Φτωχός συγγενής είναι το ελληνικό ελαιόλαδο στα ράφια των βρετανικών σούπερ μάρκετ, καθώς τα τελευταία στοιχεία δείχνουν ότι τα μερίδια του περιορίζονται σε χαμηλά μονοψήφια που σε κάποιες περιπτώσεις κινούνται και χαμηλότερα από χώρες όπου δεν υπάρχει καλλιέργεια ελαιόδεντρων, όπως είναι η Γερμανία, η Ολλανδία και το Βέλγιο.

Στην πέμπτη θέση η Ελλάδα
Σύμφωνα με την έρευνα αγοράς για τον κλάδο του ελαιόλαδου, στο Ηνωμένο Βασίλειο που δημοσιοποίησε χθες το Γραφείο Οικονομικών και Εμπορικών Υποθέσεων της ελληνικής πρεσβείας στο Λονδίνο, Ισπανία και Ιταλία κυριάρχησαν και το 2021. Οι δύο τους είχαν από κοινού μερίδιο της τάξης του 87% σε επίπεδο αξίας και 88% σε επίπεδο όγκων των βρετανικών εισαγωγών σε ελαιόλαδο.




Σε ό,τι αφορά στην Ελλάδα σε επίπεδο όγκων με μόλις 1,5 χιλ. τόνους εξαγωγών βρίσκεται στην πέμπτη θέση πίσω από τη Γερμανία (2 χιλ. τόνους) και την Ολλανδία (1,6 χιλ. τόνους).


Σε επίπεδο αξίας (5,5 εκατ λίρες) το 2021 η Ελλάδα βρίσκεται στην τρίτη θέση με τη Γερμανία (5,4 εκατ. λίρες) να βρίσκεται σε απόσταση αναπνοής. Αξίζει να σημειωθεί ότι το μερίδιο των ελληνικών εξαγωγών στη Μ. Βρετανία σε όγκο είναι μόλις 2,6% και σε αξία 3,3%, χαμηλότερα επίπεδα σε σχέση με το 2020 που είχε διαμορφωθεί σε 3,6%.

Αρνητικό και το 2022
Η εικόνα είναι απογοητευτική και για το πρώτο εξάμηνο του 2022, καθώς η χώρα μας δεν μπόρεσε να καρπωθεί κάτι από την κατακόρυφη αύξηση εισαγωγών ελαιόλαδου. Συγκεκριμένα το πρώτο εξάμηνο του 2022 καταγράφεται κατακόρυφη αύξηση των εισαγωγών του Ηνωμένου Βασιλείου σε εξαιρετικά παρθένο ελαιόλαδο, συγκριτικά με το πρώτο εξάμηνο πέρυσι (αύξηση 160,5% στην αξία και 77,2% στην ποσότητα).


Μεγάλες απώλειες στο μερίδιό της στην αξία κατέγραψε η Ιταλία, ενώ η μέση τιμή στα ισπανικά προϊόντα σχεδόν διπλασιάστηκε. Η Ελλάδα εκτοπίστηκε από την τρίτη θέση της κατάταξης, την οποία πλέον καταλαμβάνει μη ελαιοπαραγωγός χώρα, το Βέλγιο, που σχεδόν οκταπλασίασε τον όγκο των εξαγωγών του. Ο όγκος των ελληνικών εξαγωγών αυξήθηκε μεν σε σχέση με το αντίστοιχο εξάμηνο πέρυσι, αλλά με ρυθμό χαμηλότερο από αυτόν του Βελγίου και της Ιταλίας, παρά το γεγονός ότι διατήρησε την αύξηση της τιμής σε επίπεδο συγκρίσιμο με αυτό της Ιταλίας.