«Ο διάβολος κρύβεται στις λεπτομέρειες», ήταν η πρώτη αντίδραση από την ελληνική πλευρά μετά τη δημοσιοποίηση της πρότασης από την Κομισιόν για το πώς σκέφτεται το αύριο του Συμφώνου Σταθερότητας. «Μέχρι να φτάσουμε στην οριστική συμφωνία τον επόμενο Σεπτέμβριο, το κείμενο που κρατάτε και κρατάμε στα χέρια μας πιθανότατα θα έχει γίνει αγνώριστο», συμπληρώνει άλλη πηγή από το ελληνικό στρατόπεδο, τονίζοντας ότι, πριν καν βγει στο φως το σχέδιο της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, είχαν εκφραστεί... αρμοδίως διαφωνίες και ενστάσεις από τους... συνήθεις υπόπτους Βόρειους.

Με φόντο τις απίστευτες ανατροπές που προκάλεσε στη δημοσιονομική ορθοδοξία των Γερμανών και των λοιπών βόρειων χωρών τόσο η πανδημία όσο και η ενεργειακή κρίση -ουδείς θα μπορούσε να φανταστεί καν ότι μια γερμανική κυβέρνηση θα έθετε σε δοκιμασία τον συνταγματικό κανόνα για το γερμανικό χρέος, ενεργοποιώντας ένα πακέτο-μαμούθ 200 δισ. ευρώ-, δεν έχει κανείς την ψευδαίσθηση, ούτε καν τα «γεράκια», ότι η Ευρώπη μπορεί να επιστρέψει στις συνταγές προ του 2020. Από την άλλη, από τις πρώτες διερευνητικές επαφές έγινε σαφές ότι και οι Βόρειοι δεν πρόκειται να ανεχθούν ευελιξία και χαλάρωση πέρα από τις δικές τους «κόκκινες» γραμμές.

Το μόνο σίγουρο πάντως είναι ότι δεν υπάρχει ιδιαίτερη προθυμία να πιάσει κανείς την «καυτή πατάτα» των δημοσιονομικών κανόνων σε μια συγκυρία που οι πολίτες είναι στα... κάγκελα λόγω της ακρίβειας και της απώλειας εισοδημάτων, που θα γίνει ακόμα πιο έντονη όταν θα φανούν στις τσέπες και οι αλλεπάλληλες αυξήσεις επιτοκίων. Είναι ενδεικτικό ότι, ενώ η Κομισιόν παρουσίασε τις προτάσεις της την Τετάρτη, πληροφορίες αναφέρουν ότι δεν συζητήθηκε το παραμικρό στο συμβούλιο των υπουργών Οικονομικών το 48ωρο που προηγήθηκε!

Πέρα, όμως, από τη μάχη για το πολιτικό περίβλημα του υπό διαμόρφωση νέου πλαισίου, αυτό που καίει την Αθήνα είναι να μην περάσουν κανόνες που έστω διά της πλαγίας οδού θα κάνουν πιο δύσκολη τη ζωή της Ελλάδας με νέες μορφές επιτήρησης, ακόμα κι αν αυτοί οι κανόνες δεν θα ισχύουν μόνο για τη χώρα μας, αλλά για όλες τις χώρες με υψηλό χρέος. Η πρώτη ανάλυση του σχεδίου της Κομισιόν δείχνει, όμως, ότι ελλοχεύουν τέτοιοι κίνδυνοι. Ποια ήταν εξαρχής η πέτρα του σκανδάλου; Προς το παρόν, το όριο του χρέους στο 60% και η υποχρέωση μείωσής του κατά 1/20 ετησίως για όσους ξεπερνούν αυτή την «κόκκινη γραμμή». Το όριο αυτό δεν αλλάζει -όπως και το όριο για έλλειμμα 3%-, ωστόσο θεωρητικά οι υπερχρεωμένες χώρες, όπως η Ελλάδα, απαλλάσσονται από τον βραχνά του κανόνα 1/20 ετησίως, άρα και από την ανάγκη υψηλών πλεονασμάτων. Και κάπου εδώ αρχίζουν να πυκνώνουν οι γκρίζες ζώνες και οι παγίδες. 

Το πλάνο

1η φάση: Οι τεχνοκράτες της Κομισιόν εκπονούν ανάλυση βιωσιμότητας χρέους και στη συνέχεια καταλήγουν σε ένα δημοσιονομικό «μονοπάτι» για το κράτος, ώστε το χρέος να μπει σε καθοδική τροχιά. Ερώτημα πρώτο: Με ποιες παραδοχές θα γίνει η ανάλυση βιωσιμότητας; Ερώτημα δεύτερο: Πώς προσδιορίζεται η καθοδική τροχιά; Σε πρώτη ανάγνωση, η ελληνική πλευρά θεωρεί ότι το ελληνικό χρέος, που χαρακτηρίζεται από τα σταθερά επιτόκια -λόγω δανείων ESM-, είναι σε καλύτερη μοίρα ακόμα και από το γαλλικό. Ωστόσο, η ειδική πρόβλεψη για τις χώρες που βρίσκονται σε μεταμνημονιακή εποπτεία και η υποχρέωση εντονότερων προσπαθειών γεννούν εύλογα ανησυχίες.

2η φάση: Οι κυβερνήσεις, για να εξυπηρετήσουν το δημοσιονομικό «μονοπάτι», εκπονούν τετραετές μεσοπρόθεσμο σχέδιο, όχι μόνο με δημοσιονομικούς, αλλά και με μεταρρυθμιστικούς-επενδυτικούς στόχους. Η πρόθεση της Κομισιόν είναι αυτά τα σχέδια να «κουμπώνουν» με τις δεσμεύσεις που έχουν αναλάβει τα κράτη στο πλαίσιο του Ταμείου Ανάκαμψης. Το νέο στοιχείο είναι ότι η εποπτεία για τους δημοσιονομικούς στόχους θα πατάει πάνω στην πορεία των καθαρών δαπανών, με το σκεπτικό ότι, αν μια κυβέρνηση θέλει να μειώσει φόρους, άρα να έχει και απώλεια εσόδων, οι δαπάνες θα πρέπει να μειώνονται αντίστοιχα. Η παγίδα για μια χώρα που θέλει να ρίξει δημόσιο χρήμα για να αναπτυχθεί είναι προφανής. Θα εξαιρεθούν από αυτόν τον κανόνα κάποιες επενδυτικές ή αμυντικές δαπάνες, όπως επιδιώκουν οι χώρες του Νότου;

3η φάση: Η Κομισιόν σε ετήσια βάση θα ελέγχει αν τα κράτη υλοποιούν τις δεσμεύσεις τους, έχοντας υπό προϋποθέσεις και κατ’ εξαίρεση τη δυνατότητα να επεκτείνουν κατά τρία έτη τον ορίζοντα μείωσης χρέους. Στην περίπτωση αποκλίσεων, θα εφαρμόζεται η διαδικασία του υπερβολικού ελλείμματος. Κι όλα αυτά ενώ είναι ακόμη στον αέρα η δημοσιονομική πολιτική που θα πρέπει να εφαρμόσουν τα κράτη-μέλη το 2023 σε ένα περιβάλλον αυξημένης αβεβαιότητας...

Δημοσιεύτηκε στο «MoneyPro» των «ΠΑΡΑΠΟΛΙΤΙΚΩΝ» στις 12/11