Οι μετοχές αντιμετωπίζουν αυξανόμενους αντίθετους ανέμους από τις υψηλότερες αποδόσεις των ομολόγων, τις υποβαθμίσεις των κερδών ανά μετοχή (EPS) και το γεωπολιτικό σκηνικό.

Ωστόσο, τα αρνητικά πραγματικά επιτόκια εξακολουθούν να υποστηρίζουν την απόδοση των μετοχών, καθώς τα μετρητά καθώς και τα ομόλογα παραμένουν λιγότερο ελκυστικές επιλογές, όπως σημειώνει η Citi στη νέα έκθεση επενδυτικής στρατηγικής.


Σε αυτό το πλαίσιο, «μπαίνουμε στον πειρασμό να αγοράσουμε στις όποιες βουτιές των μετοχών, αν και σε περίπτωση που οι πραγματικές αποδόσεις των ομολόγων γίνουν θετικές θα μας έκαναν πιο προσεκτικούς», τονίζει η Citi.

Οι στόχοι της δείχνουν προς κέρδη 7% για τον παγκόσμιο δείκτη MSCI AC World καθώς και τον πανευρωπαϊκό δείκτη Stoxx 600 έως το τέλος του έτους, ενώ στο 3% τοποθετούνται τα κέρδη στον S&P 500 και στο 4% τα κέρδη στις αναδυόμενες αγορές (MSCI EM). Σε κλαδικό επίπεδο είναι overweight στις τράπεζες, την Υγεία και την Πληροφορική.


EPS: Έρχονται υποβαθμίσεις
Οι μέσες εκτιμήσεις της αγοράς (consensus) αναμένουν ότι τα κέρδη ανά μετοχή (EPS) στον δείκτη MSCI AC World θα αυξηθούν κατά 9% το 2022. Τα μοντέλα της Citi, βασισμένα στις προβλέψεις των οικονομολόγων της, προτείνουν ένα αποτέλεσμα πιο κοντά στο +5%. Ο παγκόσμιος δείκτης αναθεώρησης κερδών της Citi μετατοπίστηκε πρόσφατα σε περιοχή καθαρής υποβάθμισης για πρώτη φορά από το 2020.

Μεταξύ των κλάδων, εκείνοι που σχετίζονται με τους καταναλωτές ηγούνται των υποβαθμίσεων, ενώ οι μετοχές που σχετίζονται με εμπορεύματα εξακολουθούν να απολαμβάνουν αναβαθμίσεις.


Αποτιμήσεις
Ο δείκτης αναφοράς MSCI AC World διαπραγματεύεται επί του παρόντος με εκτιμώμενο EPS 12μήνου στο 17x 12, έναντι του μακροπρόθεσμου μέσου όρου του 14x. Η αγορά των ΗΠΑ διαπραγματεύεται με EPS στο 20x, πολύ πάνω από τον μέσο όρο του 16x.

Οι αποτιμήσεις στο Ηνωμένο Βασίλειο (11x) και στις Αναδυόμενες Αγορές (12x) φαίνονται λιγότερο «τεντωμένες», ενώ η αγορά της Ευρώπης διαπραγματεύεται με 15x και η Ιαπωνία με 13x.

Έτσι, σε γενικές γραμμές, όπως τονίζει η Citi, οι μετοχές εξακολουθούν να έχουν καλή αξία έναντι των ομολόγων, ακόμη και στις ΗΠΑ.

Η παγκόσμια λίστα ελέγχου Bear Market της Citi εξακολουθεί να δίνει σήμα για αγορά στις βουτιές – Buy the dip, με την αγορά των ΗΠΑ να φαίνεται πιο ακριβή από την Ευρώπη ή τις Αναδυόμενες Αγορές.

Υψηλότερα επιτόκια, γεωπολιτική
Το σκηνικό της νομισματικής πολιτικής γίνεται λιγότερο υποστηρικτικό για τις μετοχές, όπως σημειώνει η Citi, με τους οικονομολόγους της να αναμένουν ότι η Fed θα αυξάνει κατά 50 μονάδες βάσης τα επιτόκια σε κάθε μία από τις επόμενες τέσσερις συνεδριάσεις, με το επιτόκιο αναφοράς να είναι πιθανό να φτάσει στο 3,0% μέχρι το τέλος του τρέχοντος έτους και στο 3,75% μέχρι το τέλος του 2023. Αυτή η επιθετικότητα αντιπροσωπεύει μια πρόκληση για όλα τα χρηματοοικονομικά assets.

Ωστόσο, ο υψηλός πληθωρισμός διατηρεί τα πραγματικά επιτόκια σε αρνητικό έδαφος και αυτό τείνει να υποστηρίζει τις μετοχές. Η Citi αναμένει ότι τα πραγματικά επιτόκια των ΗΠΑ θα κινηθούν σε θετικό έδαφος το 2023, κάτι που θα αποτελέσει πρόκληση για τις μετοχές, ωστόσο δεν προβλέπει ανάλογες επιθετικές κινήσεις από άλλες κεντρικές τράπεζες των αναπτυγμένων αγορών αν και οι αγορές υπό το QE είναι πιθανό να μειωθούν.

Τέλος, σε ότι αφορά το γεωπολιτικό σκηνικό, η Citi επισημαίνει πως ο αντίκτυπός του συχνά φαίνεται στην αστάθεια των τιμών των εμπορευμάτων.

Η σύγκρουση στην Ουκρανία έχει ασκήσει περαιτέρω ανοδική πίεση στον παγκόσμιο πληθωρισμό, ενώ έχει ασκήσει πτωτική πίεση στις προβλέψεις για την ανάπτυξη του ΑΕΠ, ιδίως στην ηπειρωτική Ευρώπη.

Οι αναλυτές στρατηγικής της Citi πιστεύουν ότι ο αντίκτυπος στην τιμή του πετρελαίου θα μειωθεί αργότερα μέσα στο έτος, καθώς η ζήτηση μειώνεται και η προσφορά αυξάνεται.

Με βάση τα παραπάνω η Citi τηρεί overweight στάση στις αγορές των ΗΠΑ και της Βρετανίας, είναι ουδέτερη στην Ευρώπη και την Ιαπωνία και underweight στην Αυστραλία και τις Αναδυόμενες Αγορές.

Σε ότι αφορά τους κλάδους, είναι overweight σε τράπεζες, υγεία και πληροφορική, ουδέτερη σε ενέργεια, βασικά υλικά, βιομηχανία και υπηρεσίες κοινής ωφέλειας και underweight στα καταναλωτικά αγαθά και τις υπηρεσίες τηλεπικοινωνιών.