Η Ευρωζώνη, εμφανώς εγκλωβισμένη σε μια περίοδο συρρίκνωσης της οικονομίας της, αρχίζει να αισθάνεται πια ένα σύνδρομο για το οποίο έχει προειδοποιηθεί, δυστυχώς χωρίς υπεύθυνη αντίδραση από την πλευρά της, εδώ κι έξη τουλάχιστον χρόνια, και πάντως ήδη από την «επίσημη» έναρξη της παγκόσμιας οικονομικής κρίσης τον Σεπτέμβριο του 2008:  Το σύνδρομο της οικονομικής «ασφυξίας» από την μακροχρόνια έκθεσή της στην «αγχόνη» μιας πολιτικής αυστηρής λιτότητας, τις αρνητικές επιπτώσεις της οποίας επιτείνει ο «αναιμικός» χρηματοπιστωτικός και, κυρίως, νομισματικός ρόλος της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας.  Ως εκ περισσού υπενθυμίζεται ότι τόσον η πολιτική λιτότητας όσο και ο μειωμένης χρηματοπιστωτικής και νομισματικής εμβέλειας ρόλος της ΕΚΤ –άρα ο «τύπος» της προαναφερόμενης «αγχόνης»- οφείλονται, σχεδόν αποκλειστικώς, σ’ ανάλογες χρόνιες κι εμμονικές γερμανικές οικονομικές και νομισματικές αντιλήψεις.  Οι οποίες εκπορεύονται πρωτίστως από την σκοπιμότητα αφενός μετάθεσης του κόστους της ενοποίησης της Γερμανίας extra muros και, αφετέρου, εμπέδωσης της γερμανικής οικονομικής επικυριαρχίας στην Ευρωζώνη, και όχι μόνο.  Κάτι όμως για το οποίο, με όρους στοιχειώδους πρόβλεψης, η Γερμανία θάπρεπε ήδη ν’ αμφιβάλλει.  Η «καμπάνα» του αποπληθωρισμού και, επέκεινα, της ύφεσης χτυπάει ήδη και για την ως πρόσφατα «παντοδύναμη» Γερμανία.  Ας μείνουμε όμως στο συγκεκριμένο σύνδρομο οικονομικής «ασφυξίας» της Ευρωζώνης και στην «αγχόνη» λιτότητας που το προκαλεί.

Ι. Από πλευράς οικονομικής πολιτικής η Ευρωζώνη, εκ κατασκευής μάλιστα, «εμπνέεται» από το, οιονεί μονοδρομικό, «δόγμα» της πολιτικής λιτότητας, η οποία έχει ως βασικό στόχο την καταπολέμηση των ελλειμμάτων και την αντιμετώπιση του –παθολογικού για την Γερμανία- φόβου του πληθωρισμού.  Ταυτοχρόνως, το ως άνω «δόγμα» ολοκληρώνεται με την «θεμελιώδη» θέση ότι αυτή η πολιτική λιτότητας είναι, αφ’ εαυτής, σε θέση να διασφαλίσει και την βιώσιμη ανάπτυξη της Ευρωζώνης, καθιστώντας παραλλήλως μηδενικό τον κίνδυνο δομικής ύφεσης.

Α. Υπενθυμίζεται ότι η σύνδεση της πολιτικής λιτότητας και της προοπτικής ανάπτυξης στηρίχθηκε, κατά μεγάλο μέρος, στην νεοφιλελεύθερης κοπής θεωρία του Arthur Melvin Okun περί «αναπτυξιακής λιτότητας».  Όπως αυτή διατυπώθηκε το 1975 στο έργο του «Equality and Efficiency: The Big Tradeoff», υπακούοντας σε μια λογική «αποθέωσης» της δυνατότητας αυτορρύθμισης της αγοράς και «αποκήρυξης» του κρατικού παρεμβατισμού, ιδίως υπό την εκδοχή των παροχών κοινωνικής στήριξης των οικονομικώς ασθενέστερων ομάδων.

Β. Όμως η ιδιότυπη αυτή «αναπτυξιακή λιτότητα» αποδείχθηκε* ένας θνησιγενής νεοφιλελεύθερος μύθος, ο οποίος ζει σήμερα το άδοξο τέλος του κάτω από τ’ αμείλικτα «πυρά» της οικονομικής θεωρίας, κυρίως δε της οικονομικής πράξης.  Και μάλιστα όχι μόνο στην Ευρωζώνη, αλλά σε παγκόσμιο, σχεδόν, επίπεδο.

1. Από πλευράς οικονομικής θεωρίας αποτελεί σήμερα κοινό τόπο ότι όχι μόνον δεν ισχύει ο συνδυασμός «αναπτυξιακής λιτότητας» αλλά, όλως αντιθέτως, η λιτότητα οδηγεί, μάλλον δε νομοτελειακώς, σ’ αυτοτροφοδοτούμενη ύφεση κι ενδημική παρουσία του εφιάλτη των ανισοτήτων και της ανεργίας.  Ενώ ο κρατικός παρεμβατισμός, κατά βάση μέσω στήριξης του κοινωνικού κράτους δικαίου, εμφανίζεται –βεβαίως υπό όρους ορθολογικής δόμησής του- ως αρκούντως πρόσφορη μέθοδος δρομολόγησης μιας προοπτικής βιώσιμης –καθώς και ταχύρρυθμης- ανάπτυξης.

α) Κάπως έτσι, το 2012 οι Joseph Stiglitz («The Price of Inequality: How Today's Divided Society Endangers Our Future») και Paul Krugman («End This Depression Now!») αποδόμησαν τον μύθο της «αναπτυξιακής λιτότητας», αναδεικνύοντας τις δραματικές επιπτώσεις των κοινωνικών ανισοτήτων, της ανεργίας και του επέκεινα ελλοχεύοντος κινδύνου ρήξης του κοινωνικού ιστού.

β) Πέραν τούτου δε ακόμη και στελέχη του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου πήραν σαφείς αποστάσεις –αν δεν κατήγγειλαν κατ’ ουσίαν- από το «πάλαι ποτέ διαλάμψαν» δόγμα της «αναπτυξιακής λιτότητας»:

β1) Οι Olivier Blanchard –επικεφαλής οικονομικός σύμβουλος του ΔΝΤ- και Carlo Cottarelli –επικεφαλής του Τμήματος Οικονομικών υποθέσεων του ΔΝΤ- δημοσίευσαν το 2010 τις «δέκα εντολές», αναφορικά με την δημοσιονομική προσαρμογή («Ten Commandments for Fiscal Adjustment in Advanced Economies»).  Κατά την «6η εντολή» η, όποια, δημοσιονομική προσαρμογή πρέπει να γίνεται και υπό όρους κοινωνικής δικαιοσύνης, προς αποφυγή διεύρυνσης των ανισοτήτων και συνακόλουθης ρήξης του κοινωνικού ιστού.
β2) Οι ερευνητές –οικονομολόγοι του ΔΝΤ- Jonathan Ostry, Andrew Berg και Charalambos Tsangarides, στο εντελώς πρόσφατο (2014) έργο τους «Redistribution, Inequality and Growth», απέδειξαν ότι από τη  μια πλευρά η οικονομική ανισότητα καθορίζει, σε μεγάλο βαθμό και με αρνητικό πρόσημο, τον ρυθμό και την διάρκεια της ανάπτυξης.  Και, από την άλλη πλευρά και e contrario, μια πολιτική εκτεταμένης αναδιανομής εισοδήματος έχει μάλλον ουδέτερη –άρα διόλου αρνητική- επίπτωση στην οικονομική ανάπτυξη.

2. Εκτός όμως από την θεωρία, η ίδια η πορεία της πραγματικής οικονομίας, εντός κι εκτός της Ευρωζώνης, δείχνουν μ’ ενάργεια την αναπότρεπτη «πτώχευση» της σύνδεσης λιτότητας και ανάπτυξης.  Και τούτο γιατί –αποδεδειγμένα πλέον και ιδίως εντός Ευρωζώνης- η πολιτική λιτότητας made in Germany έχει οδηγήσει όχι μόνο στο οικονομικό δράμα κρατών μελών όπως η Ελλάδα, η Κύπρος, η Ιρλανδία και η Πορτογαλία.  Αλλά και σε μια περίοδο διαβρωτικής ύφεσης, κατά την οποία:
α) Η ζήτηση εξανεμίζεται, εκμηδενίζοντας έτσι και την προσφορά. Ενώ όχι μόνον ουδέποτε και ουδόλως επιβεβαιώθηκε ο κίνδυνος πληθωρισμού αλλά, διαμετρικώς αντιθέτως, η Ευρωζώνη ζει την επικίνδυνη εμπειρία  ενός καταλυτικού αποπληθωρισμού.
β) Οι ανισότητες διευρύνονται, ενώ η απουσία ενός αποτελεσματικού κοινωνικού κράτους δικαίου φέρνει στην επιφάνεια το φαινόμενο μιας άνευ προηγουμένου για την μεταπολεμική Ευρώπη ανθρωπιστικής κρίσης.  Ειδικώς ως προς την δραματική διεύρυνση των ανισοτήτων, άκρως αποκαλυπτική είναι η τελευταία (2014) μελέτη του «Boston Consulting Group», κατά την οποία: Σήμερα οι «πολύ πλούσιοι», που αποτελούν το 0,7% του πληθυσμού, ελέγχουν το 41% του παγκόσμιου πλούτου.  Αν δε σ’ αυτούς προστεθούν οι «απλώς πλούσιοι» -ήτοι το 7,7% του πληθυσμού- τότε το 8,3% του πληθυσμού ελέγχει το 83,3% του παγκόσμιου πλούτου.  Ο δε απλώς οικονομικώς αδύναμος πληθυσμός –που συνιστά την συντριπτικώς μεγάλη πλειοψηφία (68,7%) –ελέγχει μόλις το 3% του παγκόσμιου πλούτου.
γ) Κατ’ ακολουθία των ανωτέρω, η ανεργία φθάνει στην Ευρώπη σ’ αδιανόητα επίπεδα –άνω του 10% κατά μέσον όρο- πράγμα που πλήττει στον ίδιο τον πυρήνα του το καπιταλιστικό οικονομικό σύστημα: Ο John Maynard Keynes, στο κορυφαίο και κλασικό έργο του «The General Theory of Employment, Interest and Money» (1936), είχε επισημάνει ότι οι δύο θεμελιώδεις πυλώνες του καπιταλιστικού οικονομικού συστήματος είναι η πλήρης απασχόληση και η δικαιότερη κατανομή του παραγόμενου εισοδήματος, που οδηγεί και σε δικαιότερη κατανομή του αντιστοίχως παραγόμενου πλούτου.

ΙΙ. Από πλευράς αμιγώς νομισματικής πολιτικής η Ευρωζώνη, πέρα κι έξω από τις αρνητικές επιπτώσεις της ως άνω οικονομικής πολιτικής λιτότητας στο εν γένει νομισματικό της σύστημα, παρακολουθεί, εντελώς παθητικά, τις σπασμωδικές κινήσεις μιας ΕΚΤ που ακόμη κάνει «πρόβες» στο ρόλο της ως πραγματικής Κεντρικής Τράπεζας.  Και τούτο διότι το μόνο πεδίο, στο οποίο φαίνεται να κινείται κάπως άνετα, είναι εκείνο –εντελώς ανεπαρκές φυσικά ως προς την όλη αποστολή της- της αυξομείωσης των επιτοκίων δανεισμού.  Ενώ ως προς άλλες, καίριας σημασίας, αρμοδιότητές της αδρανεί.  Έτσι, π.χ.:

Α. Παρά τις θεσμικές ρυθμίσεις που προέβλεπαν ότι από 1.1.2014 η ΕΚΤ θ’ ασκούσε πλήρως και ουσιαστικώς τον εποπτικό της ρόλο επί των ευρωπαϊκών τραπεζών, είναι σαφές ότι κάτι τέτοιο συνιστά ακόμη έναν στόχο αρκετά μακρινό.  Για του λόγου το ασφαλές:

1. Το γερμανικό τραπεζικό σύστημα αντιδρά –δυστυχώς «επιτυχώς» και κρύβοντας τα τεράστια προβλήματά του «κάτω από το χαλί»- στην επ’ αυτού ουσιαστική επέκταση των εποπτικών αρμοδιοτήτων της ΕΚΤ.

2. Η ΕΚΤ δεν διαθέτει δικό της μηχανισμό για την διεξαγωγή των stress tests των ευρωπαϊκών τραπεζών.  Πράγμα που την αναγκάζει να προσφεύγει στις, αμφίβολης αξίας και αποτελεσματικότητας, υπηρεσίες ιδιωτικών τραπεζικών φορέων.  Οι οποίοι μάλιστα αποκτούν έτσι, δίχως επαρκείς εγγυήσεις τήρησης του αντίστοιχου «απορρήτου», πλήρη γνώση των interna corporis των ευρωπαϊκών τραπεζών.

3. Η ΕΚΤ αδυνατεί να στηρίξει αποτελεσματικώς την ρευστότητα, ιδίως στα «προβληματικά» μέλη της Ευρωζώνης, μέσω τόνωσης του τραπεζικού δανεισμού προς τις επιχειρήσεις, πρωτίστως τις μικρές και τις μεσαίες, που πάσχουν πια από οικονομία «αναιμία».  Συνακόλουθα, αδυνατεί να συμβάλει στην καταπολέμηση τόσο της κρίσης ιδιωτικού χρέους όσο και του διαβρωτικού αποπληθωρισμού, που υπονομεύει υποδορίως κάθε προσδοκία βιώσιμης ανάπτυξης στην Ευρωζώνη.  Κι αυτή η αδυναμία της ΕΚΤ φαίνεται από την χαμηλή απόδοση του πιο «δυνατού χαρτιού» της στον τομέα αυτόν, ήτοι της παροχής προς τις ευρωπαϊκές τράπεζες στοχευμένων μακροπρόθεσμων δανείων με χαμηλό επιτόκιο («Long-Term Refinancing Operation» «L.T.R.O.»), προκειμένου αυτές να δανείσουν με τη σειρά τους –και μ’ ανάλογους ευνοϊκούς όρους- τις ως άνω επιχειρήσεις.  Και τούτο διότι το ήδη «ταλαιπωρημένο» τραπεζικό σύστημα των προμνημονευόμενων «προβληματικών μελών της Ευρωζώνης διστάζει να κάνει χρήση αυτής της δανειακής διευκόλυνσης της ΕΚΤ, δοθέντος ότι ένας τέτοιος δανεισμός δεν είναι ελκυστικός από πλευράς κερδοφορίας, ενώ πάντα -και παρά το χαμηλό επιτόκιο- ελλοχεύει ο κίνδυνος τα δάνεια προς τις  επιχειρήσεις να γίνουν κι αυτά «κόκκινα».

Β. Πρωτίστως όμως η ΕΚΤ δεν είναι σε θέση να διαδραματίσει έναν ρόλο αντίστοιχο εκείνου της Fed, ο οποίος θα της επέτρεπε να συμβάλλει στην αποσόβηση της εξαιρετικά επικίνδυνης κρίσης δημόσιου χρέους, που συνιστά σήμερα τον πιο μεγάλο κίνδυνο για το μέλλον της Ευρωζώνης.

1. Η αποστολή αυτή της ΕΚΤ προϋποθέτει τουλάχιστον δύο θεσμικές και οικονομικές τομές, τις οποίες όμως οι προμνημονευόμενες γερμανικές εμμονές καθιστούν ανέφικτες:
α) Είναι αδιανόητο –με βάση και την τρέχουσα επικαιρότητα και την διεθνή πλέον κατακραυγή εναντίον των «Οίκων Αξιολόγησης» και των «Vulture Funds»- η Ευρωζώνη και η ΕΚΤ να μην έχουν ακόμη δρομολογήσει την δημιουργία ενός «Ευρωπαϊκού Οίκου Αξιολόγησης».  Μ’ άλλες λέξεις Ευρωζώνη και ΕΚΤ είναι άξιες της τύχης τους σ’ αυτήν την παγκόσμια οικονομική λαίλαπα, όταν εξαρτώνται από την ανεξέλεγκτη δράση Οίκων Αξιολόγησης και Funds μηδενικής νομιμότητας κι εξίσου μηδενικής νομιμοποίησης, από πλευράς κανόνων δικαίου ίδρυσής τους και ελέγχου νομιμότητας της δράσης τους.
β) Είναι επίσης αδιανόητο η Ευρωζώνη και η ΕΚΤ να μην έχουν ακόμη συνειδητοποιήσει ότι το μόνο αξιόπιστο «όπλο» για την αποτελεσματική αντιμετώπιση της κρίσης δημόσιου χρέους είναι η προσφυγή στον θεσμό του «ευρωομόλογου».  Συνιστά κοινή πεποίθηση στο πεδίο της οικονομικής επιστήμης ότι το «ευρωομόλογο» θ’ αποτελέσει σημαντικό παράγοντα μείωσης του κόστους δανεισμού, ιδίως για τα υπερχρεωμένα μέλη της Ευρωζώνης.  Ταυτοχρόνως θ’ αποτελέσει ισχυρό μοχλό στήριξης των χωρών που τίθενται εκτός αγορών, ώστε η επιστροφή σ’ αυτές να συντελεσθεί ταχύτερα και ομαλότερα.  Πέραν τούτου είναι βέβαιο ότι το «ευρωομόλογο» θ’ αποτρέψει, σε σημαντικό βαθμό, την μετάδοση του «ιού» του χρέους σ’ άλλες χώρες της Ευρωζώνης.  Τέλος, το «ευρωομόλογο» μπορεί να λειτουργήσει ευεργετικά συνολικώς για το Ευρώ, στο μέτρο που είναι σε θέση να του διασφαλίσει έναν ενισχυμένο ρόλο ως «παγκόσμιου αποθεματικού», με βάση το ότι είναι βέβαιο πως η αγορά των ευρωομολόγων θα κατακτήσει έτσι, και σύντομα, ιδιαίτερα υψηλά επίπεδα ρευστότητας.

2. Όμως η αμφισβήτηση –ή και υπονόμευση- του ρόλου της ΕΚΤ, στον τομέα αντιμετώπισης της κρίσης δημόσιου χρέους της Ευρωζώνης, από τις γερμανικές οικονομικές εμμονές φάνηκε «ανάγλυφα» όταν ο Μάριο Ντράγκι εξήγγειλε, στις 6.9.2012, το πρόγραμμα «’μεσων Νομισματικών Συναλλαγών» («Outright Monetary Transactions», «ΟΜΤ») σ’ αντικατάσταση του ανεπαρκούς προηγούμενου προγράμματος αγοράς ομολόγων SMP («Securities Μarkets Programme»): Μπροστά στο μεγάλο κενό της έλλειψης του «ευρωομολόγου» η ΕΚΤ, στο απόγειο της κρίσης δημόσιου χρέους στην Ευρωζώνη τον Σεπτέμβριο του 2012, εξήγγειλε το πρόγραμμα ΟΜΤ ως ένα «υποκατάστατο ανάγκης». Το πρόγραμμα αυτό προβλέπει –φυσικά υπό προϋποθέσεις και ιδίως με την παρέμβαση του ESM («European Stability Mechanism»)– grosso modo την εκ μέρους της ΕΚΤ αγορά απεριόριστου ύψους κρατικών ομολόγων ενός κράτους-μέλους της Ευρωζώνης στην δευτερογενή αγορά.  Η Γερμανική Κυβέρνηση έσπευσε αμέσως ν’ αμφισβητήσει ακόμη κι αυτό το «υποκατάστατο ανάγκης» για την εφαρμογή μιας πολιτικής ποσοτικής χαλάρωσης, προσφεύγοντας στο Συνταγματικό της Δικαστήριο («Bundesverfassungsgericht»)  και προβάλλοντας το λόγο αντίθεσής του προς το Γερμανικό Σύνταγμα.  Το δε Γερμανικό Συνταγματικό Δικαστήριο, με την απόφασή του της 7.2.2014, απηύθυνε  -το πρώτο στην ιστορία του μάλιστα- αντίστοιχο προδικαστικό ερώτημα, αναφορικά με το ευρωπαϊκό δίκαιο, στο Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Επιφυλασσόμενο επιπλέον, σε κάθε περίπτωση, να περιφρουρήσει τις συνταγματικές βάσεις της γερμανικής έννομης τάξης!

      Υπό τα δεδομένα αυτά η, made in Germany, νεοφιλελεύθερη «αγχόνη» λιτότητας οδηγεί την Ευρωζώνη σε μια κρίση οικονομικής και νομισματικής «ασφυξίας», η οποία προοιωνίζεται τέσσερα –αναποσπάστως συνδεόμενα μεταξύ τους- «δεινά»:  Στασιμότητα, χαμηλό πληθωρισμό ως και αποπληθωρισμό, υπερχρέωση και, κυρίως, δραματικώς αυξανόμενες ανισότητες κι εξίσου δραματικώς αυξανόμενη ανεργία.  «Δεινά», τα οποία αφενός αναδεικνύουν το μέγεθος στρέβλωσης κι αντίστοιχης κρίσης του καπιταλιστικού οικονομικού συστήματος εντός Ευρωζώνης. Και, αφετέρου, ερμηνεύουν επαρκώς το δυσοίωνο σημάδι σταδιακής εμφάνισης ακραίων πολιτικών μορφωμάτων, ακόμη και με την λεοντή του νεοναζισμού. Η αναστροφή αυτής της καταστροφικής πορείας της Ευρωζώνης –κι ως την οριστική διαμόρφωση των πάγιων πυλώνων αντιμετώπισης κρίσεων δημόσιου χρέους- και η επάνοδος στην προοπτική βιώσιμης ανάπτυξης προϋποθέτουν την άμεση δόμηση και θέση σ’ εφαρμογή τουλάχιστον μιας ουσιαστικής παρεμβατικής πολιτικής, προσαρμοσμένης φυσικά στην ιδιομορφία της τρέχουσας συγκυρίας.  Παρεμβατικής πολιτικής η οποία, και μέσω της υιοθέτησης δραστικών μέτρων ορθολογικής ποσοτικής χαλάρωσης και στοχευμένης ενίσχυσης της ρευστότητας, θα μπορέσει να τονώσει την ζήτηση και να επαναφέρει τον πληθωρισμό στο μέσον ευρωπαϊκό όρο του 2%.  Συνακόλουθα θα μπορέσει να καταπολεμήσει την ανεργία, επαναφέροντας το οικοδόμημα της Ευρωζώνης στην τροχιά της σταθερής επιδίωξης επίτευξης του, κατά Keynes, όρου της πλήρους απασχόλησης.  Κι αυτός ο στόχος είναι τόσο περισσότερο επιτακτικός για την όλη προοπτική της Ευρωζώνης, όσο πια όλοι συνομολογούν ότι ανάπτυξη –και μάλιστα βιώσιμη και ταχεία- δεν μπορεί να διασφαλισθεί χωρίς εκπλήρωση του ως άνω όρου της πλήρους απασχόλησης.  Και κάτι τελευταίο, αλλά όχι λιγότερο σημαντικό από πλευράς πολιτικής σημειολογίας:  Η κα Α. Μέρκελ και ο κ. Β. Σόιμπλε καλό θα ήταν να ξαναδιαβάσουν, υπό το πρίσμα της επικαιρότητας, τον Γκαίτε, μ’ επίκεντρο τον «Φάουστ» και τον εμβληματικό χαρακτήρα του «αδικημένου» Μεφιστοφελή