Τουρκία: Πώς και γιατί οι ελληνικές εξαγωγές θα μειώνονται σταθερά
Μπορεί οι περισσότεροι να έχουν την αίσθηση ότι το εμπορικό ισοζύγιο της Ελλάδας με την Τουρκία είναι έντονα ελλειμματικό, όμως κάτι τέτοιο δεν συνέβαινε. Τουλάχιστον τα τελευταία χρόνια. Για μία δεκαετία, από το 2009, το εμπορικό ισοζύγιο των δύο χωρών ήταν πλεονασματικό υπέρ της Ελλάδας, με μοναδική εξαίρεση το 2016. Την τελευταία διετία αυτή η σχέση έχει αλλάξει και πλέον η Ελλάδα εισάγει περισσότερα από ότι εξάγει στην Τουρκία.
Αυτό οφείλεται στους δύο παράγοντες οι οποίοι χαρακτηρίζουν διαχρονικά το διμερές εμπόριο. Σύμφωνα με την τελευταία έκθεση, που δημοσίευσε πριν από λίγες ημέρες το Γραφείο Οικονομικών και Εμπορικών Υποθέσεων της Ελληνικής Πρεσβείας στην Άγκυρα, οι ελληνικές εξαγωγές σε ποσοστό που κυμαίνεται από 50% – 70% αφορούν κυρίως προϊόντα διύλισης πετρελαίου – καυσίμων (και σε μικρότερο βαθμό ηλεκτρικής ενέργειας) την ίδια ώρα που το μείγμα των τουρκικών εξαγωγών στη χώρα μας διευρύνεται συνεχώς.
Τι άλλαξε
Τον Οκτώβριο του 2018, τέθηκε σε λειτουργία στην πόλη Αλιάγα, κοντά στη Σμύρνη, το διυλιστήριο STAR, μία επένδυση που διήρκεσε περισσότερα από 6 χρόνια και ξεπέρασε τα 6,5 δισ. δολάρια. Η κατασκευή της μονάδας πραγματοποιήθηκε από την κρατική εταιρεία πετρελαίου του Αζερμπαϊτζάν, την SOCAR, η οποία είχε εξαγοράσει πριν τη μεγαλύτερη πετρελαϊκή εταιρεία της Τουρκίας. Πρόκειται για μία στρατηγική επένδυση της γείτονος η οποία ήθελε να μειώσει την εξάρτησή της από άλλες χώρες – μεταξύ των οποίων και την Ελλάδα – και ταυτόχρονα από εισαγωγέας να μεταμορφωθεί σε εξαγωγέας.
Ο τουρκικός στόχος επετεύχθη σε ό,τι αφορά την Ελλάδα. Όπως φαίνεται από τον σχετικό πίνακα του Γραφείου Οικονομικών και Εμπορικών Υποθέσεων της Πρεσβείας μας στην Άγκυρα, από 1,2 δισ. ευρώ που ήταν οι ελληνικές εξαγωγές καυσίμων και πετρελαιοειδών το 2018 (σ.σ. στα τέλη της χρονιάς λειτούργησε το διυλιστήριο STAR), την επόμενη χρονιά μειώθηκαν σε 1,1 δισ. ευρώ και το 2020 σε 482 εκατ. ευρώ. Πέρυσι οι εξαγωγές πετρελαιοειδών από τη χώρα μας στην Τουρκία αυξήθηκαν κατά 89,2%, όμως απέχουν σημαντικά από τις ποσότητες που είχαν εξαχθεί από τη χώρα μας το 2018.
Αντίθετη ήταν η πορεία των τουρκικών εξαγωγών καυσίμων και πετρελαιοειδών προς την Ελλάδα με εξαίρεση το «πανδημικό» 2020. Έτσι από τα 260 εκατ. ευρώ το 2018, πήγαν στα 357 εκατ. ευρώ το 2019, έπεσαν στα 147 εκατ. ευρώ το 2020 και πέρυσι εκτοξεύθηκαν κατά 229,9% στα 485 εκατ. ευρώ. Το εμπόριο πετρελαιοειδών μεταξύ των δύο χωρών είναι αυτό που οδήγησε μετά από χρόνια την Ελλάδα να είναι ελλειμματική στο ισοζύγιο με την Τουρκία κατά 213 εκατ. ευρώ το 2020 και ακόμη περισσότερο (438 εκατ. ευρώ) το 2021.
Χωρίς αντικατάσταση
Εάν συνεχιστεί η παραπάνω πορεία, η Τουρκία σύντομα θα πέσει και άλλο από τις πρώτες θέσεις των χωρών προορισμών ελληνικών προϊόντων. Είχε βρεθεί στην 4η θέση το 2019 ενώ το 2020 και το 2021 κατήλθε στην 6η. Αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι η Ελλάδα δεν έχει σημαντικά περιθώρια για να καλύψει το έδαφος που χάνει από τη μείωση των εξαγωγών πετρελαιοειδών. Οι υψηλοί δασμοί που έχει η Τουρκία στην εισαγωγή μιας σειράς γεωργικών προϊόντων και τροφίμων καθιστούν απαγορευτικές τις εξαγωγές από την Ελλάδα. Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι αυτή του ρυζιού όπου πέρυσι οι εξαγωγές μας μειώθηκαν κατά 84% μετά από την επιβολή δασμών (σ.σ. οι συγκεκριμένοι δασμοί άρθηκαν μόλις την περασμένη εβδομάδα).
Στον αντίποδα η Τουρκία έχει μία σημαντική βεντάλια προϊόντων κυρίως προστιθέμενης αξίας, καθώς πρόκειται για βιομηχανικά, όπως αυτοκίνητα και ηλεκτρικές συσκευές, η οποία αυξάνεται συνεχώς. Όπως αναφέρει το Γραφείο της Πρεσβείας μας, πέρα από τον προστατευτισμό που χαρακτηρίζει την τουρκική οικονομική και η εμπορική πολιτική θα πρέπει να προστεθεί και η ανταγωνιστικότητα των τουρκικών προϊόντων λόγω αντικειμενικών παραγόντων (μέγεθος και δομή παραγωγικού ιστού, χαμηλότερο εργατικό και λειτουργικό κόστος).
Αυτό οφείλεται στους δύο παράγοντες οι οποίοι χαρακτηρίζουν διαχρονικά το διμερές εμπόριο. Σύμφωνα με την τελευταία έκθεση, που δημοσίευσε πριν από λίγες ημέρες το Γραφείο Οικονομικών και Εμπορικών Υποθέσεων της Ελληνικής Πρεσβείας στην Άγκυρα, οι ελληνικές εξαγωγές σε ποσοστό που κυμαίνεται από 50% – 70% αφορούν κυρίως προϊόντα διύλισης πετρελαίου – καυσίμων (και σε μικρότερο βαθμό ηλεκτρικής ενέργειας) την ίδια ώρα που το μείγμα των τουρκικών εξαγωγών στη χώρα μας διευρύνεται συνεχώς.
Τι άλλαξε
Τον Οκτώβριο του 2018, τέθηκε σε λειτουργία στην πόλη Αλιάγα, κοντά στη Σμύρνη, το διυλιστήριο STAR, μία επένδυση που διήρκεσε περισσότερα από 6 χρόνια και ξεπέρασε τα 6,5 δισ. δολάρια. Η κατασκευή της μονάδας πραγματοποιήθηκε από την κρατική εταιρεία πετρελαίου του Αζερμπαϊτζάν, την SOCAR, η οποία είχε εξαγοράσει πριν τη μεγαλύτερη πετρελαϊκή εταιρεία της Τουρκίας. Πρόκειται για μία στρατηγική επένδυση της γείτονος η οποία ήθελε να μειώσει την εξάρτησή της από άλλες χώρες – μεταξύ των οποίων και την Ελλάδα – και ταυτόχρονα από εισαγωγέας να μεταμορφωθεί σε εξαγωγέας.
Ο τουρκικός στόχος επετεύχθη σε ό,τι αφορά την Ελλάδα. Όπως φαίνεται από τον σχετικό πίνακα του Γραφείου Οικονομικών και Εμπορικών Υποθέσεων της Πρεσβείας μας στην Άγκυρα, από 1,2 δισ. ευρώ που ήταν οι ελληνικές εξαγωγές καυσίμων και πετρελαιοειδών το 2018 (σ.σ. στα τέλη της χρονιάς λειτούργησε το διυλιστήριο STAR), την επόμενη χρονιά μειώθηκαν σε 1,1 δισ. ευρώ και το 2020 σε 482 εκατ. ευρώ. Πέρυσι οι εξαγωγές πετρελαιοειδών από τη χώρα μας στην Τουρκία αυξήθηκαν κατά 89,2%, όμως απέχουν σημαντικά από τις ποσότητες που είχαν εξαχθεί από τη χώρα μας το 2018.
Αντίθετη ήταν η πορεία των τουρκικών εξαγωγών καυσίμων και πετρελαιοειδών προς την Ελλάδα με εξαίρεση το «πανδημικό» 2020. Έτσι από τα 260 εκατ. ευρώ το 2018, πήγαν στα 357 εκατ. ευρώ το 2019, έπεσαν στα 147 εκατ. ευρώ το 2020 και πέρυσι εκτοξεύθηκαν κατά 229,9% στα 485 εκατ. ευρώ. Το εμπόριο πετρελαιοειδών μεταξύ των δύο χωρών είναι αυτό που οδήγησε μετά από χρόνια την Ελλάδα να είναι ελλειμματική στο ισοζύγιο με την Τουρκία κατά 213 εκατ. ευρώ το 2020 και ακόμη περισσότερο (438 εκατ. ευρώ) το 2021.
Χωρίς αντικατάσταση
Εάν συνεχιστεί η παραπάνω πορεία, η Τουρκία σύντομα θα πέσει και άλλο από τις πρώτες θέσεις των χωρών προορισμών ελληνικών προϊόντων. Είχε βρεθεί στην 4η θέση το 2019 ενώ το 2020 και το 2021 κατήλθε στην 6η. Αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι η Ελλάδα δεν έχει σημαντικά περιθώρια για να καλύψει το έδαφος που χάνει από τη μείωση των εξαγωγών πετρελαιοειδών. Οι υψηλοί δασμοί που έχει η Τουρκία στην εισαγωγή μιας σειράς γεωργικών προϊόντων και τροφίμων καθιστούν απαγορευτικές τις εξαγωγές από την Ελλάδα. Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι αυτή του ρυζιού όπου πέρυσι οι εξαγωγές μας μειώθηκαν κατά 84% μετά από την επιβολή δασμών (σ.σ. οι συγκεκριμένοι δασμοί άρθηκαν μόλις την περασμένη εβδομάδα).
Στον αντίποδα η Τουρκία έχει μία σημαντική βεντάλια προϊόντων κυρίως προστιθέμενης αξίας, καθώς πρόκειται για βιομηχανικά, όπως αυτοκίνητα και ηλεκτρικές συσκευές, η οποία αυξάνεται συνεχώς. Όπως αναφέρει το Γραφείο της Πρεσβείας μας, πέρα από τον προστατευτισμό που χαρακτηρίζει την τουρκική οικονομική και η εμπορική πολιτική θα πρέπει να προστεθεί και η ανταγωνιστικότητα των τουρκικών προϊόντων λόγω αντικειμενικών παραγόντων (μέγεθος και δομή παραγωγικού ιστού, χαμηλότερο εργατικό και λειτουργικό κόστος).