Αύξηση των ποσοτήτων γάλακτος που διατίθενται για την παραγωγή τυριών, στροφή των καταναλωτών από ακριβά σε φθηνότερα κρέατα, κυρίως πουλερικά και από ακριβά φρούτα σε φθηνότερα καθώς και συμπυκνωμένους χυμούς αλλά και μείωση της κατανάλωσης και των εξαγωγών ελαιολάδου, είναι οι βασικότερες επιπτώσεις στην αγροδιατροφική αλυσίδα του υψηλού πληθωρισμού τροφίμων που πλήττει τις χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης αλλά και συνολικά της υφηλίου.

Αυτές τις τάσεις ανιχνεύει η Γενική Διεύθυνση (ΓΔ) Γεωργίας & Αγροτικής Ανάπτυξης της Ευρωπαϊκής Επιτροπής στις εαρινές εκτιμήσεις της για την πορεία των αγορών ευρωπαϊκών προϊόντων στην Ευρωπαϊκή Ένωση κατά το 2023.


«Ο πληθωρισμός τροφίμων αυξάνεται με υψηλότερο ρυθμό από τον γενικό πληθωρισμό κι αυτό επηρεάζει αρνητικά την κατανάλωση των νοικοκυριών, ειδικά αυτών που δαπανούν μεγαλύτερο αναλογικά μέρος του εισοδήματός τους (σ.σ. κυρίως νοικοκυριά χαμηλής εισοδηματικής στάθμης) στα τρόφιμα», επισημαίνει η ΓΔ Γεωργίας της ΕΕ στην ανάλυσή της και προσθέτει:

«Αν και οι καταναλωτές τείνουν να κρατούν σταθερή την κατανάλωση τροφίμων σε όρους όγκου (ποσότητες), αυτό συχνά γίνεται μέσω της στροφής σε πιο βασικά και φθηνότερα τρόφιμα με αποτέλεσμα η ζήτηση για premium και επώνυμα (branded) τρόφιμα να μειώνεται με επιπτώσεις στις τιμές και την κερδοφορία καθ’ όλη την παραγωγική αλυσίδα».


Ως χαρακτηριστικό παράδειγμα προβάλλεται ο τομέας του γάλακτος, όπου οι υψηλές τιμές καταναλωτή οδηγούν στη μείωση της ζήτησης ως ένα βαθμό με αποτέλεσμα να συμπιέζονται οι τιμές στο σύνολο της αλυσίδας αξίας του προϊόντος. Στο περιβάλλον αυτό παραγωγοί γάλακτος που είναι και τυροκόμοι επιλέγουν να στρέψουν μεγαλύτερο μέρος της παραγωγής τους στην παραγωγή τυριών και ορού γάλακτος καθώς τα περιθώρια κέρδους είναι υψηλότερα.

Αυξάνεται η ζήτηση για κρέας πουλερικών, μειώνεται για μοσχαρίσιο και χοιρινό
Στον τομέα του κρέατος, για παράδειγμα, ο υψηλός πληθωρισμός, οδηγεί τη ζήτηση από σχετικά ακριβότερα κρέατα, όπως το μοσχαρίσιο και το χοιρινό, σε φθηνότερα, κυρίως τα πουλερικά. Ως εκ τούτου, η κατά κεφαλήν κατανάλωση πουλερικών αναμένεται να γνωρίσει τη μεγαλύτερη αύξηση στην ΕΕ το 2023 με 2,5% στα 23,8 από 23,3 κιλά το 2022. Αντίθετα, η κατά κεφαλήν κατανάλωση χοιρινού προβλέπεται να μειωθεί στα 30 κιλά από 31,8 κιλά το 2022, ενώ πολύ μικρότερη εκτιμάται η μείωση στην κατά κεφαλήν κατανάλωση μοσχαρίσιου κρέατος, στα 9,9 κιλά από 10,1 κιλά. Η κατά κεφαλήν κατανάλωση αιγοπρόβειου κρέατος προβλέπεται να μείνει σταθερή στο 1,3 κιλά.


Μειώνεται η κατανάλωση φρούτων – στροφή σε φθηνότερα και συμπυκνώματα
Στα φρούτα ο πληθωρισμός τροφίμων οδηγεί από τη μία σε συνολική μείωση της κατανάλωσης και από την άλλη στη στροφή των καταναλωτών σε φθηνότερα φρούτα καθώς και συμπυκνώματα χυμών αντί για φρεσκοστυμμένους χυμούς. Στο πλαίσιο αυτό φαίνεται να έχουν προβάδισμα στις προτιμήσεις των καταναλωτών τα φθηνότερα μήλα και πορτοκάλια.

Μείωση -27% στις εξαγωγές ελαιολάδου και -11% στην εγχώρια κατανάλωση
Η ΓΔ Γεωργίας κάνει ειδική αναφορά στο ελαιόλαδο τονίζοντας ότι η μείωση της ευρωπαϊκής παραγωγής (σ.σ. κατά την περυσινή χρονιά μειώθηκε κατά 39% η παραγωγή της Ισπανίας, της μεγαλύτερης παραγωγού ελαιολάδου), και το ακριβότερο κόστος παραγωγής έχουν αποτυπωθεί σε υψηλότερες τιμές καταναλωτή, εξέλιξη που μπορεί να επηρεάσει σημαντικά την κατανάλωση στην ευρωπαϊκή αγορά παρά το γεγονός ότι οι τιμές των άλλων ελαίων, όπως το ηλιέλαιο, είναι επίσης υψηλές, άρα ο ρόλος τους ως υποκατάστατων είναι περιορισμένος. Η μείωση εκτιμάται στο 11% στις χώρες που παράγουν ελαιόλαδο όπως η Ελλάδα και στο 10% στην υπόλοιπη Ευρώπη.

Ταυτόχρονα, το γεγονός ότι ο πληθωρισμός τροφίμων είναι υψηλός σε παγκόσμιο επίπεδο επηρεάζει τις ευρωπαϊκές εξαγωγές, οι οποίες αναμένονται να είναι μειωμένες κατά -27% (κοντά στα επίπεδα των 600.000 τόνων) συγκριτικά με την τελευταία σεζόν λόγω του συνδυασμού υψηλότερων τιμών και ασθενέστερης καταναλωτικής δύναμης στις χώρες-προορισμούς των εξαγωγών. Μόνο τα ελαιόλαδα Προϊόντα Ονομασίας Προέλευσης και Γεωγραφικής Ένδειξης (ΠΟΠ και ΠΓΕ) μπορούν να έχουν καλύτερη πορεία, παρά τις πληθωριστικές πιέσεις, στις εξαγωγές.

Η ανάλυση της ΓΔ Γεωργίας επισημαίνει, πάντως, ότι η μειωμένη παραγωγή ελαιολάδου στην ΕΕ μπορεί να οδηγήσει σε αυξημένες εισαγωγές έως 200.000 τόνων από Τυνησία, Τουρκία και άλλες ελαιοπαραγωγές χώρες.