Συμπληρωματικό προϋπολογισμό στο οποίο αναμένεται να αυξήσει προς τα πάνω τον ρυθμό ανάπτυξης για φέτος, ετοιμάζεται να φέρει το υπουργείο Οικονομικών, μετά την έκρηξη των τουριστικών εσόδων.

Ωστόσο, η Ελλάδα εμφανίζεται χωρισμένη στα δύο σε ό,τι αφορά στην οικονομική της ανάπτυξη για τη χρονιά που τρέχει. Ένας από τους κλάδους ο οποίος αντικατοπτρίζει πλήρως την κατάσταση που επικρατεί στην πραγματική οικονομία είναι η εστίαση. Σε γενικές γραμμές, τα εστιατόρια σημειώνουν πολύ καλές επιδόσεις φέτος, ωστόσο τα έσοδα μετριάζονται από το υπεραυξημένο κόστος ενέργειας κατά 87,2% μέσα σε 12 μήνες και το επίσης αυξημένο κατά 15% κόστος εργασίας, αλλά και ενοικίου (κατά 6,8%). Έτσι, από τη μία, είναι τα εστιατόρια που υπερεισπράττουν εκμεταλλευόμενα το φετινό ρεκόρ αύξησης του τουρισμού και δεν επηρεάζονται από τις ανατιμήσεις που έχει επιφέρει η ενεργειακή κρίση. Κι από την άλλη, οι επιχειρήσεις που δεν απευθύνονται στους ξένους επισκέπτες και βιώνουν πολύ σκληρά τις ανατιμήσεις στα προαναφερόμενα κόστη, με αποτέλεσμα να αναγκάζονται να αυξήσουν τις τιμές και κατά συνέπεια, παρατηρούν μείωση τζίρου.


Αυτή την εικόνα της διχασμένης οικονομικά Ελλάδας καλείται να αποτυπώσει η κυβέρνηση στην αναθεώρηση του προϋπολογισμού που ήδη ετοιμάζει. Το σημαντικότερο σημείο σε αυτή την άσκηση είναι ο σωστός υπολογισμός του ΑΕΠ για το 2022 και 2023, δύο νούμερα πάνω στα οποία πρέπει «να κουμπώσουν» όλες οι άλλες παράμετροι. Αυτό που σίγουρα θα πρέπει να αποτυπωθεί για τη χρονιά που τρέχει, είναι η πολύ καλή πορεία του Τουρισμού, οι εισπράξεις του οποίου είχαν υπολογιστεί στα 15 δισ. ευρώ, δηλαδή στο 80% των εισπράξεων του 2019. Όμως, όπως τόνισε ο Διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος Γιάννης Στουρνάρας μιλώντας στον τηλεοπτικό σταθμό ΣΚΑΪ, οι εισροές από τον τουρισμό φέτος «θα ξεπεράσουν ίσως και σημαντικά το 100%». Έτσι, το φετινό ΑΕΠ -σύμφωνα με τον αναπληρωτή υπουργό Οικονομικών Θεόδωρο Σκυλακάκη, θα είναι «αρκετά επάνω από τα 200 δισ. και μάλιστα περίπου 20 δισ. παραπάνω από το ΑΕΠ του 2019». Δηλαδή συνολικά θα ανέρχονται περίπου στα 223 δισ. ευρώ.

Το σημαντικό πάντως, για να υπολογιστεί σωστά η πορεία του ΑΕΠ το 2022 είναι να υπολογιστούν δύο αριθμοί. Πρώτον, η ακριβής διαμόρφωση των τουριστικών εσόδων και δεύτερον, το ενεργειακό κόστος. Και εδώ, οι παράγοντες είναι πολλοί. Είναι η τιμή του φυσικού αερίου που είχε υπολογιστεί στα διάφορα μοντέλα στα 100 ευρώ ανά μεγαβατώρα, ενώ τώρα είναι πάνω από τα 200, είναι η ένταση με την οποία θα μπουν στο ενεργειακό μείγμα τα λιγνιτικά εργοστάσια παραγωγής ρεύματος, είναι η τιμή του Υγροποιημένου Αερίου (LNG) που θα φτάνει στη Ρεβυθούσα κ.α.


Το σημαντικό είναι ότι για την χρονιά που τρέχει, τα έντονα έσοδα από τον τουρισμό θα καταφέρουν να αντισταθμίσουν τα προβλήματα από την ενεργειακή κρίση, μειώνοντας το κόστος τους. Αυτή η πορεία θα επιτρέψει στην ελληνική οικονομία να κρατήσει μία σημαντική απόσταση από την υπόλοιπη Ευρωπαϊκή Ένωση, η οποία σύμφωνα με την εκτίμηση της JP Morgan, το τρίτο τρίμηνο του 2022 θα έχει ισχνή ανάπτυξη 0,5%, ενώ το τέταρτο τρίμηνο του έτους και το πρώτο τρίμηνο του 2023, θα καταγράψει ύφεση της τάξεως του 0,5%.

Το καλό και το κακό σενάριο
Θα πρέπει ωστόσο να σημειωθεί ότι μετά το φθινόπωρο κι ακόμα κι αν η τουριστική σεζόν τραβήξει περισσότερο από προηγούμενες χρονιές σε βάθος χρόνου, η ελληνική οικονομία θα βρεθεί αντιμέτωπη με τη σκληρή πραγματικότητα που θα βιώνει πολύ νωρίτερα η υπόλοιπη Ευρώπη. Ήτοι τον δύσκολο χειμώνα του 2023. Εδώ, οι προβλέψεις του Γιάννη Στουρνάρα ήταν ανησυχητικές. «Αν η Ρωσία κόψει στο μηδέν τις εξαγωγές αερίου προς την Ευρώπη, τότε θα έχουμε και υψηλότερο πληθωρισμό και επίπτωση στην οικονομική ανάπτυξη. Έχουμε κάνει σενάρια με μηδενικές εξαγωγές από τη Ρωσία, (και στην Ελλάδα) δεν πέφτουμε μεν σε ύφεση, αλλά πλησιάζουμε στο μηδέν» είχε δηλώσει χαρακτηριστικά. Σύμφωνα με κάποιους παρατηρητές, δεν αποκλείεται αυτό το νούμερο να είναι πέριξ του 0,8%, αλλά αυτό το σενάριο δεν είναι το βασικό. Είναι το λεγόμενο κακό σενάριο. Και σύμφωνα με όλες τις προβλέψεις των ενεργειακών αναλυτών, η Ρωσία δεν φαίνεται πρόθυμη να κόψει εντελώς τη ροή του φυσικού αερίου μέσω του NordStream 1, προτιμώντας να υποβάλει την Ευρώπη -και κυρίως τη Γερμανία- στο μαρτύριο της σταγόνας.


Στην περίπτωση που η ροή στην Ευρώπη συνεχίζεται έστω και με εμπόδια, με την ελληνική οικονομία να μπορεί να αντιμετωπίσει τις ενεργειακές της απαιτήσεις λόγω λιγνιτικών μονάδων παραγωγής ρεύματος και εισαγωγών LNG, τότε το ΑΕΠ της χώρας αναμένεται να μείνει πάνω από το 3%. Βάση όλων των παραπάνω, και αν θέλουμε να δημιουργήσουμε μία σχηματική εικόνα, οι προβλέψεις για την ανάπτυξη που κάνει σήμερα η ελληνική κυβέρνηση είναι 3,1% για φέτος και 4,8% για το 2023. Αυτά τα νούμερα το Υπουργείο Οικονομικών αναμένεται στον αναθεωρημένο προϋπολογισμό να τα αντιστρέψει, αυξάνοντας την πρόγνωση του ΑΕΠ για φέτος κάπου μεταξύ του 4,1% και 4,8% και για το 2023 κάπου μεταξύ του 3% και 3,2%.