υπ’ όψιν το πρόταγμα της αλληλεγγύης, και όχι πλέον του ανταγωνισμού, ως βάση για την ευρωπαϊκή ολοκλήρωση.
Ξεκάθαρα η ΕΕ έχει κάνει πρόοδο και ο πόλεμος στην Ουκρανία συνιστά, όπως έχουμε δει, ακόμη ένα κίνητρο για τη συγκέντρωση ή τουλάχιστον τον συντονισμό αμυντικών πολιτικών και διπλωματικών προσπαθειών για την αποτροπή ενός ευρωπαϊκού, ή ακόμη και παγκόσμιου, πολέμου.
Παρομοίως, σε αυτούς τους προβληματικούς και αβέβαιους καιρούς, το ευρώ προσφέρει προστασία στις ασθενέστερες οικονομίες, αντίθετα με αυτό που παρατηρείται, για παράδειγμα, στη Λατινική Αμερική ή στην Αφρική, όπου οι χώρες απειλούνται όχι μόνο από τα αυξανόμενα κόστη της ενέργειας και των τροφίμων, αλλά επίσης από τους κινδύνους υποτίμησης του νομίσματός τους. Το ευρώ, εν τέλει, αποδεικνύεται πως προστατεύει την ενιαία αγορά και αποτελεί κίνητρο για την επιδίωξη της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης.
Κατά τη γνώμη σας, ποιες είναι οι προοπτικές για την ελληνική οικονομία καθώς θα βγαίνουμε από την πανδημία;
Τα καλά νέα είναι ότι η Ελλάδα ωφελείται από αυτή την αλληλεγγύη. Αυτό φανερώνεται σε κάτι φαινομενικά παράδοξο: Παρότι το δημόσιο χρέος ως ποσοστό επί του συνολικού ΑΕΠ φτάνει σε πρωτόγνωρα επίπεδα, η πτώση στα επιτόκια έχει μειώσει το βάρος του χρέους σε λιγότερο από το 2% του ΑΕΠ, αφήνοντας κάποιο περιθώριο για τις πιο βασικές δημόσιες δαπάνες.
Από την άλλη, κάποια άλλα χαρακτηριστικά είναι περισσότερο ανησυχητικά. Πρώτον, το κατά κεφαλήν εισόδημα δεν έχει επανέλθει στα προ της ελληνικής κρίσης επίπεδα. Παρά την ταχεία ανάπτυξη, σε ετήσια βάση στο 7,4%, η ανεργία, τον Απρίλιο του 2022, παρέμενε υψηλή (13,3%) και παρατηρείται διπλό έλλειμμα στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών και στον προϋπολογισμό, στο 4,6% και στο 5,7% του ΑΕΠ αντίστοιχα. Επιπρόσθετα, ο πληθωρισμός είναι υψηλός, ακόμη και αν βρίσκεται κοντά σε αυτόν που παρατηρείται στη Γερμανία, 7,2% και 7,3% αντίστοιχα.
Επομένως, οι διαρθρωτικές αδυναμίες της ελληνικής οικονομίας δεν έχουν ξεπεραστεί: αδυναμία στον βιομηχανικό τομέα, ισχυρή εξάρτηση από τον τουρισμό, ενώ ο τελευταίος απέχει πολύ από την ανάκτηση του δυναμισμού που είχε προ-πανδημίας. Πρέπει να αναμένουμε πως το σχέδιο Next Generation EU θα επιτύχει να αντισταθμίσει αυτές τις αδυναμίες; Είναι πολύ νωρίς για ν’ αποφασίσει κανείς.
Αναφέρετε στο βιβλίο σας πως κάποιες χώρες δεν είχαν ξεπεράσει τις συνέπειες της οικονομικής κρίσης του 2008, όταν εμφανίστηκε η πανδημία του κορονοϊού. Επομένως γι’ αυτές τις χώρες, αν το αντιλαμβάνομαι σωστά, υποστηρίζετε πως η επιστροφή την κατάσταση πριν από την πανδημία δεν αποτελεί λύση. Θα λέγατε πως αυτή είναι η περίπτωση της Ελλάδας και του Ευρωπαϊκού Νότου;
Είμαι αρκετά ανήσυχος επίσης και για την Ιταλία. Πραγματικά αυτή η χώρα έχει μείνει σε πραγματική στασιμότητα από την είσοδό της στο ευρώ και είναι ν’ ανησυχεί κανείς πως η σύσφιξη της ευρωπαϊκής νομισματικής πολιτικής θα αυξήσει τα επιτόκια, το οποίο θα επηρεάσει ιδιαίτερα τις ασθενέστερες χώρες, συμπεριλαμβανομένης της Ιταλίας.
Σε αυτή την περίπτωση, οι αγορές θα επιβάλλουν διαιτησία μεταξύ των εθνικών δημόσιων χρεών και αυτό θα μπορούσε και πάλι να λειτουργήσει τιμωρητικά για τη Νότια Ευρώπη, συμπεριλαμβανομένης της Ελλάδας.
Επιπρόσθετα, η επανέναρξη της πανδημίας στην Κίνα απειλεί την διατήρηση της διεθνούς κινητικότητας και επομένως τον τουρισμό. Ακόμη, οι αυξανόμενες τιμές της ενέργειας και των τροφίμων μπορούν να επηρεάσουν την αγοραστική δύναμη, ιδιαίτερα των πιο ευάλωτων. H αναζωπύρωση των κοινωνικών συγκρούσεων μπορεί να θέσει σε κίνδυνο την ικανότητα των κυβερνήσεων να μεσολαβήσουν σε αυτές τις διαμαρτυρίες.
Εν ολίγοις, η Ελλάδα δεν έχει επανέλθει πλήρως από την κρίση που ξεκίνησε το 2010. Δυστυχώς!
Στη διάρκεια της πανδημίας, ο τομέας της υγείας έλαβε μεγαλύτερο ρόλο στην οικονομία. Πώς βλέπετε αυτό να εξελίσσεται; Βλέπετε ενίσχυση στον τομέα των μεγάλων φαρμακευτικών, μεγαλύτερο ρόλο και περισσότερη χρηματοδότηση της υγείας στις κρατικές οικονομίες;
Τόσο η πανδημία όσο και οι απειλές από τον πόλεμο έχουν αποκαταστήσει το ρόλο του Κράτους: ασφαλιστής κόντρα στα συστημικά ρίσκα, υπερασπιστής της δημόσιας υγείας, εκφραστής της εθνικής κυριαρχίας, φορέας αλληλεγγύης, το κεντρικό ρολόι στον εγκέφαλο του συστήματος και ο υπερασπιστής του μακροπρόθεσμου. Η ψευδαίσθηση της παντοδυναμίας των πλήρως απορυθμισμένων αγορών κατέρρευσε.
Δεν είναι αξιοσημείωτο πως, ανεξάρτητα από τους ιδεολογικούς τους προσανατολισμούς, οι περισσότερες κυβερνήσεις υποστήριξαν την αγοραστική δύναμη των ασθενέστερων; Στην έκτακτη ανάγκη, πόση απομάκρυνση από τη νεοφιλελεύθερη δοξασία!
Αυτός είναι ένας ευνοϊκός παράγοντας για τον κρατικό επανέλεγχο στον τομέα της υγείας. Τα εθνικά συστήματα κοινωνικής ασφάλισης προσφέρουν καλύτερη διαπραγματευτική δύναμη σε σχέση με τις μεγάλες πολυεθνικές φαρμακευτικές εταιρείες. Ο ανταγωνισμός μεταξύ συστημάτων υγειονομικής ασφάλισης προκαλεί εκτόξευση του κόστους στις ΗΠΑ και δείχνει τα όρια των νεοφιλελεύθερων πολιτικών. Κατά τον ίδιο τρόπο, η εισαγωγή των αρχών του ανταγωνισμού εντός των νοσοκομείων δεν απέδωσε τα αναμενόμενα αποτελέσματα. Αυτό προσφέρει τη δυνατότητα αναδιαμόρφωσης του τομέα της υγείας με πρωτοβουλία των κυβερνήσεων.
Δυστυχώς, υπάρχει και ένα άλλο σενάριο που βρίσκεται σε εξέλιξη στις ΗΠΑ, και κατ’ επέκταση και στον υπόλοιπο κόσμο: Τα κέρδη που συσσωρεύονται από τον καπιταλισμό της πλατφόρμας επιτρέπουν στις GAFAM (ΣΣ: οι πέντε μεγαλύτερες αμερικανικές εταιρείες τεχνολογίας Google, Amazon, Facebook, Apple και Microsoft) να διεισδύσουν στην βιολογική έρευνα και τον τομέα των φαρμάκων, ακόμη κι αν αυτό σημαίνει την επιδείνωση των μεγάλων ανισοτήτων σε όρους πρόσβασης στην υγεία και προσδόκιμου ζωής. Μετρούμε την απόκλιση μεταξύ των προβαλλόμενων τάσεων στη Γηραιά Ήπειρο και στις ΗΠΑ.
Στην αρχή της πανδημίας, υποστηρίξατε πως οι κυβερνήσεις στην Ευρώπη ακολούθησαν ένα είδος πολιτικής «μιμητισμού», επιλέγοντας να αντιμετωπίσουν την πανδημίας με παρόμοιους τρόπους, ακόμη και αν αυτοί δεν ήταν οι καλύτεροι. Θα λέγατε πως οι κυβερνήσεις εξακολουθούν να μην μπορούν να προβλέψουν την εξέλιξη της πανδημίας ή οι τωρινές πολιτικές είναι πιο ενημερωμένες;
Στην πραγματικότητα, οι κυβερνήσεις αρχικά αντέγραψαν η μία την άλλη, όμως μετά, αναλόγως και με το πλαίσιο της κάθε χώρας, κάποιες έμαθαν από τα λάθη και ενίσχυσαν τα εθνικά συστήματα υγείας (π.χ. η Ταϊβάν), άλλες αντίθετα κατέγραψαν επώδυνες ανθρώπινες και οικονομικές απώλειες (ΗΠΑ και Βραζιλία). Καθώς τα στελέχη του κορονοϊού διαδέχονται το ένα το άλλο, οι καλοί μαθητές του χτες γίνονται οι κακοί του σήμερα, έτσι ώστε να μην γνωρίζουμε ακόμη ποιες θα είναι στο μέλλον οι καλύτερες στρατηγικές για τις ευρωπαϊκές χώρες.
Τελικά οι πανδημίες ακολουθούν η μία την άλλη, αλλά δεν είναι μία επανάληψη αμετάβλητων αλληλουχιών, γιατί οι ιοί και τα βακτήρια εξελίσσονται και επανειλημμένα προβάλουν νέες προκλήσεις για τους υγειονομικούς. Είναι σημαντικό τα υπουργεία Υγείας να μάθουν από αυτά τα επεισόδια, γιατί είναι επικίνδυνο να αναθέσουμε τον αγώνα εναντίον των πανδημιών στις δυνάμεις της αγοράς.
Τον Οκτώβριο του 2020, ο κ. Boyer είχε δημοσιεύσει το βιβλίο ορόσημο «Οι Καπιταλισμοί στη δίνη της πανδημίας», επιχειρώντας να διαγνώσει το σοκ, και τις συνέπειες που είχε για την παγκόσμια οικονομία η πανδημία της Covid-19. Σήμερα, περισσότερα από δύο χρόνια μετά την εμφάνιση της κρίσης του κορονοϊού και μέσα στη συγκυρία του πολέμου στην Ουκρανία, επανεξετάζει τα «μαθήματα» που είχαν να προσφέρουν οι διαδοχικές κρίσεις για τις κυβερνήσεις ειδικά της Ευρώπης.
Συγκεκριμένα όσον αφορά στη χώρα μας, ο κ. Boyer εξηγεί το παράδοξο που παρουσιάζει αυτή τη στιγμή το ελληνικό δημόσιο χρέος, αλλά και τους κινδύνους με τους οποίους ενδεχομένως να βρεθεί αντιμέτωπη η οικονομία της Ελλάδας -αλλά και της Ιταλίας- μέσα στο επόμενο διάστημα, ενώ εκτιμά πως το ευρώ προσφέρει προστασία στις ασθενέστερες ευρωπαϊκές οικονομίες. Αναφέρεται επίσης στο υπερβολικά μεγάλο έργο που έχουν αναλάβει οι κεντρικές τράπεζες, αναλύοντας τα διαφορετικά δεδομένα σε ΕΕ και ΗΠΑ και δίνοντας την πρόγνωσή του για τους τρόπους αντιμετώπισης του πληθωρισμού.
Ακολουθεί αναλυτικά η συνέντευξη.
Στο βιβλίο σας «Οι καπιταλισμοί στη δίνη της πανδημίας» (2020) αναφέρεστε στην ανάγκη να επανασυνδέσουμε την οικονομία με την κοινωνία. Μπορείτε να το εξηγήσετε; Πώς συνέβαλε η πανδημία του κορονοϊού σε αυτό το διαχωρισμό;
Πριν από το ξέσπασμα της πανδημίας, η υγεία θεωρείτο από τους οικονομολόγους ως ένα κόστος που βάραινε την ανταγωνιστικότητα και την ανάπτυξη των οικονομιών, εξαιτίας της αύξησης των δαπανών υγείας στο ΑΕΠ. Αυτό ήταν που δικαιολόγησε τις προσπάθειες να μειωθεί το κόστος με την υιοθέτηση των μηχανισμών της αγοράς, για παράδειγμα στη διαχείριση των νοσοκομείων. Από τον Μάρτιο του 2020, η υγεία επανενσωματώθηκε με τρείς τρόπους στην οικονομία.
Πρώτον, μετρήθηκε πώς αυτός ο τομέας συμβάλλει στην ευζωία του πληθυσμού, παρατείνοντας το προσδόκιμο ζωής με καλή υγεία, μειώνοντας τη θνησιμότητα και ξεπερνώντας συγκεκριμένες ασθένειες. Δεύτερον, το εντυπωσιακό μέγεθος της θνησιμότητας που παρατηρήθηκε στην πρώτη φάση της πανδημίας απέδειξε πως η δημόσια υγεία πρέπει να προηγείται της αναζήτησης της ανάπτυξης, της αποδοτικότητας ή ακόμη και της οικονομικής ευημερίας. Οι προτεραιότητες των κυβερνήσεων αντιστράφηκαν, τουλάχιστον στη διάρκεια των πρώτων σταδίων της πανδημίας, πριν επιβληθεί μία ανταλλαγή πιο ευνοϊκή για τη διατήρηση της παραγωγικής ικανότητας με τη μείωση της αυστηρότητας των περιοριστικών μέτρων.
Τέλος, η δόμηση των κοινωνικών συνδιαλλαγών φαίνεται να είναι καθοριστικός παράγοντας στην εξάπλωση των ιών, πέρα από τα αυστηρά ιατρικά μέτρα. Παρεμπιπτόντως, μετράμε ως ανισότητα όχι μόνο εκείνη που οφείλεται στο εισόδημα και τον πλούτο, αλλά επίσης στην εκπαίδευση, το είδος της εργασίας και την ευκολία πρόσβασης σε ιατρική φροντίδα. Εν ολίγοις, μία «οικονομίστικη» οπτική φάνηκε πως έχει όρια, με αποτέλεσμα να προωθηθεί μία πιο ισορροπημένη αντίληψη, στην οποία η κοινωνία, η οικονομία και η δημόσια υγεία αλληλοεξαρτώνται.
Υπάρχει αυτή τη στιγμή στην Ευρώπη μία νέα πραγματικότητα, ο πόλεμος στην Ουκρανία. Θα λέγατε πως επαναχαράσσει την ευρωπαϊκή πολιτική και με ποιους τρόπους; Όσον αφορά στις οικονομικές συνέπειες του πολέμου, βλέπετε ένα τέλος και από ποιους παράγοντες θα εξαρτηθεί αυτό;
Μετά την εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία έχει επέλθει μία επαναξιολόγηση. Η νίκη της παγκοσμιοποίησης είχε συνδεθεί με το τέλος της ιστορίας, καθώς εφεξής οι κοινωνίες μπορούσαν να διαμορφώνονται μόνο ως ένας συνδυασμός δημοκρατίας και οικονομίας της αγοράς. Εκ των υστέρων βλέπουμε ότι, αντιθέτως και αντιδρώντας σε αυτό, αναπτύχθηκαν ανελεύθερα καθεστώτα, με πρώτη τη Ρωσία, την Κίνα και, σε μικρότερο βαθμό, την Ινδία.
Η υποτροπή στη βία του πολέμου αιφνιδίασε τις δημοκρατίες, ειδικά στην Ευρώπη. Οι ειδικοί και οι κυβερνήσεις πρέπει να αναγνωρίσουν πως η σχετικά στενή αλληλεξάρτηση ανάμεσα στη Ρωσία και την Ευρωπαϊκή Ένωση δεν εμπόδισε την υποτροπή στον πόλεμο. Πρόκειται για την έκφραση της εδαφικής εθνικής κυριαρχίας, ακόμη και πάνω από το οικονομικό κόστος που επέφερε ο αποκλεισμός της Ρωσίας από τις διεθνείς οικονομικές ροές.
Επομένως, οι ρίζες της σύγκρουσης μεταξύ εθνών δεν έχουν εξαφανιστεί. Ευρωπαίοι και Αμερικανοί συνειδητοποιούν πως η δραστική μείωση του μεριδίου των στρατιωτικών δαπανών τούς εξασθένισε σε σχέση με μία κυβέρνηση έτοιμη να επεκτείνει τη δύναμή της με καθαρή βία. Υπολογίζουμε πως η εθνική κυριαρχία προϋποθέτει τη δυνατότητα άμυνας ενάντια στην επιθετικότητα. Το NATO, το οποίο υποτίθεται πως είχε χάσει το ρόλο του ελλείψει αντιπάλου, αποδεικνύεται χρήσιμο εργαλείο για τον συντονισμό της αντίδρασης των δημοκρατιών.
Αντίθετα, η ουκρανική κυβέρνηση διαπίστωσε τον κίνδυνο του να είναι κανείς ουδέτερος και τις συνέπειες από την άρνηση των νατοϊκών χωρών να την κάνουν δεκτή. Επιπλέον, οι ευρωπαϊκές κυβερνήσεις συνειδητοποιούν ότι έχουν συμφέρον να συντονίζουν τις αντιδράσεις τους στην εισβολή στην Ουκρανία. Αυτό επιταχύνει περισσότερο την ομαδοποίηση συγκεκριμένων πολιτικών, χθες για την αγορά των εμβολίων, σήμερα για τον συντονισμό αντιποίνων και μέτρων επανεξοπλισμού των κρατών-μελών.
Πολύς λόγος γίνεται αυτή τη στιγμή στην Ευρώπη σχετικά με την ενεργειακή εξάρτηση από τη Ρωσία και τους τρόπους απεμπλοκής. Ποιος ευθύνεται για τις ενεργειακές ελλείψεις στην Ευρώπη και τί πρέπει να γίνει γι’ αυτό;
Η παγκοσμιοποίηση είχε ως αποτέλεσμα την αναζήτηση της ελαχιστοποίησης του κόστους μέσα από την επέκταση των παγκόσμιων αλυσίδων αξίας. Η πανδημία υπονόμευσε ήδη αυτή τη στρατηγική, αφού αποκάλυψε την ισχυρή εξάρτηση των περισσοτέρων χωρών από μερικές απομακρυσμένες οικονομίες, στην εμπροσθοφυλακή των οποίων βρίσκεται η Κίνα. Η αλληλουχία βραχυπρόθεσμων αποφάσεων δημιουργεί τελικά ακραία εξάρτηση, την οποία δεν αναγνωρίζουν εκείνοι που λαμβάνουν τις αποφάσεις.
Μπορεί κανείς να αναλογιστεί την απόφαση της Γερμανίας να κλείσει τα πυρηνικά εργοστάσια, να στραφεί στις εισαγωγές ρωσικού αερίου ή ακόμη και άνθρακα: Ξαφνικά, τον Φεβρουάριο του 2022, αυτή η εξάρτηση επισκιάζει την αυτονομία στη λήψη αποφάσεων της κυβέρνησης συνασπισμού της χώρας. Μπορούμε να δούμε πόσο επιθυμητό θα ήταν να είχε αναζητήσει επαρκή διαφοροποίηση των ενεργειακών προμηθειών…. Αλλά είναι πολύ αργά! Καλούμαστε να επανεισαγάγουμε μία εξέταση του μακροπρόθεσμου σε κάθε βραχυπρόθεσμη απόφαση.
Επιπλέον, τα μέλη της ΕΕ δεν εξαρτώνται στον ίδιο βαθμό από τις ρωσικές προμήθειες, κάτι που περιπλέκει τη λήψη μίας κοινής απόφασης σχετικά με τις ενεργειακές εισαγωγές από τη Ρωσία. Καθώς κάποιες κυβερνήσεις αμφισβητούσαν τη δυνατότητα μίας κοινής Ευρωπαϊκής ενεργειακής πολιτικής, η εισβολή στην Ουκρανία έθεσε ξανά το ερώτημα: Γιατί να μην υιοθετήσουμε μία αγοραστική πολιτική σε ευρωπαϊκό επίπεδο και να διασφαλίσουμε μία κάποια αλληλεγγύη στη διανομή των κερδών που μας αντιστοιχούν;
Τελευταίο σχόλιο. Οι πολιτικές που είχαν θεωρηθεί ιδιαίτερα καλά ενορχηστρωμένες, δείχνουν τώρα τις αδυναμίες τους. Δεν επανεξετάζουμε άραγε το κληροδότημα της Άνγκελα Μέρκελ;
Έχει υπάρξει στην Ευρώπη, εδώ και κάποιο καιρό αλλά ακόμη χειρότερα εξαιτίας του πολέμου και της έλλειψης συγκεκριμένων αγαθών, μία αύξηση του πληθωρισμού. Ποια χρονική διάρκεια μπορεί κανείς να δει σε αυτήν και ποιος θα είναι ο ρόλος των κεντρικών τραπεζών, με τις αποφάσεις τους, στη χαλιναγώγησή της;
Ήδη η πανδημία είχε αποκαλύψει ελλείψεις στα ιατρικά αγαθά. Η δύναμη της οικονομικής ανάκαμψης, μετά την άρση των περιορισμών, ήρθε αντιμέτωπη με την υποχρηματοδότηση σε βασικούς τομείς, όπως οι μικροεπεξεργαστές. Η έλλειψη είναι παγκόσμια, οπότε ένα μεγάλο μέρος του εθνικού πληθωρισμού είναι εισαγόμενος.
Αυτό περιπλέκει την πολιτική των κεντρικών τραπεζών, επειδή η αύξηση στα επιτόκια μπορεί σίγουρα να καλμάρει τη ζήτηση, χωρίς να μειώσει την έκρηξη του κόστους αν επιμείνει η ανισορροπία μεταξύ προσφοράς και ζήτησης σε παγκόσμιο επίπεδο.
Επομένως, θα πρέπει να γίνει μία διάκριση μεταξύ των ΗΠΑ και της ΕΕ. Στην πρώτη περίπτωση, ένα υπερβολικά γενναιόδωρο σχέδιο ανάκαμψης έχει δημιουργήσει προσκόμματα, μεταξύ αυτών και στο επίπεδο του εγχώριου παραγωγικού συστήματος, ιδιαίτερα καθώς η οικονομία σκοντάφτει σε σχεδόν μηδενική ανεργία. Γνωρίζοντας τον ηγετικό ρόλο της Ομοσπονδιακής Τράπεζας των ΗΠΑ, η επανάληψη μίας «στιγμής Βόλκερ» -δηλαδή μία έντονη αύξηση στο επιτόκιο παρέμβασης (ΣΣ ο Πολ Βόλκερ ήταν πρώην επικεφαλής της Fed)- θα μπορούσε να επισπεύσει την περιδίνηση από τον πληθωρισμό στην ύφεση.
Στην Ευρώπη, αντίθετα, το σχέδιο ανασυγκρότησης Next Generation EU υπήρξε πολύ πιο μετριοπαθές, ώστε ο εισαγόμενος πληθωρισμός να κυριαρχεί, ιδιαίτερα καθώς το ευρώ επρόκειτο να υποτιμηθεί εναντίον του δολαρίου. Λαμβάνουμε υπ’ όψιν τη συνέπεια του γεγονότος πως το ευρώ δεν έγινε ένα παγκόσμιο νόμισμα ικανό να αντικαταστήσει το δολάριο.
Επιπλέον, το έργο των κεντρικών τραπεζών έχει γίνει ιδιαίτερα δύσκολο. Όχι μόνο πρέπει να ελέγχουν τον πληθωρισμό χωρίς να διακινδυνεύουν την ανάπτυξη, αλλά πρέπει επίσης να διασφαλίζουν την χρηματοοικονομική σταθερότητα. Κάποιοι ειδικοί τους αποδίδουν ακόμη και ρόλο στην μετάβαση στην πράσινη οικονομία. Υπερβολικά πολλοί στόχοι για έναν μικρό αριθμό οργάνων!
Ξεκάθαρα χρειάζεται μία θεωρητική αναθεώρηση, αλλά η επείγουσα ανάγκη που δημιούργησε η διαδοχή των κρίσεων δύσκολα ευνοεί τον ψύχραιμο προβληματισμό.
Η ΕΕ υιοθέτησε ένα Ταμείο Ανάκαμψης από την πανδημία. Συνεισέφερε αυτό στη δόμηση μίας πιο «συμπαγούς» Ευρώπης; Βρίσκεται περισσότερο ή λιγότερο σε κρίση η ΕΕ σήμερα, ως αποτέλεσμα του χειρισμού της πανδημίας;
Είναι γνωστό πως το ευρωπαϊκό οικοδόμημα εξελίχθηκε πάνω απ’ όλα στη διάρκεια των κρίσεων που απειλούσαν την ίδια του την ύπαρξη. Το τελευταίο διάστημα δεν αποτελεί εξαίρεση. Παρότι ήταν τόσο δύσκολη η αναθεώρηση του Συμφώνου Σταθερότητας και Ανάπτυξης, τώρα ο κοινός κίνδυνος που συνδέεται με την πανδημία το έθεσε υπό αμφισβήτηση, τουλάχιστον προσωρινά.
Είναι αξιοσημείωτο πως οι συζητήσεις για την έκδοση ευρωομολόγων τελεσφόρησαν μόνο με το σχέδιο Next Generation EU. Κάποιο αναλυτές κάνουν λόγο για μία «στιγμή Χάμιλτον» της Ευρώπης (ΣΣ ο Αλεξάντερ Χάμιλτον υπήρξε ο πρώτος υπουργός Οικονομικών των ΗΠΑ), δηλαδή το ξεκίνημα μίας διαδικασίας που θα οδηγήσει σε μία ομοσπονδία.
Η κατάσταση είναι πιο ασαφής, καθώς για τις κυβερνήσεις λιτότητας της βόρειας Ευρώπης, αυτός ο μηχανισμός πρέπει να εξαφανιστεί με το τέλος της Covid-19, ενώ για τις κυβερνήσεις του Νότου, είναι το πρώτο βήμα ώστε να ληφθεί υπ’ όψιν το πρόταγμα της αλληλεγγύης, και όχι πλέον του ανταγωνισμού, ως βάση για την ευρωπαϊκή ολοκλήρωση.
Ξεκάθαρα η ΕΕ έχει κάνει πρόοδο και ο πόλεμος στην Ουκρανία συνιστά, όπως έχουμε δει, ακόμη ένα κίνητρο για τη συγκέντρωση ή τουλάχιστον τον συντονισμό αμυντικών πολιτικών και διπλωματικών προσπαθειών για την αποτροπή ενός ευρωπαϊκού, ή ακόμη και παγκόσμιου, πολέμου.
Παρομοίως, σε αυτούς τους προβληματικούς και αβέβαιους καιρούς, το ευρώ προσφέρει προστασία στις ασθενέστερες οικονομίες, αντίθετα με αυτό που παρατηρείται, για παράδειγμα, στη Λατινική Αμερική ή στην Αφρική, όπου οι χώρες απειλούνται όχι μόνο από τα αυξανόμενα κόστη της ενέργειας και των τροφίμων, αλλά επίσης από τους κινδύνους υποτίμησης του νομίσματός τους. Το ευρώ, εν τέλει, αποδεικνύεται πως προστατεύει την ενιαία αγορά και αποτελεί κίνητρο για την επιδίωξη της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης.
Κατά τη γνώμη σας, ποιες είναι οι προοπτικές για την ελληνική οικονομία καθώς θα βγαίνουμε από την πανδημία;
Τα καλά νέα είναι ότι η Ελλάδα ωφελείται από αυτή την αλληλεγγύη. Αυτό φανερώνεται σε κάτι φαινομενικά παράδοξο: Παρότι το δημόσιο χρέος ως ποσοστό επί του συνολικού ΑΕΠ φτάνει σε πρωτόγνωρα επίπεδα, η πτώση στα επιτόκια έχει μειώσει το βάρος του χρέους σε λιγότερο από το 2% του ΑΕΠ, αφήνοντας κάποιο περιθώριο για τις πιο βασικές δημόσιες δαπάνες.
Από την άλλη, κάποια άλλα χαρακτηριστικά είναι περισσότερο ανησυχητικά. Πρώτον, το κατά κεφαλήν εισόδημα δεν έχει επανέλθει στα προ της ελληνικής κρίσης επίπεδα. Παρά την ταχεία ανάπτυξη, σε ετήσια βάση στο 7,4%, η ανεργία, τον Απρίλιο του 2022, παρέμενε υψηλή (13,3%) και παρατηρείται διπλό έλλειμμα στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών και στον προϋπολογισμό, στο 4,6% και στο 5,7% του ΑΕΠ αντίστοιχα. Επιπρόσθετα, ο πληθωρισμός είναι υψηλός, ακόμη και αν βρίσκεται κοντά σε αυτόν που παρατηρείται στη Γερμανία, 7,2% και 7,3% αντίστοιχα.
Επομένως, οι διαρθρωτικές αδυναμίες της ελληνικής οικονομίας δεν έχουν ξεπεραστεί: αδυναμία στον βιομηχανικό τομέα, ισχυρή εξάρτηση από τον τουρισμό, ενώ ο τελευταίος απέχει πολύ από την ανάκτηση του δυναμισμού που είχε προ-πανδημίας. Πρέπει να αναμένουμε πως το σχέδιο Next Generation EU θα επιτύχει να αντισταθμίσει αυτές τις αδυναμίες; Είναι πολύ νωρίς για ν’ αποφασίσει κανείς.
Αναφέρετε στο βιβλίο σας πως κάποιες χώρες δεν είχαν ξεπεράσει τις συνέπειες της οικονομικής κρίσης του 2008, όταν εμφανίστηκε η πανδημία του κορονοϊού. Επομένως γι’ αυτές τις χώρες, αν το αντιλαμβάνομαι σωστά, υποστηρίζετε πως η επιστροφή την κατάσταση πριν από την πανδημία δεν αποτελεί λύση. Θα λέγατε πως αυτή είναι η περίπτωση της Ελλάδας και του Ευρωπαϊκού Νότου;
Είμαι αρκετά ανήσυχος επίσης και για την Ιταλία. Πραγματικά αυτή η χώρα έχει μείνει σε πραγματική στασιμότητα από την είσοδό της στο ευρώ και είναι ν’ ανησυχεί κανείς πως η σύσφιξη της ευρωπαϊκής νομισματικής πολιτικής θα αυξήσει τα επιτόκια, το οποίο θα επηρεάσει ιδιαίτερα τις ασθενέστερες χώρες, συμπεριλαμβανομένης της Ιταλίας.
Σε αυτή την περίπτωση, οι αγορές θα επιβάλλουν διαιτησία μεταξύ των εθνικών δημόσιων χρεών και αυτό θα μπορούσε και πάλι να λειτουργήσει τιμωρητικά για τη Νότια Ευρώπη, συμπεριλαμβανομένης της Ελλάδας.
Επιπρόσθετα, η επανέναρξη της πανδημίας στην Κίνα απειλεί την διατήρηση της διεθνούς κινητικότητας και επομένως τον τουρισμό. Ακόμη, οι αυξανόμενες τιμές της ενέργειας και των τροφίμων μπορούν να επηρεάσουν την αγοραστική δύναμη, ιδιαίτερα των πιο ευάλωτων. H αναζωπύρωση των κοινωνικών συγκρούσεων μπορεί να θέσει σε κίνδυνο την ικανότητα των κυβερνήσεων να μεσολαβήσουν σε αυτές τις διαμαρτυρίες.
Εν ολίγοις, η Ελλάδα δεν έχει επανέλθει πλήρως από την κρίση που ξεκίνησε το 2010. Δυστυχώς!
Στη διάρκεια της πανδημίας, ο τομέας της υγείας έλαβε μεγαλύτερο ρόλο στην οικονομία. Πώς βλέπετε αυτό να εξελίσσεται; Βλέπετε ενίσχυση στον τομέα των μεγάλων φαρμακευτικών, μεγαλύτερο ρόλο και περισσότερη χρηματοδότηση της υγείας στις κρατικές οικονομίες;
Τόσο η πανδημία όσο και οι απειλές από τον πόλεμο έχουν αποκαταστήσει το ρόλο του Κράτους: ασφαλιστής κόντρα στα συστημικά ρίσκα, υπερασπιστής της δημόσιας υγείας, εκφραστής της εθνικής κυριαρχίας, φορέας αλληλεγγύης, το κεντρικό ρολόι στον εγκέφαλο του συστήματος και ο υπερασπιστής του μακροπρόθεσμου. Η ψευδαίσθηση της παντοδυναμίας των πλήρως απορυθμισμένων αγορών κατέρρευσε.
Δεν είναι αξιοσημείωτο πως, ανεξάρτητα από τους ιδεολογικούς τους προσανατολισμούς, οι περισσότερες κυβερνήσεις υποστήριξαν την αγοραστική δύναμη των ασθενέστερων; Στην έκτακτη ανάγκη, πόση απομάκρυνση από τη νεοφιλελεύθερη δοξασία!
Αυτός είναι ένας ευνοϊκός παράγοντας για τον κρατικό επανέλεγχο στον τομέα της υγείας. Τα εθνικά συστήματα κοινωνικής ασφάλισης προσφέρουν καλύτερη διαπραγματευτική δύναμη σε σχέση με τις μεγάλες πολυεθνικές φαρμακευτικές εταιρείες. Ο ανταγωνισμός μεταξύ συστημάτων υγειονομικής ασφάλισης προκαλεί εκτόξευση του κόστους στις ΗΠΑ και δείχνει τα όρια των νεοφιλελεύθερων πολιτικών. Κατά τον ίδιο τρόπο, η εισαγωγή των αρχών του ανταγωνισμού εντός των νοσοκομείων δεν απέδωσε τα αναμενόμενα αποτελέσματα. Αυτό προσφέρει τη δυνατότητα αναδιαμόρφωσης του τομέα της υγείας με πρωτοβουλία των κυβερνήσεων.
Δυστυχώς, υπάρχει και ένα άλλο σενάριο που βρίσκεται σε εξέλιξη στις ΗΠΑ, και κατ’ επέκταση και στον υπόλοιπο κόσμο: Τα κέρδη που συσσωρεύονται από τον καπιταλισμό της πλατφόρμας επιτρέπουν στις GAFAM (ΣΣ: οι πέντε μεγαλύτερες αμερικανικές εταιρείες τεχνολογίας Google, Amazon, Facebook, Apple και Microsoft) να διεισδύσουν στην βιολογική έρευνα και τον τομέα των φαρμάκων, ακόμη κι αν αυτό σημαίνει την επιδείνωση των μεγάλων ανισοτήτων σε όρους πρόσβασης στην υγεία και προσδόκιμου ζωής. Μετρούμε την απόκλιση μεταξύ των προβαλλόμενων τάσεων στη Γηραιά Ήπειρο και στις ΗΠΑ.
Στην αρχή της πανδημίας, υποστηρίξατε πως οι κυβερνήσεις στην Ευρώπη ακολούθησαν ένα είδος πολιτικής «μιμητισμού», επιλέγοντας να αντιμετωπίσουν την πανδημίας με παρόμοιους τρόπους, ακόμη και αν αυτοί δεν ήταν οι καλύτεροι. Θα λέγατε πως οι κυβερνήσεις εξακολουθούν να μην μπορούν να προβλέψουν την εξέλιξη της πανδημίας ή οι τωρινές πολιτικές είναι πιο ενημερωμένες;
Στην πραγματικότητα, οι κυβερνήσεις αρχικά αντέγραψαν η μία την άλλη, όμως μετά, αναλόγως και με το πλαίσιο της κάθε χώρας, κάποιες έμαθαν από τα λάθη και ενίσχυσαν τα εθνικά συστήματα υγείας (π.χ. η Ταϊβάν), άλλες αντίθετα κατέγραψαν επώδυνες ανθρώπινες και οικονομικές απώλειες (ΗΠΑ και Βραζιλία). Καθώς τα στελέχη του κορονοϊού διαδέχονται το ένα το άλλο, οι καλοί μαθητές του χτες γίνονται οι κακοί του σήμερα, έτσι ώστε να μην γνωρίζουμε ακόμη ποιες θα είναι στο μέλλον οι καλύτερες στρατηγικές για τις ευρωπαϊκές χώρες.
Τελικά οι πανδημίες ακολουθούν η μία την άλλη, αλλά δεν είναι μία επανάληψη αμετάβλητων αλληλουχιών, γιατί οι ιοί και τα βακτήρια εξελίσσονται και επανειλημμένα προβάλουν νέες προκλήσεις για τους υγειονομικούς. Είναι σημαντικό τα υπουργεία Υγείας να μάθουν από αυτά τα επεισόδια, γιατί είναι επικίνδυνο να αναθέσουμε τον αγώνα εναντίον των πανδημιών στις δυνάμεις της αγοράς.