Πολλαπλά οφέλη για την ελληνική οικονοµία, που θα έχουν θετική επίδραση και στη ζωή των πολιτών, θα φέρει η επενδυτική βαθµίδα, αποκαθιστώντας την αξιοπιστία και το brand name της Ελλάδας στις διεθνείς αγορές.

Η ανάκτηση της επενδυτικής βαθµίδας, που η χώρα µας απώλεσε το 2012, θα την ξαναβάλει στον χάρτη διεθνών θεσµικών επενδυτικών κεφαλαίων ύψους τρισεκατοµµυρίων δολαρίων, τα οποία εκ του καταστατικού τους µπορούν να επενδύσουν µόνο σε αγορές που έχουν το investment grade. Πρακτικά, η Ελλάδα θα µπορεί να προσελκύσει δεκαπλάσια επενδυτικά κεφάλαια, που θα κατευθυνθούν τόσο στην αγορά τόσο των ελληνικών οµολόγων όσο και των µετοχών.

Το πρώτο ορατό όφελος του investment grade θα είναι η µείωση των περιθωρίων (spread) δανεισµού του ελληνικού ∆ηµοσίου. Ηδη, µετά το εκλογικό αποτέλεσµα της 21ης Μαΐου το spread του ελληνικού δεκαετούς οµολόγου υποχώρησε στην περιοχή των 145 µονάδων, διαµορφώνοντας το κόστος δανεισµού του ελληνικού ∆ηµοσίου 1,45% υψηλότερα από τα επίπεδα δανεισµού του γερµανικού ∆ηµοσίου (γερµανικό 10ετές οµόλογο 2,42%). Πρόκειται για επίπεδα δανεισµού καλύτερα από αυτά της Ιταλίας, που έχει ήδη την επενδυτική βαθµίδα, καθώς το ιταλικό 10ετές οµόλογο έχει spread 186 µονάδων πάνω από το γερµανικό.

Το ελληνικό 10ετές οµόλογο έχει καλύτερο spread και από το κυπριακό (151 µονάδες πάνω από το γερµανικό bund) και στοχεύει σε spread Ισπανίας (106 µονάδες) και Πορτογαλίας (76 µονάδες). Το χαµηλότερο κόστος δανεισµού της Ελληνικής Δηµοκρατίας και η συµπερίληψή της στα επενδυτικά «πορτοφόλια» διεθνών θεσµικών θα έχουν αντανάκλαση και στην εγχώρια χρηµατιστηριακή αγορά, η οποία θα αναβαθµιστεί από «αναδυόµενη» σε «ανεπτυγµένη». Μπαίνοντας στο κλαµπ των «ώριµων» αγορών, η Ελλάδα θα προσελκύσει ισχυρότερους επενδυτές, ξένους και εγχώριους, ενώ το χαµηλότερο κόστος χρήµατος που θα διαχυθεί από τη µείωση των spreads των οµολόγων σε όλο το φάσµα της οικονοµίας θα επιτρέψει στις επιχειρήσεις να υλοποιήσουν περισσότερα επενδυτικά projects.

Καταλυτική και απόλυτα συνδεδεµένη µε την πορεία της οικονοµίας θα είναι η επίδραση της επενδυτικής βαθµίδας στο τραπεζικό σύστηµα. Οι τράπεζες θα δουν το κόστος χρηµατοδότησής τους από τις αγορές να µειώνεται σηµαντικά (εκτιµάται ότι η µείωση θα είναι της τάξεως του 30%-40%), σε µια κρίσιµη περίοδο, καθώς οφείλουν να αντλήσουν κεφάλαια για την κάλυψη των υποχρεώσεων MREL ή και να επιλέξουν να απευθυνθούν στις αγορές µε στόχο την ενίσχυση της κεφαλαιακής τους επάρκειας. Ενδεικτικά, σήµερα το κόστος των κεφαλαίων MREL για τις ελληνικές τράπεζες κινείται στα επίπεδα του 5,5%-7%, ενώ οι εκδόσεις οµολόγων Tier II κοστίζουν από 7,50% µέχρι 14,50%.

Άνεση

Το χαµηλότερο κόστος δανεισµού θα δώσει στις τράπεζες µεγαλύτερη άνεση να δώσουν περισσότερα δάνεια (µε χαµηλότερο κόστος σταδιακά και για τις επιχειρήσεις) και παράλληλα θα ενισχύσει την κερδοφορία τους. Ως αποτέλεσµα, θα µπορέσουν να επιταχύνουν τη µείωση του αναβαλλόµενου φόρου στα εποπτικά τους κεφάλαια.

Ωφεληµένες θα είναι οι τράπεζες και από τη µεγαλύτερη αξία που θα έχουν τα ενέχυρα που καταθέτουν για δανεισµό από την ΕΚΤ. Αναβαθµισµένα θα είναι και τα senior οµόλογα που διακρατούν από τις τιτλοποιήσεις του «Ηρακλή», ενώ τυχόν νέες τιτλοποιήσεις σε περίπτωση παράτασης του HAPS θα γίνουν µε χαµηλότερο κόστος για τη λήψη κρατικών εγγυήσεων. Τέλος, οι τράπεζες θα είναι οι κύρια ωφεληµένες από τους επενδυτές που θα φέρει η επενδυτική βαθµίδα, δεδοµένης της επικείµενης έναρξης της αποεπένδυσης του ΤΧΣ.

Δημοσιεύτηκε στα ΠΑΡΑΠΟΛΙΤΙΚΑ στις 27/5