Παραγωγή φαρμάκων: Μία βαριά βιομηχανία με ευκαιρίες και ρίσκα
Εν μέσω επενδυτικού κρεσέντο, με επενδύσεις της τάξης του 1,5 δισ. ευρώ με ορίζοντα τα επόμενα 2-3 χρόνια και με θετικές ειδήσεις στον κλάδο για συμπράξεις που ενισχύουν την τοπική παραγωγή, πιθανόν υποβαθμίζονται σε ένα βαθμό κίνδυνοι με τους οποίους είναι αντιμέτωπη η φαρμακοβιομηχανία, κυρίως σε σχέση με την υπερφορολόγηση.
Ο κλάδος συνολικά έχει ένα ισχυρό αποτύπωμα στην οικονομία, με πάνω από 6 δισ. ευρώ συνεισφορά στο ΑΕΠ, 2,8% στην συνολική απασχόληση και με αξία παραγωγής που φτάνει τα 1,9 δισ. ευρώ, όπως υπενθυμίζει το ΙΟΒΕ στο δελτίο εξελίξεων για τη βιομηχανία τον Νοέμβριο επικαλούμενο την μελέτη που έχει εκπονήσει για λογαριασμό του Συνδέσμου Φαρμακευτικών Επιχειρήσεων Ελλάδος (ΣΦΕΕ).
Η παραπάνω αξία παραγωγής εμφανίζεται ενισχυμένη το 2022 κατά 16,1% σε σχέση με το 2021 που είχε υποχωρήσει κατά 4,3%. Ο αριθμός των απασχολούμενων στη βιομηχανία φαρμάκου ξεπέρασε τους 29,3 χιλ. το 2022 σημειώνοντας αύξηση 16,6%, σε συνέχεια ηπιότερης ανόδου 5,2% ένα έτος πριν. Υψηλό είναι και το μερίδιο των απασχολούμενων της φαρμακευτικής βιομηχανίας στο σύνολο της μεταποίησης, 7,1% το 2022 από 6,4% ένα έτος πριν και από μόλις 4% το 2017.
Αξίζει να σημειωθεί ότι οι δαπάνες για Έρευνα και Ανάπτυξη της βιομηχανίας φαρμάκου κινούνται γύρω στο 8% της συνολικής δαπάνης για έρευνα στη χώρα ενώ αξιοσημείωτο στοιχείο είναι η πτώση των εξαγωγών. Το 2022 υποχώρησαν στα 2,6 δισ. ευρώ, ήτοι μείωση 10,9%, με αύξηση του ελλείμματος στα 1,8 δισ. ευρώ από 1,6 δισ. ευρώ το 2021. Σημειώνεται δε το μέτρο προσωρινού χαρακτήρα του ΕΟΦ για απαγόρευση εξαγωγών φαρμάκων, στο πλαίσιο διασφάλισης της επάρκειας φαρμάκων και αντιμετώπισης των ελλείψεων.
Η υπερφορολόγηση ωστόσο είναι αυτή που φαίνεται να απειλεί θέσεις εργασίας και κρατικά έσοδα στο μέλλον. Ήδη ορισμένες εταιρείες προχωρούν σε περικοπές, όπως σημειώνουν στελέχη της αγοράς, που δεν επιθυμούν ωστόσο επίσημες αναφορές στο θέμα. Από την άλλη μεριά δεν γίνεται λόγος για μεταφορά εδρών για ευνοϊκότερη φορολόγηση, καθώς υπάρχει ένας κώδικας ηθικής στον κλάδο που πρεσβεύσει την ιδέα ότι οι Έλληνες ασθενείς πρέπει να έχουν πρόσβαση στα φάρμακα. Σημειώνεται ότι όταν μιλάμε για παραγωγικές επιχειρήσεις στη βιομηχανία φαρμάκου αναφερόμαστε κυρίως στην ελληνική φαρμακοβιομηχανία, καθώς οι ξένες εταιρείες διατηρούν κυρίως εμπορική δραστηριότητα, με εξαίρεση την Boehringer Ingelheim η οποία έχει ένα ισχυρό αποτύπωμα στην τοπική αγορά, με συνεχείς παραγωγικές επενδύσεις και τζίρο που έσπασε πέρυσι το φράγμα του 1 δισ. ευρώ.
Τα ρίσκα για την βιομηχανία φαρμάκου
Υπάρχουν παράγοντες που τείνουν να “ξεθωριάσουν” το ισχυρό αποτύπωμα της φαρμακοβιομηχανίας στο ΑΕΠ. Το μείζον για την αγορά είναι οι επιστροφές, clawback και rebate. Το 2022 ήταν η πρώτη χρονιά που η φαρμακοβιομηχανία εισέφερε περίπου 200 εκατ. ευρώ επιπλέον όσων εισφέρει το δημόσιο για την φαρμακευτική δαπάνη, αν και τη συγκεκριμένη χρονιά η δημόσια χρηματοδότηδη αυξήθηκε οριακά, κοντά στα 2,7 δισ. ευρώ, με τη συμμετοχή των ασθενών στα αποζημιούμενα φάρμακα να ανέρχεται σε 689 εκατ. ευρώ, σύμφωνα με τη μελέτη του ΙΟΒΕ. Σύμφωνα με υπολογισμούς της φαρμακοβιομηχανίας, το 2022 για πρώτη φορά στα χρονικά το σύνολο των υποχρεωτικών επιστροφών ξεπέρασε τα 2,8 δισ. ευρώ, ποσό που κινείται πάνω από τη δημόσια χρηματοδότηση για το φάρμακο. Η υπερφορολόγηση αποτελεί πρωτοφανές ρεκόρ για τα ευρωπαϊκά δεδομένα εγείροντας ερωτήματα για τη βιωσιμότητα των εταιρειών σε βάθος χρόνου, όπως αναφέρουν στο Powergame στελέχη της φαρμακοβιομηχανίας.
Επίσης, αξίζει να παρατηρήσει κανείς τις επισημάνεις πολυεθνικών στις οικονομικές εκθέσεις τους, όπου γίνεται ειδική μνεία στα κόστη, clawback και rebate. Στελέχη σε μεγάλες ξένες εταιρείες σημειώνουν ότι δεν υπάρχει “διαφάνεια”, καθώς δεν είναι ξεκάθαρο το μοντέλο υπολογισμού των clawbacks ενώ καθυστερεί σημαντικά η έκδοση των εκκαθαριστικών σημειωμάτων του ΕΟΠΥΥ. Για παράδειγμα, τα σημειώματα του 2022 απεστάλησαν από τον ΕΟΠΥΥ και τα νοσοκομεία τον Ιούλιο. Είναι εύλογες λοιπόν οι συνέπειες για μια πολυεθνική που πρέπει να κλείσει ισολογισμό τον Ιούνιο και να κάνει προβλέψεις, χωρίς να διαθέτει εγκαίρως αυτά τα στοιχεία.
Ένα άλλο ζήτημα είναι οι τιμές στα φάρμακα, που διαφέρουν μεν από τη μια ως την άλλη άκρη του Ατλαντικού αλλά ειδικά στην Ελλάδα ρυθμίζονται από το κράτος. Η εταιρεία που καταθέτει φάκελο για να φέρει ένα φάρμακο στην τοπική αγορά και να πάρει τιμή δίνει προτεινόμενη τιμή με βάση τον μ.ο. των 2 χαμηλότερων τιμών στην ευρωζώνη – εξάλλου το φάρμακο πρέπει να κυκλοφορεί σε άλλες 5 χώρες. Άρα οι τιμές είναι χαμηλές στα πρωτότυπα φάρμακα ενώ στην επιτροπή διαπραγμάτευσης η συζήτηση ξεκινά με έκπτωση το clawback της εταιρείας +1, π.χ. αν είχε 60% clawback ξεκινά τη διαπραγμάτευση με έκπτωση 61%. Όταν λοιπόν μια φαρμακοβιομηχανία έχει να αντιμετωπίσει την εισαγωγή ενός φαρμάκου το οποίο αφενός προσφέρεται με την χαμηλότερη τιμή και αφετέρου με υψηλό ποσοστό επιστροφής πρέπει να ζυγίσει το όφελος από την εισαγωγή του στην Ελλάδα.
Τα καινοτόμα φάρμακα
Πρόκειται για ασύμφωρο πολλές φορές εγχείρημα αν ληφθεί υπόψη ότι η χώρα μας είναι μια μικρή αγορά και οι φαρμακοβιομηχανίες είναι επιχειρήσεις που θέλουν να δημιουργούν κέρδη. Καθώς η συγκυρία των τεχνολογικών εξελίξεων φέρνει συνεχώς νέες θεραπείες και φάρμακα είναι εύλογο το ερώτημα εάν η Ελλάδα θα είναι προτεραιότητα για μεγάλες ξένες βιομηχανίες, με ό,τι αυτό συνεπάγεται για την έγκαιρη πρόσβαση Ελλήνων ασθενών σε νέα φάρμακα. Προφανώς και οι Έλληνες ασθενείς δεν στερούνται φάρμακα όσο υπάρχει η Μονάδα Φαρμακευτικής Κάλυψης της ΙΦΕΤ Μ.Α.Ε., που διαθέτει μοναδικά και αναντικατάστατα προϊόντα, καθώς και καινοτόμα προϊόντα υψηλής τεχνολογίας που δεν διατίθενται από τις φαρμακευτικές εταιρείες, είτε γιατί δεν παρουσιάζουν εμπορικό ενδιαφέρον, είτε γιατί είναι νέα φάρμακα τα οποία δεν έχουν κυκλοφορήσει ακόμα στη χώρα μας. Ωστόσο ο οργανισμός δεν επιβαρύνεται με clawback, με τη δαπάνη να επιβαρύνει ουσιαστικά τις φαρμακευτικές εταιρείες, αφού οι δαπάνες του ΙΦΕΤ επιβαρύνουν μεν τις δημόσιες δαπάνες αυξάνουν δε τις επιστροφές που καλείται να πληρώσει ο κλάδος, όπως τονίζουν παράγοντες της αγοράς θεωρώντας άδικο το μέτρο.
Μάλιστα ο ΣΦΕΕ με πρόσφατη ανακοίνωσή του τονίζει ότι από το 2012 και μετά οι φαρμακευτικές επιχειρήσεις χρηματοδοτούν τη φαρμακευτική δαπάνη του κράτους μέσω υποχρεωτικών επιστροφών που περιγράφονται ως rebate και clawback και όλο αυτό το χρονικό διάστημα έχουν επιστρέψει στο κράτος περισσότερα από 14 δισ. ευρώ από τις τιμολογημένες πωλήσεις τους, μέσω των υποχρεωτικών επιστροφών, που κάθε χρόνο είναι και μεγαλύτερες. “Το κράτος δεσμεύτηκε στο πλαίσιο του Ταμείου Ανάκαμψης να μειώσει τα επίπεδα του συνόλου των επιστροφών, μέσω μείωσης του clawback και αντί να προβεί σε ουσιαστική χρηματοδότηση της δαπάνης αφενός και σε ουσιαστικά μέτρα ελέγχου και συγκράτησης της δαπάνης αφετέρου, σύρει τις φαρμακευτικές επιχειρήσεις σε υποχρεωτικές και εξαντλητικές διαπραγματεύσεις”, σημειώνει μεταξύ άλλων.
Η επενδυτική κινητικότητα
Από την άλλη μεριά ο συμψηφισμός του clawback με επενδυτικές δαπάνες αποτέλεσε κίνητρο για σημαντικές επενδύσεις στη φαρμακοβιομηχανία. Όμως όταν το όλο πλαίσιο εντάχθηκε στο Ταμείο Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας μπορεί να ενισχύθηκαν οι παραγωγικές εγκαταστάσεις αλλά δεν ευνοήθηκαν οι επενδύσεις σε κλινικές μελέτες που θεωρούνται κρίσιμες για την πρόσβαση των ασθενών σε δωρεάν θεραπείες και παρακολούθηση από κορυφαίους επιστήμονες. Παραβλέπεται δηλαδή το πολλαπλασιαστικό όφελος που προκύπτει από τις εν λόγω επενδύσεις. Όταν στην Ευρώπη επενδύονται γύρω στα 44 δισ. ευρώ στην Ελλάδα η απορρόφηση στον συγκεκριμένο τομέα μετά βίας φτάνει τα 100 εκατ. ευρώ, όπως αναφέρουν στελέχη της φαρμακοβιομηχανίας. Αυτό είναι ένα ζήτημα που έχει αναδείξει ο ΣΦΕΕ, ο οποίος παρόλαυτά ενθαρρύνει συμπράξεις ελληνικών εταιρειών με ξένες για την ενίσχυση της τοπικής παραγωγής, καθώς αυτό έχει αποτύπωμα στην οικονομία, στις θέσεις εργασίας κ.ο.κ.. Σημειώνεται ότι μόλις χθες ανακοινώθηκε η συμφωνία συνεργασίας της LEO Pharma με τη ΒΙΑΝΕΞ του Ομίλου Γιαννακόπουλου, για την παραγωγή από την ελληνική εταιρεία τυπικής μη κλασματοποιημένης ηπαρίνης και ηπαρίνης χαμηλού μοριακού βάρους. Πρόκειται για μια συμφωνία με σημαντικές διαστάσεις και οφέλη για την Ελλάδα. Νωρίτερα η Rafarm προχώρησε σε συμφωνία συνεργασίας με την Biovista για την ανάπτυξη νέων φαρμάκων στην οφθαλμολογία με την αξιοποίηση της Τεχνητής Νοημοσύνης ενώ πρόσφατα η Pharmathen εξαγόρασε την CBL Patras, εταιρεία καθετοποιημένης παραγωγής πεπτιδίων υψηλής τεχνολογίας και εγκεκριμένης από τον Οργανισμό Τροφίμων και Φαρμάκων των ΗΠΑ (FDA).
Ο κλάδος συνολικά έχει ένα ισχυρό αποτύπωμα στην οικονομία, με πάνω από 6 δισ. ευρώ συνεισφορά στο ΑΕΠ, 2,8% στην συνολική απασχόληση και με αξία παραγωγής που φτάνει τα 1,9 δισ. ευρώ, όπως υπενθυμίζει το ΙΟΒΕ στο δελτίο εξελίξεων για τη βιομηχανία τον Νοέμβριο επικαλούμενο την μελέτη που έχει εκπονήσει για λογαριασμό του Συνδέσμου Φαρμακευτικών Επιχειρήσεων Ελλάδος (ΣΦΕΕ).
Η παραπάνω αξία παραγωγής εμφανίζεται ενισχυμένη το 2022 κατά 16,1% σε σχέση με το 2021 που είχε υποχωρήσει κατά 4,3%. Ο αριθμός των απασχολούμενων στη βιομηχανία φαρμάκου ξεπέρασε τους 29,3 χιλ. το 2022 σημειώνοντας αύξηση 16,6%, σε συνέχεια ηπιότερης ανόδου 5,2% ένα έτος πριν. Υψηλό είναι και το μερίδιο των απασχολούμενων της φαρμακευτικής βιομηχανίας στο σύνολο της μεταποίησης, 7,1% το 2022 από 6,4% ένα έτος πριν και από μόλις 4% το 2017.
Αξίζει να σημειωθεί ότι οι δαπάνες για Έρευνα και Ανάπτυξη της βιομηχανίας φαρμάκου κινούνται γύρω στο 8% της συνολικής δαπάνης για έρευνα στη χώρα ενώ αξιοσημείωτο στοιχείο είναι η πτώση των εξαγωγών. Το 2022 υποχώρησαν στα 2,6 δισ. ευρώ, ήτοι μείωση 10,9%, με αύξηση του ελλείμματος στα 1,8 δισ. ευρώ από 1,6 δισ. ευρώ το 2021. Σημειώνεται δε το μέτρο προσωρινού χαρακτήρα του ΕΟΦ για απαγόρευση εξαγωγών φαρμάκων, στο πλαίσιο διασφάλισης της επάρκειας φαρμάκων και αντιμετώπισης των ελλείψεων.
Η υπερφορολόγηση ωστόσο είναι αυτή που φαίνεται να απειλεί θέσεις εργασίας και κρατικά έσοδα στο μέλλον. Ήδη ορισμένες εταιρείες προχωρούν σε περικοπές, όπως σημειώνουν στελέχη της αγοράς, που δεν επιθυμούν ωστόσο επίσημες αναφορές στο θέμα. Από την άλλη μεριά δεν γίνεται λόγος για μεταφορά εδρών για ευνοϊκότερη φορολόγηση, καθώς υπάρχει ένας κώδικας ηθικής στον κλάδο που πρεσβεύσει την ιδέα ότι οι Έλληνες ασθενείς πρέπει να έχουν πρόσβαση στα φάρμακα. Σημειώνεται ότι όταν μιλάμε για παραγωγικές επιχειρήσεις στη βιομηχανία φαρμάκου αναφερόμαστε κυρίως στην ελληνική φαρμακοβιομηχανία, καθώς οι ξένες εταιρείες διατηρούν κυρίως εμπορική δραστηριότητα, με εξαίρεση την Boehringer Ingelheim η οποία έχει ένα ισχυρό αποτύπωμα στην τοπική αγορά, με συνεχείς παραγωγικές επενδύσεις και τζίρο που έσπασε πέρυσι το φράγμα του 1 δισ. ευρώ.
Τα ρίσκα για την βιομηχανία φαρμάκου
Υπάρχουν παράγοντες που τείνουν να “ξεθωριάσουν” το ισχυρό αποτύπωμα της φαρμακοβιομηχανίας στο ΑΕΠ. Το μείζον για την αγορά είναι οι επιστροφές, clawback και rebate. Το 2022 ήταν η πρώτη χρονιά που η φαρμακοβιομηχανία εισέφερε περίπου 200 εκατ. ευρώ επιπλέον όσων εισφέρει το δημόσιο για την φαρμακευτική δαπάνη, αν και τη συγκεκριμένη χρονιά η δημόσια χρηματοδότηδη αυξήθηκε οριακά, κοντά στα 2,7 δισ. ευρώ, με τη συμμετοχή των ασθενών στα αποζημιούμενα φάρμακα να ανέρχεται σε 689 εκατ. ευρώ, σύμφωνα με τη μελέτη του ΙΟΒΕ. Σύμφωνα με υπολογισμούς της φαρμακοβιομηχανίας, το 2022 για πρώτη φορά στα χρονικά το σύνολο των υποχρεωτικών επιστροφών ξεπέρασε τα 2,8 δισ. ευρώ, ποσό που κινείται πάνω από τη δημόσια χρηματοδότηση για το φάρμακο. Η υπερφορολόγηση αποτελεί πρωτοφανές ρεκόρ για τα ευρωπαϊκά δεδομένα εγείροντας ερωτήματα για τη βιωσιμότητα των εταιρειών σε βάθος χρόνου, όπως αναφέρουν στο Powergame στελέχη της φαρμακοβιομηχανίας.
Επίσης, αξίζει να παρατηρήσει κανείς τις επισημάνεις πολυεθνικών στις οικονομικές εκθέσεις τους, όπου γίνεται ειδική μνεία στα κόστη, clawback και rebate. Στελέχη σε μεγάλες ξένες εταιρείες σημειώνουν ότι δεν υπάρχει “διαφάνεια”, καθώς δεν είναι ξεκάθαρο το μοντέλο υπολογισμού των clawbacks ενώ καθυστερεί σημαντικά η έκδοση των εκκαθαριστικών σημειωμάτων του ΕΟΠΥΥ. Για παράδειγμα, τα σημειώματα του 2022 απεστάλησαν από τον ΕΟΠΥΥ και τα νοσοκομεία τον Ιούλιο. Είναι εύλογες λοιπόν οι συνέπειες για μια πολυεθνική που πρέπει να κλείσει ισολογισμό τον Ιούνιο και να κάνει προβλέψεις, χωρίς να διαθέτει εγκαίρως αυτά τα στοιχεία.
Ένα άλλο ζήτημα είναι οι τιμές στα φάρμακα, που διαφέρουν μεν από τη μια ως την άλλη άκρη του Ατλαντικού αλλά ειδικά στην Ελλάδα ρυθμίζονται από το κράτος. Η εταιρεία που καταθέτει φάκελο για να φέρει ένα φάρμακο στην τοπική αγορά και να πάρει τιμή δίνει προτεινόμενη τιμή με βάση τον μ.ο. των 2 χαμηλότερων τιμών στην ευρωζώνη – εξάλλου το φάρμακο πρέπει να κυκλοφορεί σε άλλες 5 χώρες. Άρα οι τιμές είναι χαμηλές στα πρωτότυπα φάρμακα ενώ στην επιτροπή διαπραγμάτευσης η συζήτηση ξεκινά με έκπτωση το clawback της εταιρείας +1, π.χ. αν είχε 60% clawback ξεκινά τη διαπραγμάτευση με έκπτωση 61%. Όταν λοιπόν μια φαρμακοβιομηχανία έχει να αντιμετωπίσει την εισαγωγή ενός φαρμάκου το οποίο αφενός προσφέρεται με την χαμηλότερη τιμή και αφετέρου με υψηλό ποσοστό επιστροφής πρέπει να ζυγίσει το όφελος από την εισαγωγή του στην Ελλάδα.
Τα καινοτόμα φάρμακα
Πρόκειται για ασύμφωρο πολλές φορές εγχείρημα αν ληφθεί υπόψη ότι η χώρα μας είναι μια μικρή αγορά και οι φαρμακοβιομηχανίες είναι επιχειρήσεις που θέλουν να δημιουργούν κέρδη. Καθώς η συγκυρία των τεχνολογικών εξελίξεων φέρνει συνεχώς νέες θεραπείες και φάρμακα είναι εύλογο το ερώτημα εάν η Ελλάδα θα είναι προτεραιότητα για μεγάλες ξένες βιομηχανίες, με ό,τι αυτό συνεπάγεται για την έγκαιρη πρόσβαση Ελλήνων ασθενών σε νέα φάρμακα. Προφανώς και οι Έλληνες ασθενείς δεν στερούνται φάρμακα όσο υπάρχει η Μονάδα Φαρμακευτικής Κάλυψης της ΙΦΕΤ Μ.Α.Ε., που διαθέτει μοναδικά και αναντικατάστατα προϊόντα, καθώς και καινοτόμα προϊόντα υψηλής τεχνολογίας που δεν διατίθενται από τις φαρμακευτικές εταιρείες, είτε γιατί δεν παρουσιάζουν εμπορικό ενδιαφέρον, είτε γιατί είναι νέα φάρμακα τα οποία δεν έχουν κυκλοφορήσει ακόμα στη χώρα μας. Ωστόσο ο οργανισμός δεν επιβαρύνεται με clawback, με τη δαπάνη να επιβαρύνει ουσιαστικά τις φαρμακευτικές εταιρείες, αφού οι δαπάνες του ΙΦΕΤ επιβαρύνουν μεν τις δημόσιες δαπάνες αυξάνουν δε τις επιστροφές που καλείται να πληρώσει ο κλάδος, όπως τονίζουν παράγοντες της αγοράς θεωρώντας άδικο το μέτρο.
Μάλιστα ο ΣΦΕΕ με πρόσφατη ανακοίνωσή του τονίζει ότι από το 2012 και μετά οι φαρμακευτικές επιχειρήσεις χρηματοδοτούν τη φαρμακευτική δαπάνη του κράτους μέσω υποχρεωτικών επιστροφών που περιγράφονται ως rebate και clawback και όλο αυτό το χρονικό διάστημα έχουν επιστρέψει στο κράτος περισσότερα από 14 δισ. ευρώ από τις τιμολογημένες πωλήσεις τους, μέσω των υποχρεωτικών επιστροφών, που κάθε χρόνο είναι και μεγαλύτερες. “Το κράτος δεσμεύτηκε στο πλαίσιο του Ταμείου Ανάκαμψης να μειώσει τα επίπεδα του συνόλου των επιστροφών, μέσω μείωσης του clawback και αντί να προβεί σε ουσιαστική χρηματοδότηση της δαπάνης αφενός και σε ουσιαστικά μέτρα ελέγχου και συγκράτησης της δαπάνης αφετέρου, σύρει τις φαρμακευτικές επιχειρήσεις σε υποχρεωτικές και εξαντλητικές διαπραγματεύσεις”, σημειώνει μεταξύ άλλων.
Η επενδυτική κινητικότητα
Από την άλλη μεριά ο συμψηφισμός του clawback με επενδυτικές δαπάνες αποτέλεσε κίνητρο για σημαντικές επενδύσεις στη φαρμακοβιομηχανία. Όμως όταν το όλο πλαίσιο εντάχθηκε στο Ταμείο Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας μπορεί να ενισχύθηκαν οι παραγωγικές εγκαταστάσεις αλλά δεν ευνοήθηκαν οι επενδύσεις σε κλινικές μελέτες που θεωρούνται κρίσιμες για την πρόσβαση των ασθενών σε δωρεάν θεραπείες και παρακολούθηση από κορυφαίους επιστήμονες. Παραβλέπεται δηλαδή το πολλαπλασιαστικό όφελος που προκύπτει από τις εν λόγω επενδύσεις. Όταν στην Ευρώπη επενδύονται γύρω στα 44 δισ. ευρώ στην Ελλάδα η απορρόφηση στον συγκεκριμένο τομέα μετά βίας φτάνει τα 100 εκατ. ευρώ, όπως αναφέρουν στελέχη της φαρμακοβιομηχανίας. Αυτό είναι ένα ζήτημα που έχει αναδείξει ο ΣΦΕΕ, ο οποίος παρόλαυτά ενθαρρύνει συμπράξεις ελληνικών εταιρειών με ξένες για την ενίσχυση της τοπικής παραγωγής, καθώς αυτό έχει αποτύπωμα στην οικονομία, στις θέσεις εργασίας κ.ο.κ.. Σημειώνεται ότι μόλις χθες ανακοινώθηκε η συμφωνία συνεργασίας της LEO Pharma με τη ΒΙΑΝΕΞ του Ομίλου Γιαννακόπουλου, για την παραγωγή από την ελληνική εταιρεία τυπικής μη κλασματοποιημένης ηπαρίνης και ηπαρίνης χαμηλού μοριακού βάρους. Πρόκειται για μια συμφωνία με σημαντικές διαστάσεις και οφέλη για την Ελλάδα. Νωρίτερα η Rafarm προχώρησε σε συμφωνία συνεργασίας με την Biovista για την ανάπτυξη νέων φαρμάκων στην οφθαλμολογία με την αξιοποίηση της Τεχνητής Νοημοσύνης ενώ πρόσφατα η Pharmathen εξαγόρασε την CBL Patras, εταιρεία καθετοποιημένης παραγωγής πεπτιδίων υψηλής τεχνολογίας και εγκεκριμένης από τον Οργανισμό Τροφίμων και Φαρμάκων των ΗΠΑ (FDA).