Παρά τις αυξήσεις τιμών και τα ανησυχητικά μηνύματα από τη διεθνή αγορά σκληρού σιταριού λόγω ξηρασίας, που προμηνύουν νέα κύματα ανατιμήσεων στο εγγύς μέλλον, τα ζυμαρικά στην Ελλάδα είναι από τις κατηγορίες τροφίμων με αντοχές στις πληθωριστικές πιέσεις και καλές επιδόσεις, τόσο σε αξία όσο και σε όγκο, γεγονός που αποτυπώνεται και στην ισχυρή ανάπτυξη της εγχώριας βιομηχανίας.

 

Καθώς πρόκειται για προϊόν χαμηλής λιανικής τιμής οι ανατιμήσεις δεν κάνουν μεγάλη διαφορά στο πορτοφόλι του καταναλωτή συγκριτικά με άλλες κατηγορίες τυποποιημένων τροφίμων ενώ όλοι σχεδόν οι μεγάλοι προμηθευτές έχουν παρουσία στο «καλάθι του νοικοκυριού» και ο ανταγωνισμός μεταξύ τους είναι έντονος συγκριτικά με άλλες αγορές.

 

Για παράδειγμα ένα πακέτο μακαρόνια Νο 6 γνωστής μάρκας στην τιμή των 0,82 ευρώ αν και έχει ακριβύνει κατά 10 λεπτά περίπου σε ένα χρόνο δεν υπολογίζεται ως ακριβό. Υπάρχει εξάλλου και η εναλλακτική του «καλαθιού του νοικοκυριού» όπου μπορεί να βρει κανείς προϊόν άλλης μάρκας στα 0,69 ευρώ. Το ίδιο ισχύει για τις πιο premium μάρκες της αγοράς, τις οποίες μπορεί επίσης να βρει κανείς και στο «καλάθι του νοικοκυριού». Μια συσκευασία των 500 γρ. μακαρόνια Νο7 πολύ γνωστού premium brand στα 1,08 ευρώ δεν αποθαρρύνει τους καταναλωτές αν και πριν ένα χρόνο ήταν στα 0,86 ευρώ σε κάποια σούπερ μάρκετ, που σημαίνει αύξηση 25,5%. Συνολικά πάντως στο σύνολο των κωδικών από την αρχή του χρόνου η μέση αύξηση της τιμής ανά κιλό κυμαίνεται σε μονοψήφιο ποσοστό, σύμφωνα με παράγοντες της αγοράς.

 

Στην Ευρώπη οι τιμές λιανικής των ζυμαρικών αυξήθηκαν περίπου 12% φέτος και στις ΗΠΑ περίπου 8%, σύμφωνα με στοιχεία της Nielsen.

 

Το «Basta» των Ιταλών στις ανατιμήσεις

Μάλιστα οι Ιταλοί, ο λαός με τη μεγαλύτερη κατανάλωση ζυμαρικών στον κόσμο (ετήσια κατά κεφαλή 23,5 kg), είπαν «Basta» στις ανατιμήσεις, με καταναλωτικές οργανώσεις να προτρέπουν και σε μποϊκοτάζ πριν από λίγο καιρό προκειμένου να «συνετιστούν» οι βιομηχανίες και να εξορθολογίσουν τις τελικές τιμές όσο τα κόστη παραγωγής μειώνονται. Όμως η αβεβαιότητα για την επάρκεια της παγκόσμιας παραγωγής σκληρού σιταριού που βρέθηκε σε ιστορικά χαμηλά μετά την ξηρασία που έπληξε τον Καναδά, μεγάλο παραγωγό παγκοσμίως, σε συνδυασμό με την αναζήτηση εναλλακτικών προμηθευτών και για άλλες πρώτες ύλες από τις μεγάλες βιομηχανίες συντηρούν τους κινδύνους άρα και τα υψηλά κόστη.

 

Η κατανάλωση στην Ελλάδα

Εντωμεταξύ, η σχετικά προσιτή λιανική τιμή των ζυμαρικών στην Ελλάδα, συγκριτικά με άλλες χώρες της ΕΕ, ευνοεί τα σταθερά υψηλά ποσοστά κατανάλωσης. Αυτή η τάση επιβεβαιώνεται διαχρονικά και σε περιόδους μεγαλύτερων δυσκολιών όπως αυτή που διανύουμε. Τα πιο πρόσφατα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ για το α’ τρίμηνο του 2023 δείχνουν ότι η μέση μηνιαία κατανάλωση ενός νοικοκυριού κυμαίνεται στα 2,5 kg το μήνα ενώ ο Διεθνής Οργανισμός Ζυμαρικών (International Pasta Organization) διατηρεί την Ελλάδα στην 4η θέση της παγκόσμιας κατάταξης (έτος βάσης 2021). Φιγουράρει στο top 5, μετά την Ιταλία, την Τυνησία και τη Βενεζουέλα και πάνω από το Περού, με μέση ετήσια κατά κεφαλή κατανάλωση 12,2 kg αυξημένη σε σχέση με τα προ πανδημίας επίπεδα των 11,1 kg/άτομο.

 

Οι επιδόσεις της βιομηχανίας

Τα παραπάνω έχουν αποτύπωμα στις επιδόσεις της βιομηχανίας ζυμαρικών στην Ελλάδα όπου κυριαρχούν με ηγετικά μερίδια σήματα όπως Melissa, Barilla και Misco ενώ αναπτυσσόμενη είναι και η ιδιωτική ετικέτα. Οι πωλήσεις βέβαια αναπτύσσονται στις περισσότερες των περιπτώσεων δυσανάλογα με τα κέρδη των εταιρειών λόγω της αύξησης του κόστους παραγωγής. Ενδεικτικά σημειώνεται ότι η Melissa Κίκιζας που έχει επενδύσει πάνω από 60 εκατ. ευρώ τα τελευταία χρόνια έχοντας επεκταθεί και στο ελαιόλαδο με την Terra Creta, εμφάνισε πέρυσι καθαρές πωλήσεις αυξημένες κατά 60,1% στα 124,6 εκατ. ευρώ, με κέρδη μετά από φόρους 3,3 εκατ. ευρώ από 3,2 εκατ. ευρώ στην προηγούμενη χρήση. Η ραγδαία ανάπτυξη των εξαγωγών ζυμαρικών (+77%) συνδυάστηκε με τις εξαγωγές ελαιολάδου και πλέον ο κλάδος των εξαγωγών αποτελεί το 35% του συνολικού κύκλου εργασιών για τον όμιλο.

 

Ο έταιρος μεγάλος παίκτης, η Barilla Hellas, με το πιο premium brand Barilla και το πιο προσιτό Misco και με αναπτυσσόμενα μερίδια στην κατηγορία σαλτσών και πέστο αλλά και στους ξηρούς καρπούς με το σήμα Wasa, εμφάνισε πέρυσι κύκλο εργασιών 115,5 εκατ. ευρώ. Πρόκειται για αύξηση 41,57%, σε επίπεδο ομίλου, ως αποτέλεσμα και της ενοποίησης της θυγατρικής Barilla Romania. Τα κέρδη του ομίλου μετά από φόρους ανήλθαν σε 502.176 ευρώ μειωμένα κατά περίπου 2,4 εκατ. ευρώ επηρεασμένα από την μεγάλη αύξηση του κόστους πρώτων υλών, ενέργειας, συσκευασίας και logistics αλλά και των υψηλότερων επενδύσεων σε εμπορικούς μοχλούς. Για το 2023 δεν αναμένει σημαντική μεταβολή στην αξία και στον όγκο πωλήσεων, ενώ εκτιμά ότι η παραγωγή ζυμαρικών θα ξεπεράσει τα 47 εκατ. κιλά.

 

Μικρότερα μερίδια ελέγχουν άλλα σήματα όπως π.χ. η Εurimac, η Ήλιος κ.α.. Ειδικά όμως η Eurimac με το σήμα ΜΑΚΒΕΛ έχει σημαντική δραστηριότητα και στα προϊόντα ιδιωτικής ετικέτας που αναπτύσσονται έντονα. Το 2022 εμφάνισε κύκλο εργασιών 40,8 εκατ. ευρώ με αύξηση 75,7% και με καθαρά κέρδη μετά από φόρους 3,2 εκατ. ευρώ αυξημένα κατά 12,6%. Στοχεύει σε αύξηση τζίρου και όγκου πωλήσεων κατά 10% το 2023 ενώ πέρυσι εμφάνισε αύξηση όγκου πωλήσεων κατά 45%. Επίσης προβλέπει αύξηση 10% στις εξαγωγές βάζοντας τον πήχη πάνω από τους 71.000 τόνους πωλήσεις σε Ελλάδα και εξωτερικό την τρέχουσα χρονιά.