«Όταν σου έρχονται τα λεφτά, είναι καλύτερη στιγμή για να βγεις στις αγορές (να δανειστείς)», υπογράμμισε χθες στέλεχος του οικονομικού επιελείου κληθείς να σχολιάσει τις πληροφορίες για την έξοδο της χώρας για νέο δανεισμό. Τα χρήματα που ήρθαν στη χώρα μας, δεν είναι άλλα από τα χρήματα του Ταμείου Ανάκαμψης ύψους 3,6 δισ. ευρώ. Θα μπουν στα ταμεία του υπ. Οικονομικών και ακόμη κι αν δεν αξιοποιηθούν άμεσα, προσφέρουν ένα πρόσθετο επίπεδο «εμπιστοσύνης» των αγορών προς την ελληνική οικονομία και ταυτόχρονα σημαντικά έσοδα από τόκους.

Ωστόσο δεν είναι μόνο τα έσοδα του Ταμείου Ανάκαμψης που φέρνουν συγκρατημένα χαμόγελα στο οικονομικό επιτελείο. Η σχεδόν άψογη εκτέλεση του προϋπολογισμού, αυξάνει την εμπιστοσύνη των αγορών στην επερχόμενη έκδοση χρέους, αλλά και παρέχει μεγαλύτερα δημοσιονομικά περιθώρια για παροχές. Αν και για το τελευταίο δεν γίνεται κουβέντα, εν τούτοις όλα δείχνουν ότι η εκτέλεση του προϋπολογισμού του 2022, όχι μόνον θα κλείσει με πρωτογενές έλλειμμα στο 1,7%, όπως προβλέπεται στον προϋπολογισμό του 2023, αλλά δεν αποκλείεται να υποχωρήσει περαιτέρω και να συγκλίνει προς το 1,5% ή και λιγότερο.


Αυτό θα εξαρτηθεί από τις δημοσιονομικές προσαρμογές που θα ακολουθήσουν από εδώ και εξής μέχρι τέλος Φεβρουαρίου. Οι προσαρμογές αυτές θα περιλάβουν κυρίως την κατανομή των εσόδων ANFAs που δεν εγγράφηκαν μέχρι τώρα στον προϋπολογισμό του 2022 και είναι άγνωστο ακόμη που θα εγγράψει η Eurostat τα έσοδα αυτά. Σημειώνεται ότι τα επιστρεφόμενα κέρδη ANFAs επηρεάζουν κατά 20 έως 30 μονάδες βάσης το ΑΕΠ της χώρας.

Επίσης άλλες δημοσιονομικές προσαρμογές που θα πρέπει να γίνουν είναι στο τελικό ΑΕΠ της χώρας για το 2022, τις οριστικές δαπάνες κ.ά. Ειδικά για το τελευταίο, πάντοτε οι δαπάνες μέσα σε μια χρονιά είναι κατά κανόνα αυξημένες κατά 300 έως 500 εκατ. ευρώ, με στόχο την κάλυψη απρόβλεπτων καταστάσεων. Τα ποσά αυτά αντιστοιχούν σε 15 έως 25 μονάδες βάσης του ΑΕΠ και τα οποία μπορούν να επηρεάσουν έτι περαιτέρω το πρωτογενές έλλειμμα.


Επιπλέον το οικονομικό επιτελείο για πρώτη φορά αισιοδοξεί -έστω και συγκρατημένα- ότι βγαίνει από το «πηγάδι» των εξωγενών κρίσεων όπως ήταν η πανδημία, η Ουκρανία-ενεργειακό και οι τουρκικές απειλές. Αν και δεν εξαλείφονται εντελώς αυτοί οι παράγοντες κρίσης, εν τούτοις υποχωρεί η ένταση και η πίεση που δημιουργούν στα δημοσιονομικά. Αξίζει να σημειωθεί ότι ο προϋπολογισμός του 2023 συντάχθηκε με την παραδοχή ότι το TTF του φυσικού αερίου θα είναι στα 100 ευρώ και σήμερα βρίσκεται στη ζώνη των 60 ευρώ.

Επίσης το δημοσιονομικό «μαξιλάρι» στήριξης των λογαριασμών ενέργειας των νοικοκυριών ύψους 1 δισ. ευρώ καταρτίσθηκε με την τιμή του φυσικού αερίου πάνω από 120 ευρώ, δηλαδή διπλάσια από αυτή που είναι σήμερα. Η τιμή του ρεύματος ωστόσο στη χώρα μας δεν έχει μειωθεί, καθώς οι τιμές υπολογισμού της χονδρικής τιμής «βλέπουν» έναν μήνα πίσω. Επομένως την επίδραση της μείωσης της τιμής του φυσικού αερίου στην παραγόμενη ηλεκτρική ενέργεια, όπως παρατηρούν στελέχη του υπ. Οικονομικών, οι καταναλωτές θα τη «γευθούν» μέσα στον επόμενο μήνα. Προς την ίδια κατεύθυνση αναμένεται να συμβάλει και η σημαντική υποχώρηση του δολαρίου έναντι του ευρώ.


Υπάρχει όμως ένας ακόμη παράγοντας που συμβάλει θετικά στην πορεία της ελληνικής οικονομίας για το 2023: Ο τουρισμός. Τα στελέχη του υπ. Οικονομικών κάνουν λόγο για προκρατήσεις που προμηνύουν μια τουριστική χρονιά, αρκετά καλύτερη από την περυσινή. Μάλιστα δεν διστάζουν να αναφέρουν ότι τα προβλεπόμενα στον προϋπολογισμό του 2023 τουριστικά έσοδα ύψους 18 δισ. ευρώ -όσα περίπου και του 2022- συνιστούν μάλλον μια συντηρητική εκτίμηση, η οποία δεν επαληθεύεται με βάση τις προκρατήσεις που καταγράφονται μέχρι τώρα.