Στον κάλαθο των αχρήστων έχει ρίξει η ελληνική οικονομία όλα τα μαθηματικά μοντέλα και τους τεχνοκρατικούς υπολογισμούς που «έδειχναν» ότι η ενεργειακή κρίση θα «ροκανίσει» το ΑΕΠ και θα «ακυρώσει» το «καυτό» τουριστικό καλοκαίρι.

Στα χαρτιά, κάθε αύξηση της τιμής του φυσικού αερίου κατά 10 ευρώ πάνω από το βασικό σενάριο προκαλεί «αιμορραγία» γύρω στα 500 εκατ. ευρώ από το ΑΕΠ και αυτό σημαίνει πρακτικά ότι η ελληνική οικονομία θα έπρεπε να βρεθεί με περίπου 5 δισ. ευρώ μικρότερο τζίρο στο τέλος της χρονιάς.

Δεν είναι τυχαίο ότι το υπουργείο Οικονομικών, υιοθετώντας τα πιο συντηρητικά σενάρια, είχε ενσωματώσει στο Πρόγραμμα Σταθερότητας μια πρόβλεψη για ρυθμούς ανάπτυξης γύρω στο 3%, με την υποσημείωση ότι η αβεβαιότητα του πολέμου μπορεί να χαμηλώσει τον πήχη κατά μία μονάδα, όπως άλλωστε ήταν η παραδοχή σε όλη την Ευρώπη. Οι εξελίξεις όμως αποκάλυψαν την «κρυφή» δυναμική της ελληνικής οικονομίας, διέψευσαν όσους «έβλεπαν» συντρίμμια και δικαίωσαν όσους επέμεναν ότι και φέτος θα έχουμε θετικές εκπλήξεις.

Οποιος έμεινε στη «βιτρίνα» των στοιχείων της ΕΛ.ΣΤΑΤ., δηλαδή στην «έκρηξη» 7,7% του πολεμικού β’ τριμήνου, πολύ απλά έχει χάσει τη μεγάλη εικόνα. Η ελληνική οικονομία έκλεισε ένα από τα πιο δύσκολα εξάμηνα των τελευταίων δεκαετιών με ρυθμούς ανάπτυξης 7,8%. Οταν σε αυτήν την εντυπωσιακή επίδοση «κουμπώσει» το εκρηκτικό τρίμηνο Ιουλίου - Σεπτεμβρίου, τότε ακόμα και στο πάντα συγκρατημένο οικονομικό επιτελείο θα μπορούν να μιλάνε ανοικτά για ανάπτυξη 5%- 5,5%, παρά τα «σύννεφα» που θα σκιάσουν το τελευταίο τρίμηνο της χρονιάς, όταν η ενεργειακή κρίση θα δείξει τα δόντια της.

Διαψεύδονται όσοι ισχυρίζονταν ότι ο ενεργειακός εφιάλτης θα «ροκανίσει» το ΑΕΠ και θα «ακυρώσει» το «καυτό» τουριστικό καλοκαίρι



Αναζητώντας τα... μυστικά της φετινής επιτυχίας, μπορεί κανείς να εντοπίσει και τα «κλειδιά» για τη δυναμική του 2023. Το πρώτο στοιχείο, που εξέπληξε ακόμα και τους πιο αισιόδοξους, είναι η αντίδραση των νοικοκυριών. Παρά την πίεση από τα κύματα των ανατιμήσεων, η κατανάλωση αυξήθηκε κατά περίπου 750 εκατ. ευρώ μεταξύ α’ και β’ τριμήνου, ενώ σε σύγκριση με πέρσι μιλάμε για αύξηση 3,4 δισ. ευρώ.

Αυτή τη στιγμή, το stock των καταθέσεων είναι 20 δισ. ευρώ μεγαλύτερο από τον Φεβρουάριο του 2020 -όταν δηλαδή ξεκίνησε η υγειονομική κρίση- και εκτιμάται ότι θα λειτουργήσει σαν «μαξιλάρι» και για το 2023. Η επίσημη πρόβλεψη έως τώρα είναι ότι η ιδιωτική κατανάλωση θα αυξηθεί κατά 2,9% την επόμενη χρονιά  ωστόσο, αφού έγινε... χαρτοπόλεμος η φετινή πρόβλεψη (μόλις 2,4%, όταν «τρέχει» 11% στο εξάμηνο), αναμένεται αναθεώρηση προς τα πάνω, είτε με την κατάθεση του Προσχεδίου στις 3 Οκτωβρίου είτε με το τελικό σχέδιο του Προϋπολογισμού τον Νοέμβριο.

Γόνιμα μέτρα

Πέρα από τη γραμμή άμυνας των αποταμιεύσεων, η αναθεώρηση για την προοπτική της ιδιωτικής κατανάλωσης θα «χτιστεί» και στο μίγμα μόνιμων - προσωρινών μέτρων ενίσχυσης των εισοδημάτων μισθωτών, συνταξιούχων και επαγγελματιών. Κατάργηση της εισφοράς αλληλεγγύης, μειωμένες ασφαλιστικές εισφορές, νέα αύξηση του κατώτατου μισθού και αύξηση των συντάξεων συνθέτουν ένα «πακέτο» που ξεπερνά τα 2,5 δισ. ευρώ και θα συνδυαστεί με νέα μέτρα στήριξης για την ενεργειακή κρίση, με στόχευση κυρίως στους πιο αδύναμους.

Το δεύτερο στοιχείο της ελληνικής «άνοιξης» είναι η έκρηξη επενδύσεων - εξαγωγών. Μέσα σε αυτό το «καυτό» πρώτο εξάμηνο, οι επενδύσεις έφτασαν στα 12,5 δισ. ευρώ, δηλαδή περίπου 1,3 δισ. ευρώ παραπάνω από πέρσι, ενώ αυτό που αναδεικνύουν όλα τα reports των τελευταίων εβδομάδων είναι ότι το 2023 η δυναμική κυρίως για ξένες επενδύσεις είναι ακόμα μεγαλύτερη. Στο επίκεντρο του ενδιαφέροντος βρίσκονται τα κονδύλια του Ταμείου Ανάκαμψης και οι πόροι του νέου ΕΣΠΑ, που υπολογίζεται ότι μπορούν να μοχλεύσουν τουλάχιστον 4-5 δισ. ευρώ μέσα στην επόμενη χρονιά.

Οσο για τις εξαγωγές -που λειτούργησαν σαν ατμομηχανή και τη δύσκολη περίοδο της οικονομικής κρίσης- οι αριθμοί μιλάνε μόνοι τους: Χωρίς να συνυπολογιστούν τα πετρελαιοειδή, αυξήθηκαν κατά σχεδόν 4 δισ. ευρώ το πρώτο επτάμηνο και βάζουν πλώρη για νέο ρεκόρ, «ακυρώνοντας» de facto την πρόβλεψη για αύξηση κατά μόλις 6,2% την επόμενη χρονιά. Φυσικά, θα ήταν κανείς αφελής αν παρέβλεπε τον διεθνή περίγυρο, πόσω μάλλον όταν στη Βόρεια και Κεντρική Ευρώπη μιλάνε ανοιχτά ακόμα και για ύφεση, ενώ παράλληλα η ΕΚΤ «υπόσχεται» νέες αυξήσεις επιτοκίων -άρα και του κόστους των δανείων-, προκειμένου να δαμάσει το τέρας του πληθωρισμού.

Επί του παρόντος, η ελληνική μεταποίηση, με αύξηση παραγωγής γύρω στο 4,5%, δεν ακολουθεί την πτωτική τάση π.χ. της Γερμανίας, ενώ το ισοζύγιο προβλέψεων (δείκτες ΙΟΒΕ) για την παραγωγή τους προσεχείς μήνες έχει μείνει προς το παρόν ουσιαστικά αμετάβλητο. 

Δημοσιεύτηκε στο MoneyPro των ΠΑΡΑΠΟΛΙΤΙΚΩΝ στις 10/9