Η αύξηση του εισοδήματος των συνταξιούχων και των μισθωτών του δημόσιου και του ιδιωτικού τομέα αλλά και η περαιτέρω ανακούφιση των επιχειρήσεων από τις ασφαλιστικές εισφορές βρίσκονται στην κορυφή της προεκλογικής ατζέντας της Νέας Δημοκρατίας, με τον πρωθυπουργό, Κυριάκο Μητσοτάκη, να ξετυλίγει τις προγραμματικές δεσμεύσεις του κόμματος για την επόμενη τετραετία.
Σε αυτό το πλαίσιο, που αγγίζει εκατομμύρια πολίτες, εστίασε χθες ο Κυριάκος Μητσοτάκης κατά τη διάρκεια της παρουσίασης του προγράμματος της ΝΔ στο Κέντρο Πολιτισμού «Ελληνικός Κόσμος». «Σκοπός μας είναι ο κατώτατος μισθός να φτάσει τουλάχιστον τα 950 ευρώ στο τέλος της τετραετίας», υπογράμμισε ο πρωθυπουργός, ανακοινώνοντας αύξηση του μέσου μισθού από 1.170 ευρώ, που είναι σήμερα, στα 1.500 ευρώ, αλλά και διαμόρφωση του κατώτατου μισθού στα 950 ευρώ, από 650 ευρώ που ήταν το 2019, όταν η Νέα Δημοκρατία ανέλαβε τα ηνία της χώρας.
Ο βασικός στόχος που έχει τεθεί -ο οποίος μάλιστα έχει χαρακτηριστεί απόλυτα ρεαλιστικός από τον ίδιο τον πρωθυπουργό- είναι η αύξηση των μισθών σε δημόσιο και ιδιωτικό τομέα κατά 25% μέσα στην επόμενη τετραετία. Υπενθυμίζεται ότι τον Ιανουάριο του 2022 ο κατώτατος μισθός αυξήθηκε, φτάνοντας τα 663 ευρώ, ενώ με επόμενη αύξηση τον Μάιο του 2022 έφτασε τα 713 ευρώ, για να «κλειδώσει» τον περασμένο Απρίλιο στα 780 ευρώ, καταγράφοντας σε λίγα μόλις χρόνια μια συνολική αύξηση της τάξης του 20%. Αν, μάλιστα, συνυπολογιστούν τα δώρα και το επίδομα αδείας (το γεγονός δηλαδή ότι καταβάλλονται 14 μισθοί τον χρόνο), ο κατώτατος μισθός σε δωδεκάμηνη βάση διαμορφώνεται στα 910 ευρώ ή 152 ευρώ τον μήνα περισσότερα σε σχέση με το 2019.
Ο καθαρός μισθός μετά από φόρους και εισφορές φτάνει πλέον τα 667 ευρώ τον μήνα (778 με δώρα και επίδομα αδείας) από 548 ευρώ το 2019 (639 με δώρα και επίδομα αδείας). Συνολικά οι εργαζόμενοι που αμείβονται με τον κατώτατο μισθό θα εισπράττουν τρεις επιπλέον καθαρούς μισθούς σε σχέση με το 2019 σε ετήσια βάση, καθώς οι ετήσιες αποδοχές αυξάνονται από 7.667 ευρώ το 2019 σε 9.336 ευρώ το 2023 (συν 1.669 ευρώ ή 21,8 %).
Παράλληλα, ο Κυριάκος Μητσοτάκης δεσμεύτηκε για αύξηση μισθών των δημοσίων υπαλλήλων και αναμόρφωση του μισθολογίου τους από 1ης Ιανουαρίου 2024, ενώ αναφέρθηκε και στην ψηφιακή κάρτα εργασίας, γνωστοποιώντας ότι θα επεκταθεί σε όλες τις επιχειρήσεις, ανεξαρτήτως κλάδου ή μεγέθους, σε συνδυασμό με αυστηρούς ψηφιακούς ελέγχους μέσω της Επιθεώρησης Εργασίας.
«Ψαλίδι» στις εισφορές κατά μία ποσοστιαία μονάδα
Ένα πάγιο αίτημα του επιχειρηματικού κόσμου, που καλείται εκ των πραγμάτων να σηκώσει το βάρος της αύξησης των μισθών, είναι η μείωση του μη μισθολογικού κόστους. Η κυβέρνηση έχει ήδη μειώσει τις εισφορές για μισθωτούς κατά 4,4 μονάδες, ενώ ο πρωθυπουργός δεσμεύτηκε να ψαλιδίσει τις εισφορές επιπλέον 1% μέσα στην επόμενη κυβερνητική θητεία.
Είναι χαρακτηριστικό ότι αν δεν είχε εφαρμοστεί η μείωση, οι ασφαλιστικές εισφορές για έναν εργαζόμενο µε μεικτό μισθό 780 ευρώ θα ανέρχονταν σε 122,82 ευρώ, ενώ το βάρος για τον εργοδότη θα άγγιζε τα 193,54 ευρώ. Με τη μείωση που έχει ήδη εφαρμοστεί οι εισφορές για τον εργαζόμενο ανέρχονται σε 108,16 ευρώ και για τον εργοδότη 173,89. Το όφελος για τον εργαζόμενο αγγίζει τα 205 ευρώ κατ’ έτος, ενώ για τον εργοδότη τα 275 ευρώ. Σήμερα οι ασφαλιστικές εισφορές για τους μισθωτούς συνολικά ανέρχονται σε 36,16%. Ο εργοδότης καταβάλλει 22,29% και ο εργαζόμενος 13,87%. Αν μειωθούν κατά 1%, θα φτάσουν το 35,16%.
«Κλείδωσαν» αυξήσεις στις συντάξεις 3%-4%
Από το καλάθι των εξαγγελιών του πρωθυπουργού βγήκε και νέα αύξηση των συντάξεων από 1ης Ιανουαρίου 2024. Τον περασμένο Ιανουάριο οι συντάξεις αυξήθηκαν κατά 7,75% δίνοντας πολύτιμη ανάσα σε 1.724.713 συνταξιούχους . Την ίδια στιγμή, πάνω από 1,1 εκατομμύριο συνταξιούχοι που δεν είδαν αύξηση έλαβαν το επίδομα προσωπικής διαφοράς, ως αντιστάθμισμα στην απώλεια μέρους ή του συνόλου της αύξησης 7,75% που δόθηκε στις κύριες συντάξεις.
Σύμφωνα με τον πρωθυπουργό, σε οκτώ μήνες από τώρα, εφόσον η Νέα Δημοκρατία κερδίσει τις επερχόμενες εκλογές, οι συνταξιούχοι θα δουν ακόμη μια σταθερή αύξηση, που θα κυμανθεί από 3% έως 4%.
Υπενθυμίζεται πως το ποσοστό της αύξησης των κύριων συντάξεων το 2024 θα εξαρτηθεί κατά 50% από το ποσοστό ανάπτυξης και κατά 50% από το ποσοστό του πληθωρισμού φέτος. Η αύξηση 4% θα οδηγήσει στον μηδενισμό της αρνητικής προσωπικής διαφοράς, εφόσον αυτή είναι έως 4%, ενώ το υπόλοιπό της θα δοθεί ως καθαρή αύξηση.