Ινστιτούτο Ενέργειας: Στα 250 δισ. η δυνητική αξία των κοιτασμάτων στην Ελλάδα
Oι θαλάσσιες περιοχές του Ιονίου και νοτίως και δυτικώς της Κρήτης θα μπορούσαν να φιλοξενούν δυνητικά αποθέματα της τάξης των 70 – 90 τρισ. κυβικών ποδιών (tcf) φυσικού αερίου, σύμφωνα με στοιχεία της Ελληνικής Διαχειριστικής Εταιρείας Υδρογονανθράκων (ΕΔΕΥ). Πρόκειται για ποσότητες που είναι ικανές να καλύψουν το 15% – 20% των καταναλώσεων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, σύμφωνα με την Ειδική Έκθεση της Επιτροπής Υδρογονανθράκων (Upstream) του Ινστιτούτου Ενέργειας Νοτιοανατολικής Ευρώπης (ΙΕΝΕ) που δημοσιοποιήθηκε χθες ενόψει των σημερινών εξαγγελιών του πρωθυπουργού Κυριάκου Μητσοτάκη για την αξιοποίηση πιθανών κοιτασμάτων υδρογονανθράκων της χώρας. Η δυνητική αξία των κοιτασμάτων υδρογονανθράκων στην Ελλάδα είναι της τάξης των 250 δισ. ευρώ.
Στο ΙΕΝΕ υποστηρίζουν πως «σήμερα, είναι γνωστό ότι από τις υπάρχουσες σεισμικές καταγραφές στον ελλαδικό χώρο είναι χαρτογραφημένες περίπου 40 γεωλογικές δομές, οι οποίες χρήζουν περαιτέρω γεωφυσικών και γεωτρητικών μελετών για την πιστοποίηση κοιτασμάτων φυσικού αερίου». Στις θαλάσσιες περιοχές όπου έχουν διεξαχθεί αναγνωριστικές σεισμικές έρευνες «έχουν ήδη προδιαγραφεί πάνω από 30 πιθανοί ερευνητικοί στόχοι, οι οποίοι με συμπληρωματικές έρευνες θα μπορούσαν να αναδειχθούν σε στόχους ερευνητικών γεωτρήσεων για ανακάλυψη κοιτασμάτων υδρογονανθράκων».
Στη μελέτη επικαλούνται πρόσφατη παρουσίαση του κ. Γιάννη Γρηγορίου, αντιπροέδρου του Continental Europe Energy Council και πρώην διευθύνοντος συμβούλου του τομέα έρευνας και εκμετάλλευσης υδρογονανθράκων των Ελληνικών Πετρελαίων (ΕΛΠΕ). Ο κ. Γρηγορίου ανέφερε πως η χώρα μας έχει μεγάλες προοπτικές για ανακάλυψη σημαντικών κοιτασμάτων υδρογονανθράκων, εκ των οποίων το 85% εκτιμάται ότι είναι φυσικό αέριο. Επίσης, τόνισε ότι η παραγόμενη αξία για 1 tcf ή 170 εκατ. βαρέλια πετρελαίου είναι περίπου 10 δισ. δολάρια, με το ελληνικό δημόσιο να εισπράττει περίπου 3 δισ. δολάρια, οι Περιφέρειες 300 εκατ. δολάρια, με τις συνολικές επενδύσεις να φτάνουν τα 1,8 δισ. δολάρια.
Η Ελλάδα «διαθέτει συγκεκριμένα κοιτάσματα πετρελαίου και φυσικού αερίου, παράγει σήμερα μια μικρή ποσότητα πετρελαίου στον Πρίνο και σύντομα θα παράγει σε μία ακόμα γεωγραφική περιοχή, στο Κατάκολο, στην Πελοπόννησο» επισημαίνουν από το ΙΕΝΕ. Προσθέτουν πως «γεωλογικά και γεωφυσικά δεδομένα συνηγορούν στο συμπέρασμα ότι η χώρα διαθέτει ορισμένα αξιόλογα κοιτάσματα υδρογονανθράκων, τα οποία, όμως, πρέπει να ερευνηθούν περαιτέρω με σεισμικές και γεωτρητικές μεθόδους προκειμένου να υπολογισθεί και εκτιμηθεί με ακρίβεια το μέγεθός τους και η αποληψιμότητά τους».
Όμως «θα απαιτηθεί χρόνος, πολιτική βούληση, σταθερό αδειοδοτικό περιβάλλον, μακρόπνοη και συνεπής στρατηγική, σημαντικές επενδύσεις (οι οποίες προέρχονται αποκλειστικά από τις εταιρείες) και συστηματική ερευνητική προσπάθεια σε πολλές περιοχές της χώρας, ώστε αφενός να αποκτήσουμε μια ολοκληρωμένη εικόνα για το πραγματικό δυναμικό του υδρογονανθρακικού μας πλούτου και αφετέρου να ξεκινήσει παραγωγή, όπου αυτό καταστεί εφικτό».
Η Energean, που εκμεταλλεύεται τα κοιτάσματα της περιοχής του Πρίνου εκτιμά ότι τα εναπομείναντα αποθέματα των συγκεκριμένων κοιτασμάτων είναι της τάξης των 100 εκατ. βαρελιών. Η συγκεκριμένη εταιρεία παραμένει ενεργή στο πρόγραμμα έρευνας και εκμετάλλευσης τυχόν κοιτασμάτων πετρελαίου ή φυσικού αερίου (με έμφαση στο φυσικό αέριο πλέον). Ταυτόχρονα, η παρουσία ενεργειακών ομίλων, όπως της γαλλικής TotalEnergies και της αμερικανικής ExxonMobil, των ΕΛΠΕ, «αλλά και το εκδηλωμένο ενδιαφέρον και άλλων σημαντικών εταιρειών, ενισχύουν την προοπτική για ύπαρξη πολύ σημαντικών αποθεμάτων υδρογονανθράκων, ιδιαίτερα στη θαλάσσια περιοχή Ιονίου και δυτικά και νοτιοδυτικά της Κρήτης».
Γιατί πρέπει να επενδύσει η Ελλάδα
Στο ΙΕΝΕ θεωρούν πως στη σκιά της ουκρανικής κρίσης και ταυτόχρονα με τη στροφή προς τις Ανανεώσιμες Πηγές Ενέργειας (ΑΠΕ) η Ελλάδα πρέπει να επενδύσει για την εκμετάλλευση τυχόν κοιτασμάτων υδρογονανθράκων, για οικονομικούς και γεωπολιτικούς λόγους. Επιπλέον, οι αέριοι υδρογονάνθρακες αποτελούν σημαντική γέφυρα πράσινης ενεργειακής μετάβασης με απώτερο στόχο την επίτευξη χαμηλότερων εκπομπών ρύπων/άνθρακα». Μπορούν και πρέπει να λειτουργήσουν συμπληρωματικά προς τις ΑΠΕ (ανεμογεννήτριες, φωτοβολταϊκά, βιομάζα). Μέρος από τα έσοδά τους μπορούν και πρέπει να επενδυθούν και στις πράσινες τεχνολογίες (υδρογόνο, δέσμευση-αποθήκευση διοξειδίου του άνθρακα, ανάπτυξη αποθηκών φυσικού αερίου).
Όπως αναφέρεται στην έκθεση το «παράθυρο» ευκαιρίας για ανακάλυψη και παραγωγή υδρογονανθράκων δεν έχει κλείσει ακόμα για αρκετούς λόγους. Η ζήτηση ενέργειας έχει επιστρέψει στα προ-πανδημίας επίπεδα, κάτι που σημαίνει ότι τα ορυκτά καύσιμα, τα οποία κάλυπταν το 83% της συνολικής παγκόσμιας κατανάλωσης ενέργειας προ πανδημίας, παραμένουν το κλειδί για την κάλυψη των παγκόσμιων ενεργειακών αναγκών. Επιπρόσθετα, το φυσικό αέριο θα χρησιμοποιηθεί και για την παρασκευή «μπλε» και «πράσινου» υδρογόνου.
Επίσης, «υπάρχει ένα όριο στο πόσο γρήγορα μπορούμε να υλοποιήσουμε τα νέα έργα ΑΠΕ λόγω περιορισμών της εφοδιαστικής αλυσίδας, των απαιτούμενων περιβαλλοντικών διαδικασιών, των χρήσεων γης, κλπ. Λόγω της στοχαστικότητας της αιολικής και της ηλιακής ενέργειας, έως ότου βρούμε οικονομικά βιώσιμες και μεγάλης κλίμακας λύσεις για την αποθήκευση ενέργειας, «θα πρέπει να βασιστούμε στο φυσικό αέριο για την σταθερότητα του ενεργειακού μίγματος και την ευστάθεια του ενεργειακού συστήματος. Τέλος, «δεν έχουμε ακόμη λύσεις για τις μεταφορές μεγάλων αποστάσεων ή/και βαρέων φορτίων.
Οι προτάσεις του ΙΕΝΕ
Το ΙΕΝΕ καταθέτει οκτώ προτάσεις για την εκμετάλλευση της ευκαιρίας που, όπως εκτιμά, αποτελεί για τη χώρα μας η αξιοποίηση των κοιτασμάτων πετρελαίου και, κυρίως, φυσικού αερίου. Συγκεκριμένα προτείνει:
Έκφραση σαφούς πολιτικής/κυβερνητικής βούλησης για στήριξη της έρευνας και παραγωγής υδρογονανθράκων στην Ελλάδα, χωρίς να τίθενται όροι για την οικονομική εκμετάλλευσή τους. Το αν ένα κοίτασμα είναι οικονομικά αποδοτικό ή όχι το κρίνουν οι παραχωρησιούχες εταιρείες, οι οποίες είναι και οι επενδυτές.
Ενθάρρυνση παραχωρησιούχων εταιρειών όπως επισπεύσουν τις ερευνητικές τους δραστηριότητες και υποβάλλουν αναθεωρημένο χρονοδιάγραμμα με ξεκάθαρους στόχους για ερευνητικές γεωτρήσεις.
Άρση γραφειοκρατικών εμποδίων στην αδειοδότηση ερευνών και ιδιαίτερα στην έκδοση Μελετών Περιβαλλοντικών Επιπτώσεων (ΜΠΕ).
Άμεση προκήρυξη διεθνούς διαγωνισμού νέων περιοχών που έχουν τεχνικό ενδιαφέρον, π.χ. Θερμαϊκός κόλπος, περιοχή Νέστου – Στρυμώνα και προκήρυξη διαγωνισμού open door για τις επιστραφείσες περιοχές.
Συνεχής προσπάθεια για προσέλκυση μεγάλων διεθνών πετρελαϊκών εταιρειών για την υποβολή αιτήσεων ενδιαφέροντος για χερσαίες και θαλάσσιες περιοχές, αποδοχή των αιτήσεων ενδιαφέροντος που θα υποβληθούν και άμεση προκήρυξη διεθνούς διαγωνισμού σύμφωνα με την ισχύουσα νομοθεσία.
Να ληφθεί υπόψη το δυναμικό κοιτασμάτων υδρογονανθράκων στις συζητήσεις καθορισμού ΑΟΖ (π.χ. πρώτο βήμα πιθανή κατακύρωση περιοχής 1 στα σύνορα με Αλβανία στα ΕΛΠΕ – εν δυνάμει ενδιαφέρον για περιοχή Ρόδου – Καστελόριζου – Κύπρου – Κρήτης).
Διαρκής και συστηματική διεθνής προβολή του δυναμικού υδρογονανθράκων της χώρας μέσα από οργανωμένες καμπάνιες από την ΕΔΕΥ.
Δημιουργία ενός εθνικού ενεργειακού και γεωπολιτικού 10ετούς πλάνου, με ειδική εστίαση στην περιοχή της Ανατολικής Μεσογείου.
Στο ΙΕΝΕ υποστηρίζουν πως «σήμερα, είναι γνωστό ότι από τις υπάρχουσες σεισμικές καταγραφές στον ελλαδικό χώρο είναι χαρτογραφημένες περίπου 40 γεωλογικές δομές, οι οποίες χρήζουν περαιτέρω γεωφυσικών και γεωτρητικών μελετών για την πιστοποίηση κοιτασμάτων φυσικού αερίου». Στις θαλάσσιες περιοχές όπου έχουν διεξαχθεί αναγνωριστικές σεισμικές έρευνες «έχουν ήδη προδιαγραφεί πάνω από 30 πιθανοί ερευνητικοί στόχοι, οι οποίοι με συμπληρωματικές έρευνες θα μπορούσαν να αναδειχθούν σε στόχους ερευνητικών γεωτρήσεων για ανακάλυψη κοιτασμάτων υδρογονανθράκων».
Στη μελέτη επικαλούνται πρόσφατη παρουσίαση του κ. Γιάννη Γρηγορίου, αντιπροέδρου του Continental Europe Energy Council και πρώην διευθύνοντος συμβούλου του τομέα έρευνας και εκμετάλλευσης υδρογονανθράκων των Ελληνικών Πετρελαίων (ΕΛΠΕ). Ο κ. Γρηγορίου ανέφερε πως η χώρα μας έχει μεγάλες προοπτικές για ανακάλυψη σημαντικών κοιτασμάτων υδρογονανθράκων, εκ των οποίων το 85% εκτιμάται ότι είναι φυσικό αέριο. Επίσης, τόνισε ότι η παραγόμενη αξία για 1 tcf ή 170 εκατ. βαρέλια πετρελαίου είναι περίπου 10 δισ. δολάρια, με το ελληνικό δημόσιο να εισπράττει περίπου 3 δισ. δολάρια, οι Περιφέρειες 300 εκατ. δολάρια, με τις συνολικές επενδύσεις να φτάνουν τα 1,8 δισ. δολάρια.
Η Ελλάδα «διαθέτει συγκεκριμένα κοιτάσματα πετρελαίου και φυσικού αερίου, παράγει σήμερα μια μικρή ποσότητα πετρελαίου στον Πρίνο και σύντομα θα παράγει σε μία ακόμα γεωγραφική περιοχή, στο Κατάκολο, στην Πελοπόννησο» επισημαίνουν από το ΙΕΝΕ. Προσθέτουν πως «γεωλογικά και γεωφυσικά δεδομένα συνηγορούν στο συμπέρασμα ότι η χώρα διαθέτει ορισμένα αξιόλογα κοιτάσματα υδρογονανθράκων, τα οποία, όμως, πρέπει να ερευνηθούν περαιτέρω με σεισμικές και γεωτρητικές μεθόδους προκειμένου να υπολογισθεί και εκτιμηθεί με ακρίβεια το μέγεθός τους και η αποληψιμότητά τους».
Όμως «θα απαιτηθεί χρόνος, πολιτική βούληση, σταθερό αδειοδοτικό περιβάλλον, μακρόπνοη και συνεπής στρατηγική, σημαντικές επενδύσεις (οι οποίες προέρχονται αποκλειστικά από τις εταιρείες) και συστηματική ερευνητική προσπάθεια σε πολλές περιοχές της χώρας, ώστε αφενός να αποκτήσουμε μια ολοκληρωμένη εικόνα για το πραγματικό δυναμικό του υδρογονανθρακικού μας πλούτου και αφετέρου να ξεκινήσει παραγωγή, όπου αυτό καταστεί εφικτό».
Η Energean, που εκμεταλλεύεται τα κοιτάσματα της περιοχής του Πρίνου εκτιμά ότι τα εναπομείναντα αποθέματα των συγκεκριμένων κοιτασμάτων είναι της τάξης των 100 εκατ. βαρελιών. Η συγκεκριμένη εταιρεία παραμένει ενεργή στο πρόγραμμα έρευνας και εκμετάλλευσης τυχόν κοιτασμάτων πετρελαίου ή φυσικού αερίου (με έμφαση στο φυσικό αέριο πλέον). Ταυτόχρονα, η παρουσία ενεργειακών ομίλων, όπως της γαλλικής TotalEnergies και της αμερικανικής ExxonMobil, των ΕΛΠΕ, «αλλά και το εκδηλωμένο ενδιαφέρον και άλλων σημαντικών εταιρειών, ενισχύουν την προοπτική για ύπαρξη πολύ σημαντικών αποθεμάτων υδρογονανθράκων, ιδιαίτερα στη θαλάσσια περιοχή Ιονίου και δυτικά και νοτιοδυτικά της Κρήτης».
Γιατί πρέπει να επενδύσει η Ελλάδα
Στο ΙΕΝΕ θεωρούν πως στη σκιά της ουκρανικής κρίσης και ταυτόχρονα με τη στροφή προς τις Ανανεώσιμες Πηγές Ενέργειας (ΑΠΕ) η Ελλάδα πρέπει να επενδύσει για την εκμετάλλευση τυχόν κοιτασμάτων υδρογονανθράκων, για οικονομικούς και γεωπολιτικούς λόγους. Επιπλέον, οι αέριοι υδρογονάνθρακες αποτελούν σημαντική γέφυρα πράσινης ενεργειακής μετάβασης με απώτερο στόχο την επίτευξη χαμηλότερων εκπομπών ρύπων/άνθρακα». Μπορούν και πρέπει να λειτουργήσουν συμπληρωματικά προς τις ΑΠΕ (ανεμογεννήτριες, φωτοβολταϊκά, βιομάζα). Μέρος από τα έσοδά τους μπορούν και πρέπει να επενδυθούν και στις πράσινες τεχνολογίες (υδρογόνο, δέσμευση-αποθήκευση διοξειδίου του άνθρακα, ανάπτυξη αποθηκών φυσικού αερίου).
Όπως αναφέρεται στην έκθεση το «παράθυρο» ευκαιρίας για ανακάλυψη και παραγωγή υδρογονανθράκων δεν έχει κλείσει ακόμα για αρκετούς λόγους. Η ζήτηση ενέργειας έχει επιστρέψει στα προ-πανδημίας επίπεδα, κάτι που σημαίνει ότι τα ορυκτά καύσιμα, τα οποία κάλυπταν το 83% της συνολικής παγκόσμιας κατανάλωσης ενέργειας προ πανδημίας, παραμένουν το κλειδί για την κάλυψη των παγκόσμιων ενεργειακών αναγκών. Επιπρόσθετα, το φυσικό αέριο θα χρησιμοποιηθεί και για την παρασκευή «μπλε» και «πράσινου» υδρογόνου.
Επίσης, «υπάρχει ένα όριο στο πόσο γρήγορα μπορούμε να υλοποιήσουμε τα νέα έργα ΑΠΕ λόγω περιορισμών της εφοδιαστικής αλυσίδας, των απαιτούμενων περιβαλλοντικών διαδικασιών, των χρήσεων γης, κλπ. Λόγω της στοχαστικότητας της αιολικής και της ηλιακής ενέργειας, έως ότου βρούμε οικονομικά βιώσιμες και μεγάλης κλίμακας λύσεις για την αποθήκευση ενέργειας, «θα πρέπει να βασιστούμε στο φυσικό αέριο για την σταθερότητα του ενεργειακού μίγματος και την ευστάθεια του ενεργειακού συστήματος. Τέλος, «δεν έχουμε ακόμη λύσεις για τις μεταφορές μεγάλων αποστάσεων ή/και βαρέων φορτίων.
Οι προτάσεις του ΙΕΝΕ
Το ΙΕΝΕ καταθέτει οκτώ προτάσεις για την εκμετάλλευση της ευκαιρίας που, όπως εκτιμά, αποτελεί για τη χώρα μας η αξιοποίηση των κοιτασμάτων πετρελαίου και, κυρίως, φυσικού αερίου. Συγκεκριμένα προτείνει:
Έκφραση σαφούς πολιτικής/κυβερνητικής βούλησης για στήριξη της έρευνας και παραγωγής υδρογονανθράκων στην Ελλάδα, χωρίς να τίθενται όροι για την οικονομική εκμετάλλευσή τους. Το αν ένα κοίτασμα είναι οικονομικά αποδοτικό ή όχι το κρίνουν οι παραχωρησιούχες εταιρείες, οι οποίες είναι και οι επενδυτές.
Ενθάρρυνση παραχωρησιούχων εταιρειών όπως επισπεύσουν τις ερευνητικές τους δραστηριότητες και υποβάλλουν αναθεωρημένο χρονοδιάγραμμα με ξεκάθαρους στόχους για ερευνητικές γεωτρήσεις.
Άρση γραφειοκρατικών εμποδίων στην αδειοδότηση ερευνών και ιδιαίτερα στην έκδοση Μελετών Περιβαλλοντικών Επιπτώσεων (ΜΠΕ).
Άμεση προκήρυξη διεθνούς διαγωνισμού νέων περιοχών που έχουν τεχνικό ενδιαφέρον, π.χ. Θερμαϊκός κόλπος, περιοχή Νέστου – Στρυμώνα και προκήρυξη διαγωνισμού open door για τις επιστραφείσες περιοχές.
Συνεχής προσπάθεια για προσέλκυση μεγάλων διεθνών πετρελαϊκών εταιρειών για την υποβολή αιτήσεων ενδιαφέροντος για χερσαίες και θαλάσσιες περιοχές, αποδοχή των αιτήσεων ενδιαφέροντος που θα υποβληθούν και άμεση προκήρυξη διεθνούς διαγωνισμού σύμφωνα με την ισχύουσα νομοθεσία.
Να ληφθεί υπόψη το δυναμικό κοιτασμάτων υδρογονανθράκων στις συζητήσεις καθορισμού ΑΟΖ (π.χ. πρώτο βήμα πιθανή κατακύρωση περιοχής 1 στα σύνορα με Αλβανία στα ΕΛΠΕ – εν δυνάμει ενδιαφέρον για περιοχή Ρόδου – Καστελόριζου – Κύπρου – Κρήτης).
Διαρκής και συστηματική διεθνής προβολή του δυναμικού υδρογονανθράκων της χώρας μέσα από οργανωμένες καμπάνιες από την ΕΔΕΥ.
Δημιουργία ενός εθνικού ενεργειακού και γεωπολιτικού 10ετούς πλάνου, με ειδική εστίαση στην περιοχή της Ανατολικής Μεσογείου.