Καθώς οι ανησυχίες για ύφεση σε ΗΠΑ και Ευρώπη μεγαλώνουν, η Goldman Sachs επαναξιολογεί τα σενάρια ύφεσης για τον επόμενο χρόνο, εξετάζοντας σε νέα εκτενή μελέτη της 77 περιόδους ύφεσης που καταγράφηκαν στις ανεπτυγμένες οικονομίες από το 1961 μέχρι σήμερα. Συνοπτικά, η Goldman Sachs προβλέπει ότι η πιθανότητα να εισέλθει σε ύφεση η οικονομία της Ευρωζώνης τον επόμενο χρόνο είναι στο 40%, ενώ για την οικονομία των ΗΠΑ και της Μ. Βρετανίας είναι στο 30% και 45% αντίστοιχα.

Η ανάλυση της Goldman Sachs δείχνει ότι οι πιθανότητες ύφεσης είναι σημαντικά υψηλότερες από το 15%, που είναι η μέση ετήσια πιθανότητα ύφεσης σε ανεπτυγμένες οικονομίες, από τη δεκαετία του 1960. Όπως σημειώνει η αμερικανική τράπεζα, το ποσοστό ανεργίας έχει αυξηθεί κατά 2,7 ποσοστιαίες μονάδες στη μέση ύφεση ανεπτυγμένης οικονομίας από το ’60, με τις μεγαλύτερες αυξήσεις να σημειώνονται τη δεκαετία του ’80 στη Μ. Βρετανία αλλά μικρότερες αυξήσεις στην Ιαπωνία.


Η Goldman συμπεραίνει ότι η υπερθέρμανση της οικονομίας, που συνεπάγεται υψηλή ανάπτυξη του κόστους εργασίας και υψηλό πληθωρισμό, καθώς και οι μεγάλες σωρευτικές αυξήσεις στα επιτόκια συχνά προηγούνται σφοδρών υφέσεων. Αντίθετα, τα υψηλά χρηματοοικονομικά πλεονάσματα του ιδιωτικού τομέα συνήθως προμηνύουν λιγότερο σφοδρές υφέσεις.

Τα υφιστάμενα στοιχεία για την υπερθέρμανση της οικονομίας και τις αποταμιεύσεις του ιδιωτικού τομέα, σκιαγραφούν μία μικτή εικόνα για το μέγεθος της επόμενης ύφεσης και στις αγγλόφωνες οικονομίες του G10. Στην απαισιόδοξη πλευρά, οι μετρήσεις αυξημένης οικονομικής υπερθέρμανσης υποδεικνύουν ότι ο κίνδυνος βαθιάς ύφεσης είναι μεγαλύτερος από το συνηθισμένο. Στην αισιόδοξη πλευρά, το μεγάλο πλεόνασμα του ιδιωτικού τομέα δείχνει ότι η ύφεση θα είναι ρηχή.


Στον αντίποδα, η εικόνα είναι πιο ξεκάθαρη στην Ιαπωνία και στην Ευρωζώνη, καθώς όλες οι μετρήσεις δείχνουν πως η ύφεση θα είναι ρηχή.

Εξετάζοντας άλλους παράγοντες πέρα από τα ιστορικά στοιχεία, η Goldman Sachs καταλήγει ξανά σε μία μικτή εικόνα για την επερχόμενη ύφεση. Στην απαισιόδοξη πλευρά, η αντίδραση της νομισματικής και δημοσιονομικής πολιτικής ίσως είναι πιο περιορισμένη από το κανονικό επειδή τα επιτόκια παραμένουν σε πολύ χαμηλά επίπεδα, ενώ τόσο οι ισολογισμοί των κεντρικών τραπεζών όσο και τα κρατικά χρέη είναι σε πολύ υψηλά επίπεδα με βάση τα ιστορικά πρότυπα.


Επιπλέον, η έκθεση στον πόλεμο στην Ουκρανία και ο κίνδυνος ελλείψεων στην προμήθεια ενέργειας δίνουν μια σχετικά αρνητική εικόνα για τη Γερμανία και την Ιταλία, ιδιαίτερα με την πιθανότητα διακοπών φυσικού αερίου κατά χειμερινή περίοδο. Στην πιο αισιόδοξη πλευρά, ο μακροπρόθεσμος πληθωρισμός και οι μισθολογικές προσδοκίες συνεχίζουν να δείχνουν συγκρατημένες. Επίσης, παρατηρούνται σημαντικές ευκαιρίες βελτίωσης στην πλευρά της προσφοράς τόσο στην παγκόσμια εφοδιαστική αλυσίδα, όπου οι χρόνοι παράδοσης έχουν περιοριστεί, όσο και στην αγορά εργασίας.