Ολοένα και πιο ομιχλώδης γίνεται ο ορίζοντας στην Ευρωζώνη ως συνεπακόλουθο της ανασφάλειας καταναλωτών και επιχειρήσεων για την ενεργειακή επάρκεια τον επερχόμενο χειμώνα, τον πληθωρισμό και πρωτίστως της ρωσικής εισβολής στην Ουκρανία, που διαδραματίζει καταλυτικό ρόλο σε όλα τα παραπάνω. Δεν είναι τυχαίο, ως εκ τούτου, που ο δείκτης οικονομικού κλίματος συνέχισε τον Ιούλιο να υποχωρεί για πέμπτο διαδοχικό μήνα, διολισθαίνοντας στο χαμηλότερο επίπεδο από τον Φεβρουάριο του 2021 και ειδικότερα στο 99 από το 103,5 τον Ιούνιο.

Οι προσδοκίες για την πορεία της Ευρωζώνης από το φθινόπωρο και έπειτα είναι ιδιαίτερα απαισιόδοξες. Η δραματική μείωση των ροών από τον αγωγό NordStream 1 της Ρωσίας προς τη Γερμανία στο 20% της συνολικής χωρητικότητας μαζί με τη συμφωνία της ΕΕ για εθελοντική μείωση της κατανάλωσης φυσικού αερίου από τα κράτη-μέλη κατά 15% προϊδεάζουν αρνητικά όλους τους παίκτες των οικονομιών για τις εξελίξεις.


Φυσικό αέριο: Από τα 15 ευρώ τη μεγαβατώρα στα 200 ευρώ
Μέσα σε μια εβδομάδα, οι τιμές του φυσικού αερίου αναρριχήθηκαν 33% στην προθεσμιακή αγορά TTF της Ολλανδίας. Την Πέμπτη, οι τιμές κινούνταν λίγο υψηλότερα από τα 200 ευρώ την μεγαβατώρα, πλησιάζοντας τα 220 ευρώ που είχαν καταγραφεί τον Μάρτιο, δηλαδή λίγες ημέρες μετά τη ρωσική εισβολή στην Ουκρανία. Η άνοδος είναι αλματώδης από τα 15 ευρώ τη μεγαβατώρα, που είναι ο μέσος όρος της περιόδου 2015-2019, με τη Μόσχα να κρατά κλειστά τα χαρτιά της για το εάν σκοπεύει να διακόψει ολοσχερώς τις ροές προς την Ευρώπη. Αν και ο αυστριακός ενεργειακός όμιλος OMV εκτιμά πως δεν θα γίνει κάτι τέτοιο, παραδέχτηκε την Πέμπτη πως εξακολουθεί να επικρατεί αβεβαιότητα.

Οικονομικοί αναλυτές ήδη προδικάζουν μια επιβράδυνση του ρυθμού ανάπτυξης στην Ευρωζώνη μέσα στο β΄ τρίμηνο καθώς οι οικονομίες ήδη δυσκολεύονται να καλύψουν τις αυξημένες δαπάνες για την ενέργεια, τις πρώτες ύλες και γενικά το αυξημένο κόστος διαβίωσης από την άνοδο του πληθωρισμού σε ιστορικά υψηλά επίπεδα. Σήμερα, αναμένεται να ανακοινωθούν τα νέα στοιχεία για την ανάπτυξη και τον πληθωρισμό στην ΕΕ και την Ευρωζώνη από τη Eurostat.


Το αυξημένο κόστος φυσικό αερίου ανάλογο του 3% του περσινού ΑΕΠ της ΕΕ
Η Berenberg Bank διαβλέπει πως το ΑΕΠ στην Ευρωζώνη θα ενισχυθεί καθ’ όλη τη διάρκεια του 2022 κατά 2,2% αλλά θα υποχωρήσει κατά 1% το 2023 με τον πληθωρισμό να διαμορφώνεται στο 8,1%, φέτος, και στο 4,3% τον επόμενο χρόνο. Οι προβλέψεις αυτές βασίζονται στην υπόθεση πως οι τιμές του φυσικού αερίου θα σταθεροποιηθούν στα επίπεδα που ίσχυαν στα μέσα Ιουλίου, δηλαδή περίπου στα 160 ευρώ τη μεγαβατώρα χωρίς να χρειαστεί να επιβληθούν μέτρα εξοικονόμησης ενέργειας όταν υποχωρήσουν οι θερμοκρασίες.

Ο οικονομολόγος της Berenberg Bank, Δρ. Φίντλερ Σάλομον, υπολογίζει πως με αύξηση των τιμών του φυσικού αερίου κατά 100 ευρώ τη μεγαβατώρα συγκριτικά με κάποια μακροπρόθεσμα συμβόλαια, οι ετήσιες δαπάνες ενέργειας διογκώνονται περίπου κατά 430 δισ ευρώ με γνώμονα μια κατανάλωση 4,3 δισ μεγαβατωρών που ισχύει σε ένα φυσιολογικό έτος για την ΕΕ. Μια τέτοια αύξηση αναλογεί στο 3% του περσινού ΑΕΠ της ΕΕ.


Σε έναν κόσμο που η ευρωστία των οικονομιών τίθεται σε κίνδυνο από ενεργειακή ανασφάλεια, λόγω της αβεβαιότητας για τη συγκέντρωση των απαραίτητων αποθεμάτων μέχρι τον Νοέμβριο και του τεράστιου ανταγωνισμού για LNG παγκοσμίως, τα σενάρια για ενδεχόμενες ελλείψεις σε φυσικό αέριο δεν είναι εξωπραγματικά. Αν και η ενεργειακή ασφάλεια της ΕΕ μπορεί να ενισχυθεί με τη συμφωνημένη μείωση της κατανάλωσης κατά 15%, «ο στόχος δείχνει εξαιρετικά φιλόδοξος και η εφαρμογή του είναι εθελοντική με αρκετές εξαιρέσεις για τα κράτη-μέλη», σχολιάζει ο Σάλομον της Berenberg.