Οι Ιταλοί πρόκειται να εκλέξουν στις εκλογές της 25ης Σεπτεμβρίου την πιο δεξιά κυβέρνηση της μεταπολεμικής ιστορίας τους. Εκτός εάν οι δημοσκοπήσεις αποδειχθούν δραματικά άστοχες, σχολιάζει σε εκτενές άρθρο του ο βρετανικός Economist. Η τριμελής κομματική συμμαχία αναμένεται να κερδίσει πάνω από το 60% των εδρών στο κοινοβούλιο. Τα Αδέλφια της Ιταλίας (FDI) φαίνεται πως κυριαρχήσουν στην τριάδα και η ηγέτης τους, Τζόρτζια Μελόνι, θα αναλάβει καθήκοντα πρωθυπουργού.

Οι φιλελεύθεροι τρέμουν. Το FDI έχει ρίζες στον νεοφασισμό. Σε ομιλίες της, η κ. Μελόνι επιτίθεται στους παράνομους μετανάστες και την «ιδεολογία woke» που είναι η επαγρύπνηση εναντίον των φυλετικών προκαταλήψεων και διακρίσεων. Δήλωσε νωρίτερα φέτος σε Αμερικανούς συντηρητικούς πως «όλη η ταυτότητα μας δέχεται επίθεση» και κατηγόρησε την Ευρωπαϊκή Ένωση πως είναι συνεργός στην «αντικατάσταση» εθνοτήτων. Υποστηρίζει και θαυμάζει τον λαϊκιστή πρωθυπουργό της Ουγγαρίας, Βίκτορ Όρμπαν. Μια ανάδειξη της κ. Μελόνι θα διαδεχθεί την επιτυχία των ακροδεξιών «Σουηδών Δημοκρατών» που κέρδισαν τη θέση του δεύτερου ισχυρότερου κόμματος, αποκτώντας πιθανώς κάποια ισχύ στην επόμενη κυβέρνηση της χώρας. Ας μην ξεχνάμε ότι η Μαρί Λεπέν στη Γαλλία κατέκτησε το 41% των ψήφων στην εκλογική αναμέτρηση με τον Εμανουέλ Μακρόν. Όλα αυτά είναι ενδείξεις μιας σημαντικής μετατόπισης στην ισορροπία δυνάμεων της Ευρώπης προς την άκρα δεξιά. Οι ψηφοφόροι στρέφονται στους αδοκίμαστους καθώς είναι αγανακτισμένοι από τις αποτυχίες των καθιερωμένων κομμάτων.


Οι φιλελεύθεροι δεν είναι οι μοναδικοί που θα έπρεπε να ανησυχούν. Οι ανάλγητοι τραπεζίτες φοβούνται πως η κ. Μελόνι θα εμπλακεί σε διαφωνίες με την ΕΕ, θα υπαναχωρήσει από μεταρρυθμίσεις και δεν θα καταφέρει να θέσει υπό έλεγχο το δυσθεώρητο χρέος της Ιταλίας, το οποίο φθάνει τα 2,7 τρισ. ευρώ και αντιπροσωπεύει πάνω από 150% του ΑΕΠ. Το FDI δεν έχει καμία εμπειρία διακυβέρνησης (ιδρύθηκε το 2012 και κέρδισε μόνον το 4% των ψήφων στις εκλογές του 2018). Αναμένεται να ηγηθεί ενός συνασπισμού με τον Σίλβιο Μπερλουσκόνι και τον Ματέο Σαλβίνι, δυο αφερέγγυους άντρες, που έχουν ένα ιστορικό ταραγμένων σχέσεων με τις Βρυξέλλες. Και οι δυο έχουν αρκετούς λόγους για να συγκρουστούν με την κ. Μελόνι, η οποία θα κρατά το στέμμα, που καθένας τους θεωρεί πως του ανήκει. Δεν υπάρχει συνταγή για πολιτική σταθερότητα σε μια χώρα που είχε 30 πρωθυπουργούς και υπερδιπλάσιες κυβερνήσεις από το 1946.

Οι λόγοι που συνιστάται ψυχραιμία

Πόσο ανήσυχες θα πρέπει να είναι αυτές οι δυο διαφορετικές ομάδες; Οι κίνδυνοι είναι οφθαλμοφανείς. Υπάρχουν, όμως, και λόγοι για να είναι κανείς ψύχραιμος. Πρώτον, είναι η κοινωνική πολιτική. Τα μέλη του FDI έχουν συσχετιστεί πλήρως με τις αξίες της καθολικής εκκλησίας και είναι πολλοί αυτοί που θα ήθελαν να γυρίσουν πίσω στον χρόνο. Αλλά η κ. Μελόνι έχει ξεκαθαρίσει πως δεν σχεδιάζει να κινηθεί κατά του νόμου που επιτρέπει τις αμβλώσεις, οι οποίες ισχύουν από το 1978 και έχουν κερδίσει ηχηρά την αποδοχή της κοινής γνώμης. Μια απόπειρα για την ανάκληση αυτού του δικαιώματος μέσω δημοψηφίσματος το 1980 είχε απορριφθεί από το 70% των ψηφοφόρων.

Το ίδιο ισχύει και για τα δικαιώματα των ομοφυλοφίλων. Το σύμφωνο συμβίωσης καθιερώθηκε το 2016. Αν και δεν υπάρχει ακόμη κοινή συναίνεση για τους θρησκευτικούς γάμους, δεν επιθυμεί κανείς να οπισθοδρομήσει από το σύμφωνο συμβίωσης. Μέτρα για την αντιμετώπιση της παράνομης μετανάστευσης ασφαλώς αναμένονται. Όμως την τελευταία φορά που ο κ. Σαλβίνι συμμετείχε σε κυβερνητικό σχήμα το 2018 με 2019 ανακάλυψε πως τα μέτρα που ήθελε να δρομολογήσει συγκρούονταν με το διεθνές δίκαιο και τους κανόνες της ΕΕ.

Επί της ουσίας, η Ιταλία περιορίζεται με διάφορους τρόπους και ένας από αυτούς επαφίεται στον ρόλο που αναλαμβάνει έμμεσα ο εκλεγμένος πρόεδρος της χώρας και ο επικεφαλής του συνταγματικού δικαστηρίου, οι οποίοι αποτελούν ζευγάρι κεντρώων. Ανάλογα όρια υπάρχουν σε ενδεχόμενους ελιγμούς της κ. Μελόνι με αρνητικό αντίκτυπο στην ΕΕ. Πράγματι, όπως και ο κ. Σαλβίνι, έχει μιλήσει στο παρελθόν υπέρ της αποχώρησης της Ιταλίας από την ΕΕ και από το ευρώ. Και οι δυο, όμως, έχουν συνειδητοποιήσει πως υπάρχει μεγάλη υποστήριξη της κοινής γνώμης για την ΕΕ, με το 71% όλων τάσσονται υπέρ του ευρώ.


Η κ. Μελόνι έχει ήδη δεσμευτεί πως θα ακολουθήσει το μεταρρυθμιστικό σχέδιο που χαράχθηκε από τους προκατόχους της και εγκρίθηκε από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, το οποίο συνοδεύεται από ένα πακέτο 200 δισ. ευρώ σε κεφάλαια από το Ταμείο Ανάκαμψης. Έχει δηλώσει πως θα επιδιώξει κάποιες αλλαγές αλλά με τη συναίνεση της Κομισιόν. Καλή τύχη με αυτό το εγχείρημα.

Μια σύγκρουση που θα έκοβε τη ροή κεφαλαίων, θα σήμαινε επίσης πως η Ιταλία δεν θα πληρούσε τις προϋποθέσεις για το νέο εργαλείο αγοράς ομολόγων της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ). Αυτό θα προκαλούσε μια κρίση στις αγορές και η κ. Μελόνι το γνωρίζει. Γνώστες των πραγμάτων μαρτυρούν πως προσπαθεί να βρει έναν τραπεζίτη που να εμπνέει εμπιστοσύνη για να αναλάβει καθήκοντα υπουργού Οικονομικών και έναν ευρέως αναγνωρισμένο Ευρωπαϊστή για να είναι υπουργός Εξωτερικών. Ο κατευνασμός είναι αποστολή της κ. Μελόνι και σε αυτό διαφέρει από τον κ. Σαλβίνι, που λειτουργεί ως αναξιόπιστος ταραχοποιός. Το γεγονός πως εκείνη είναι που αναδύθηκε ως ισχυρότερη υποψήφια ενός ακροδεξιού συνασπισμού πιθανόν να είναι η καλύτερη είδηση σε αυτήν την ανήσυχη κατάσταση.

Υπάρχει ένα ακόμα αναμφίβολο πλεονέκτημα για την πιθανή πρωθυπουργό της Ιταλίας. Αντίθετα από τον κ. Σαλβίνι, τον κ. Μπερλουσκόνι, ή ακόμα την κ. Λεπέν και τον κ. Όρμπαν, η κ. Μελόνι δεν είναι οπαδός του Βλαντιμίρ Πούτιν. Από τη ρωσική εισβολή στην Ουκρανία έχει εκφράσει την υποστήριξη της στην Ουκρανία και στο ΝΑΤΟ.

Οι προκλήσεις

Παρόλα αυτά, η κ. Μελόνι είναι αντιμέτωπη με πολλαπλές προκλήσεις. Η οικονομία της Ιταλίας δεν είναι παραγωγική. Από το 2000 δεν έχει αυξηθεί το κατά κεφαλήν ΑΕΠ. Αυτό είναι απαραίτητο για να μειωθεί το χρέος της χώρας ως προς το ΑΕΠ. Σχεδόν το ένα τέταρτο των νέων στην Ιταλία δεν απασχολούνται, ούτε βρίσκονται σε κάποιο στάδιο σπουδών ή μετεκπαίδευσης. Πρόκειται για το υψηλότερο ποσοστό σε όλη την Ε.Ε. Το μεταρρυθμιστικό σχέδιο της Ε.Ε σκοπεύει να βοηθήσει σε αυτό. Όμως η αλλαγή των συνθηκών θα είναι μακρά και αργή, εάν είναι να συμβεί. Θα χρειαστεί μια δεκαετία και όχι το 17μήνο που ανάλαβε τη διοίκηση της χώρας ο απερχόμενος Μάριο Ντράγκι ως πρωθυπουργός. Είναι η κ. Μελόνι το κατάλληλο πρόσωπο για να αναλάβει αυτήν την αποστολή; Κανένα σημείο από τις ομιλίες της δεν δείχνει να κατανοεί την ανάγκη για ανταγωνιστικότητα. Μάλιστα τάσσεται υπέρ της εθνικοποίησης και του προστατευτισμού, αν και ούτε αυτά θα καταφέρει να τα επιτύχει.

Τι θα γίνει εάν η οικονομία ακολουθήσει λάθος μονοπάτι; Ύστερα από μια μακρά περίοδο με μηδενικά ή ακόμα και αρνητικά επιτόκια, η ΕΚΤ αύξησε τα επιτόκια κατά 75 μονάδες βάσης αυτόν τον μήνα. Προβλέπονται νέες αυξήσεις το τρέχον έτος. Θα καταφέρει η κ. Μελόνι να εργαστεί ήρεμα με την Ε.Ε και την ΕΚΤ εάν δυσκολέψουν τα πράγματα ή θα καταφύγει στον λαϊκισμό όπως συνέβη με την Ελλάδα προ δεκαετίας; Υπάρχει και εδώ ένα ψήγμα παρηγοριάς. Η κ. Μελόνι χρειάζεται την Ε.Ε διότι η Ιταλία δεν μπορεί να διαχειριστεί το χρέος της χωρίς τη συμπαράσταση των Βρυξελλών. Η Ευρώπη θα πρέπει να αποδεχτεί ψύχραιμα τη δημοκρατική απόφαση της Ιταλίας να επιλέξει την κ. Μελόνι και να τη βοηθήσει να επιτύχει. Μπορεί, επίσης, να την προειδοποιήσει για το πόσο επιζήμια θα είναι μια σύγκρουση τόσο για την ΕΕ, όσο και για τη Ρώμη.