Είναι δεδομένο, λένε οι ξένοι αναλυτές, ότι βρισκόμαστε στα πρόθυρα μιας νέας χρηματοπιστωτικής κρίσης. Ωστόσο, παραμένει άγνωστο κατά πόσο θα είναι χειρότερη από την κρίση του 2008.

Η χρεοκοπία της Silicon Valley Bank και τα απόνερά της στην ευρωπαϊκή αγορά που παρέσυραν την Credit Suisse ερμηνεύονται από ορισμένους ως πρόκληση, ενώ για άλλους ως παγκόσμιο «καμπανάκι».

«Αυτό που έδειξαν οι πρόσφατες εξελίξεις είναι ότι ο τραπεζικός κλάδος διέρχεται όχι μια κρίση συνολικά, αλλά ότι υπάρχουν νικητές και ηττημένοι», λέει σε επικοινωνία με τα parapolitika.gr ο Βασίλης Αντωνιάδης, Managing Director & Senior Partner της BCG, αναφερόμενος στους δύο ισχυρούς της Ελβετίας, UBS και Credit Suisse.

«H UBS και η Credit Suisse προέρχονται από την ίδια χώρα και δραστηριοποιούνταν σε παρόμοιες αγορές. Η μία όμως, η UBS, είχε μετασχηματιστεί δραστικά μετά το 2008, ενώ η άλλη, η Credit Suisse, ανέβαλε τις μεγάλες αλλαγές στο λειτουργικό μοντέλο της διαρκώς», εξηγεί.

Σχολιάζοντας τα συμπεράσματα της νέας μελέτης που εκπόνησε η Boston Consulting Group (BCG) με τίτλο «Η άμυνα των χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων σε μια νέα σειρά προκλήσεων» -την οποία και συνυπογράφει- ουσιαστικά παρατηρεί το εξής: πολλές τράπεζες επιβράδυναν την προσπάθεια μετασχηματισμού τους, εξαιτίας της συνεχούς πίεσης που ασκούσε την τελευταία δεκαετία στα περιθώρια κέρδους το καθεστώς χαμηλών επιτοκίων.

Ωστόσο, ο κ. Αντωνιάδης, βασιζόμενος σε παλαιότερα παραδείγματα άμεσων αντανακλαστικών από τις τράπεζες σε εποχές υπερπληθωρισμού (βλ. Αμερική 1980), θεωρεί πως η προσήλωση στον εξορθολογισμό των δαπανών δεν μπορεί παρά να είναι συνεχής.

«Τη δεκαετία του 1980, σε μια προσπάθεια να περιορίσουν τα λειτουργικά τους έξοδα, οι τράπεζες είχαν προχωρήσει στην καινοτόμο για την εποχή εισαγωγή των ATM και στις συγχωνεύσεις καταστημάτων του δικτύου», υπογραμμίζει.

Ο ίδιος πιστεύει πως η μηδενική βάση προϋπολογισμού, η επιταχυνόμενη ψηφιοποίηση τόσο των διεπαφών με τους πελάτες και τους υπαλλήλους όσο και των IT υποδομών, τα ευέλικτα μοντέλα παροχής υπηρεσιών και η αποτελεσματική διαχείριση των προμηθευτών αποτελούν, σήμερα, τα τέσσερα βασικά μέσα θωράκισης προκειμένου τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα, όχι μόνο να επιβιώσουν σε ένα περιβάλλον υψηλής πληθωριστικής πίεσης, αλλά και να διασφαλίσουν την επιχειρησιακή τους αριστεία.

Ακόμη, σύμφωνα με τη νέα μελέτη της BCG, νέες ευκαιρίες εμφανίζονται για τις τράπεζες όσον αφορά την αναβάθμισή τους στην εφαρμογή των νέων τεχνολογιών όπως η τεχνητή νοημοσύνη (AI), τα υβριδικά μοντέλα εργασίας και η εισαγωγή μοντέλων outsourcing ή nearshoring με στην εφοδιαστική αλυσίδα με μείωση κόστους.

Το αιώνιο «αγκάθι» της ανεργίας φέρνει αύξηση δαπανών

Επιπλέον, αυτό που δείχνει η μελέτη είναι ότι παρά τη σταθερή βελτίωση της κερδοφορίας των ευρωπαϊκών τραπεζών το 2022, λόγω της αύξησης του καθαρού εισοδήματος από τα υψηλότερα επιτόκια, οι συνολικές λειτουργικές δαπάνες αυξήθηκαν κατά 1,6% κατά μέσο όρο το 2022, ύστερα από συνεχείς μειώσεις επί σειρά ετών.

Οι αυξήσεις αποδίδονται κυρίως στις δαπάνες προσωπικού, οι οποίες συνδέονται με τον υψηλό πληθωρισμό, αλλά εμφανίζονται με μία καθυστέρηση σε σχέση με τα έσοδα στα οικονομικά αποτελέσματα.

Όσο για τη συνεχή μείωση της ανεργίας, εκτιμάται ότι θα οδηγήσει σε περαιτέρω πιέσεις τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα, καθώς θα εντείνει τον συναγωνισμό για προσωπικό.

Πέραν των λειτουργικών δαπανών, οι προβλέψεις δανείων αναμένεται να αυξηθούν σημαντικά με την ενδεχόμενη αύξηση του επιτοκίου καταθέσεων της ΕΚΤ, που αναμένεται να οδηγήσει σε μια νέα γενιά δυσκολιών στην αποπληρωμή χρεών.

Θωρακισμένες οι ελληνικές τράπεζες

Τι γίνεται όμως με τις ελληνικές τράπεζες; Ο Παναγιώτης Μπαφέρος, Principal της BCG στην Ελλάδα και συν-υπογράφων της μελέτης, πιστεύει πως έχουν όλα τα εχέγγυα αυτή τη στιγμή για να ενισχύσουν τη θέση τους στην ευρωπαϊκή αγορά, αφού τα τελευταία χρόνια πέτυχαν εξαιρετικούς συντελεστές κόστους/εσόδων σε σχέση με ευρωπαϊκά ιδρύματα, καθώς και μονοψήφιους συντελεστές NPL.

«Οι ελληνικές τράπεζες προς το παρόν δείχνουν θωρακισμένες από τις διεθνείς κρίσεις, αλλά το ευρύτερο πληθωριστικό περιβάλλον προτάσσει και εδώ την ανάγκη εναρμονισμού τους με τις διεθνείς πρακτικές επιχειρησιακής αριστείας, και ειδικά με την πρόσληψη των πιο πρωτοποριακών νέων μεθόδων διαχείρισης κόστους», προσθέτει.

Καθησυχασμός (με αστερίσκους) έρχεται και από τον διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος, Γιάννη Στουρνάρα, ο οποίος κατά την ομιλία του στην 90ή γενική συνέλευση των μετόχων της ΤτΕ, τόνισε πως η ελληνική οικονομία αναμένεται να αναπτυχθεί με ρυθμό 2,2% το 2023, πολύ πιο πάνω, δηλαδή, από τον μέσο όρο της ευρωζώνης.

Ωστόσο, αναμένει να αυξηθεί ο πιστωτικός κίνδυνος των μη χρηματοπιστωτικών επιχειρήσεων και των νοικοκυριών, λόγω της επιδείνωσης της χρηματοοικονομικής τους κατάστασης.

Όπως όμως υπογράμμισε, ο πληθωρισμός αν και παραμένει σε υψηλά επίπεδα, οδεύει προς αποκλιμάκωση το 2023 στο 4,4%, αντανακλώντας την αναμενόμενη κάμψη των τιμών της ενέργειας.

Διαβάστε περισσότερα ΕΔΩ